«Πίναμε χιόνι, παιδί μου. Οταν το βράζαμε,αυτό εξατμιζόταν. Γι΄ αυτό το πίναμε έτσι,σκέτο,χωρίς βράσιμο. Διψούσαμε και δεν μας ένοιαζε η διάρροια που ακολουθούσε» . Τα λόγια βγαίνουν καταιγιστικά. Ο συνήθως πράος κ. Γρηγόρης Τσαχάς τώρα έχει μάτια που βγάζουν σπίθες και ομιλία παθιασμένη για όσα πέρασε στο αλβανικό μέτωπο.

«Εγώ απλό φανταράκι ήμουν, 25 χρόνων παλικάρι, αλλά στη μάχη όλοι νιώθαμε λιοντάρια» λέει ατενίζοντας το Αιγαίο από την αυλή του σπιτιού του στην Ικαρία. Στα 95 του χρόνια σήμερα η μνήμη διατηρεί δίχως κενά τις στιγμές στα βουνά της Πίνδου.

Οπλα, παλάσκες…
«Δούλευα σε ένα καρβουνάδικο στην Αλεξανδρούπολη. Εκεί, σε έναν καμινότοπο,ήρθε στα μέσα Αυγούστου του 1940 ένας χωροφύλακας και μας κάλεσε να καταταγούμε» θυμάται για την επιστράτευση μετά τον τορπιλισμό της «Ελλης». «Πήγαμε για εκπαίδευση και στις 28 Οκτωβρίουήρθε ο διοικητής και μας λέει:“Οπλα,παλάσκες και όλοι στο μέτωπο”.Στο τρένο για την Αλβανία μόνο “θάνατος στον φασισμό” άκουγες από τους φαντάρους. Το πρώτο βράδυ στα σύνοραήρθε ο διοικητής, ένας Σαμιώτης ονόματι Αλέξανδρος Σίμης, και μας είπε:“Αύριο πάμε στο μέτωπο και πολεμάμε”. Εκτελέστηκαν και κάποιοι που λιποτάκτησαν» .

Για τον κυρ Γρηγόρη ξεκινούσε η διαδρομή στην Ιστορία. «Πολεμήσαμε κοντά στη λίμνη Οχρίδα. Οι Ιταλοί έτρεχαν σαν τα κατσίκια. Αν δεν έρχονταν οι Γερμανοί, θα τους ρίχναμε στη θάλασσα. Φτάσαμε μέχρι το Πόγραδετς με τον λόχο» λέει φουσκωμένος υπερηφάνεια. Οι μάχες συγκλονιστικές, θυμάται σαν τώρα λεπτομέρειες. Οπως θυμάται και τις κακουχίες. «Μερόνυχτα περπατούσαμε στο χιόνι.Κοιμόμασταν στα βουνά,σε κάποιον βράχο,σε μια σπηλιά.Πίναμε χιόνι για να ξεδιψάσουμε, με χιόνι τρίβαμε το πρόσωπο και τα χέρια μας». Οι ασθένειες και τα κρυοπαγήματα, καθημερινό φαινόμενο. «Δυσεντερία και διάρροιες μας ταλαιπωρούσαν. Μια ημέρα περπατούσαμε 5-6 χιλιόμετρα,εγώ είχα φοβερούς πόνους στην κοιλιά.Περνάει ο γιατρός και μου λέει:“Τι έχεις;”. “Κόψιμο” απαντώ.“Α,εντάξει”λέει εκείνος. “Δεν βλέπεις κι εμένα που περπατώ με τα βρακιά λυμένα;Δεν έχουμε χάπια”».

Ο οπλισμός ελάχιστος, παλιακός. «Ούτε τη Μεραρχία Τζούλια φοβηθήκαμε.Οι Ιταλοί είχαν αεροπλάνα, όπλα, εξοπλισμό. Εμείς με λιανοτούφεκα και με τα ίδια ρούχα επί μήνες. Εναν κουτσό αεροπόρο είχαμε αλλά ο άτιμος έκανε θαύματα» θυμάται. Και μετά ήρθαν οι Γερμανοί. «Παλέψαμεαλλά ήταν δυνατοί. Βλέπαμε από τα βουνά τα Στούκας να βομβαρδίζουν τις πόλεις». Η συνθηκολόγηση του Απριλίου έπεσε βαριά στους πολεμιστές του μετώπου. «Κλάψαμε, αγόρι μου. Τόσος αγώνας και να παραδοθούμε;» . Ξεκίνησε η οπισθοχώρηση. «Πήγαμε με τα πόδια ως τη Θεσσαλονίκη. Οι Γερμανοί μάς μάζεψαν εκεί στο 50ό Σύνταγμα. Μας έλεγαν:“Μέσαείστε ζωντανοί. Εξωδεν εγγυάται κανείς”. Οι δικοί μας αξιωματικοί όμως έλεγαν ότι “ο αιχμάλωτος είναι ιερός, δεν τον πειράζουμε ποτέ”».

Η απόδραση
Η ζωή στο στρατόπεδο ανυπόφορη. Η προοπτική της ελευθερίας ζωντανή. Ο κυρ Γρηγόρης απέδρασε με ένα διαδεδομένο κόλπο: «Οποιος ερχόταν να σε επισκεφθεί στο στρατόπεδοφορούσε το ένα κοστούμι μέσα απ΄ το άλλο. Ετσι κι εμέναμου το έδωσε ένας συγγενής, άλλαξα και φύγαμε αγκαζέ κάτω από τη μύτη των Γερμαναράδων» . Ο ποδαρόδρομος δεν τελείωσε ούτε τότε. «Από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα ήρθαμε με τα πόδια. Στον δρόμο τρώγαμε κουκιά για να ζήσουμε. Βγήκε μέχρι και διαταγή,να μην τρώμε κουκιά και πάθουμε τίποτε. Αυτά όμως υπήρχαν μόνο». Σήμερα δεν ξεχνά: «Πάω κάθε χρόνο στην παρέλαση και τιμάω αυτούς που έπεσαν στο μέτωπο» λέει και τονίζει ότι δεν μετανιώνει: «Και τώρα θα πολεμούσα. Οσο με βαστούσαν τα ποδάρια μου.Η ψυχή πολεμάει περισσότερο, όχι το σώμα».