Την πρόθεσή του να προσφύγει στη Δικαιοσύνη για την απόφαση της Εξεταστικής Επιτροπής για τα ομόλογα ανακοίνωσε ο πρώην υπουργός της Νέας Δημοκρατίας κ. Σάββας Τσιτουρίδης. Αναλυτικά η χθεσινή ανακοίνωση του κ. Σ. Τσιτουρίδη έχει ως εξής:

«Η απόφαση της Εξεταστικής Επιτροπής με θλίβει, με αδικεί και με προκαλεί.

Με θλίβει κυρίως διότι η Επιτροπή δεν τόλμησε και δεν θέλησε να αναζητήσει την αλήθεια. Με αδικεί, αφού στην δυσάρεστη αυτή υπόθεση ουδεμία ουσιαστική αρμοδιότητα είχα, όπως και ουδείς άλλος Υπουργός Απασχόλησης μπορούσε να έχει. Άλλωστε οι πολύχρονες έρευνες της Δικαιοσύνης και της Ανεξάρτητης Αρχής Καταπολέμησης Μαύρου Χρήματος δεν εντόπισαν την παραμικρή ένδειξη εμπλοκής μου.

Εύλογα συνεπώς, με προκαλεί το γεγονός ότι ο κ. Πρωτόπαππας και οι συν αυτώ, ήρθαν με προειλημμένες αποφάσεις για να συκοφαντήσουν και για να πλήξουν έναν πολιτικό που τόλμησε, από την πρώτη ώρα που βρέθηκε στο Υπουργείο Απασχόλησης, να ταράξει τα θολά νερά της αδιαφάνειας, στα οποία τράπεζες και χρηματιστηριακές ψάρευαν επί πολλά χρόνια, δίνοντας μάλιστα για πρώτη φορά στη δημοσιότητα κάθε στοιχείο που αφορούσε στη διαχείριση της κινητής και ακίνητης περιουσίας των Ασφαλιστικών Φορέων. Αντέδρασαν γι’αυτό και συνεχίζουν και σήμερα να με προκαλούν καταχρώμενοι την εξουσία τους και παραβιάζοντας τους Νόμους και το Σύνταγμα της χώρας. Αποδεικτικό των προειλημμένων αποφάσεων και της βούλησης τους για συκοφαντία είναι ότι σε 274 σελίδες πορισμάτων δεν υπάρχει από κανέναν ούτε προσδιορισμός κάποιου αδικήματος ούτε έστω και μια αναφορά διάταξης νόμου που να ισχυρίζονται ότι παραβιάστηκε από εμένα.

Οι όποιες τυχόν ποινικές ευθύνες υπάρχουν στην υπόθεση αυτή δεν αφορούν σε πολιτικά πρόσωπα και μάλιστα για ακόμη μια φορά με επιλεκτική στόχευση και ως προς τον χρόνο και ως προς τα πρόσωπα. Αυτό και μόνο αναδεικνύει τις σκοπιμότητες κάποιων να με συκοφαντήσουν με ψέματα, ανακρίβειες και αυθαίρετα συμπεράσματα.

Η απόφαση δημιουργεί πολλά ερωτηματικά ως προς τον ρόλο, την ιδιοτέλεια και τις σκοπιμότητες των σημερινών εκτελεστών προειλημμένων αποφάσεων, οι οποίοι, δυστυχώς, εγκλώβισαν- προς το παρόν- και άλλους.

Είμαι αναγκασμένος να προσφύγω στη Δικαιοσύνη. Όχι μόνο για να προστατεύσω τον εαυτό μου από την κατάχρηση εξουσίας συστημικών πολιτικών προσώπων, αλλά, κυρίως, να συμβάλλω, όπως επιχειρώ ματαίως να κάνω από την πρώτη στιγμή στη διερεύνηση της αλήθειας, η οποία δεν μπορεί να διασφαλισθεί και να αναδειχθεί σε όλο το εύρος της μέσα από τις επιλεκτικές και ενίοτε επικίνδυνες ατραπούς, που επέλεξε κατά πλειοψηφία η Εξεταστική Επιτροπή. Και δεν μπορεί να αναδειχθεί η αλήθεια, αν δεν διερευνήσουμε τον ρόλο, και σε αυτή την υπόθεση, των διαχρονικά ισχυρών αυτού του τόπου.

Το «έργο» που επιχειρείται σήμερα να παιχτεί, το έχω ξαναδεί. Αυτή τη φορά όμως δε θα ανεχτώ να παιχτεί και πάλι στην πλάτη μου. Μου δίνει δύναμη η πίστη πως όλο και περισσότεροι αντιλαμβάνονται πλέον ότι έχουμε και την υποχρέωση και τη δύναμη να αντιδράσουμε υπερασπιζόμενοι διαφάνεια, αξίες και αρχές. Περιορίζομαι σήμερα να υπενθυμίσω ότι αυτό παραμένει διαχρονικά η επιλογή μου. Με αυτή την επιλογή, όσες φορές τέθηκα στην κρίση των πολιτών, δικαιώθηκα.

Και γι’ αυτό συνεχίζω.»