Στο στήθος του δεν χωρούν τα μετάλλια και τα παράσημα. Εχει τιμηθεί πολλάκις για την πολεμική του δράση αλλά και για τις ενέργειές του μετά τον πόλεμο να συντρέξει τους παλαιούς συναγωνιστές και κυρίως τις οικογένειες εκείνων που χάθηκαν στα διάφορα μέτωπα. Τα πόδια του δεν τον κρατούν πια, όπως συνέβαινε πριν από 70 χρόνια, όταν διέσχιζε σε ταχείες, εξοντωτικές πορείες ακόμη και μέσα στη νύχτα τις κοιλάδες και τα υψώματα της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. «Είμαι 91 χρόνων, κουρασμένος, καταπονημένος» λέει με κάποια πίκρα αλλά και με χιούμορ για τους πόνους και τη δυσκαμψία «στα γόνατα και στις κνήμες». Ο κ. Τζακ Ντιμ δεν είναι Ελληνας αλλά πολέμησε για την Ελλάδα την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1941. Νεαρός αυστραλός στρατιώτης των κοινοπολιτειακών στρατευμάτων που εστάλησαν ως βρετανική βοήθεια στην Ελλάδα εν όψει της επικείμενης γερμανικής εισβολής, ο κ. Ντιμ πολέμησε στη Βέροια, στην υποχώρηση, στην εκκένωση από την ηπειρωτική Ελλάδα, στην «κόλαση της Κρήτης».

Ο νεαρός στρατιώτης αποβιβάστηκε στον Πειραιά στις 2 Απριλίου 1941. «Μας περίμεναν οδηγοί, υποζύγια και τα καμιόνια με τα όπλα μας. Ξεκινήσαμε πορεία, διανυκτερεύσαμε σε ένα στρατόπεδο,δυτικά της πόληςκάπου επτά χιλιόμετρα. Δύο μέρες μετάξεκινήσαμε για τον Βορρά. Ισωςόχι τυχαίαμας οδήγησαν μέσα από το κέντρο της Αθήνας, να μας δει ο κόσμος, να αναθαρρήσει, να πάρει κουράγιο. Αλλά δεν είδα έναν λαό που να χρειάζεται περισσότερο θάρρος, αλλά ανθρώπους με χαμόγελα και ένα βλέμμα αποφασιστικότητας».

Αταλάντη- Κοζάνη σε μία ημέρα
Τα ξημερώματα της 6ης Απριλίου που οι Γερμανοί βομβάρδιζαν και κατόπιν εισέβαλλαν στην ελληνική μεθόριο ο Τζακ Ντιμ ξυπνούσε στην Αταλάντη. «Ετοιμαστήκαμε μέσα στις φωνές των ανωτέρων που μας ξυπνούσαν νωρίτερα. Επρεπε να προλάβουμε να φτάσουμε και να στρατοπεδεύσουμε στα βόρεια περάσματα ενός τόπου, Βέροια έλεγαν την περιοχήόπως διαπιστώσαμε αργότερα. Προσπερνούσαμε μικρά χωριά με ασπρισμένα σπίτια,καταπράσινες κοιλάδες και χαμηλούς λόφους».

Την επόμενη ημέρα στρατοπέδευσε μαζί με τους συντρόφους του στην Κοζάνη. «Ερχονταν Ελληνες και μας προσέφεραν φαγητόκαι παρά τη δυσκολία της γλώσσας αντίκριζα ευχάριστους, πρόσχαρους και φιλόξενους ανθρώπους, μα πάνω από όλα, μιας και ετοιμάζονταν να τα βάλουν με τις ορδές των Ούννων (σ.σ.: η υποτιμητική κατά τη διάρκεια του πολέμου αναφορά στους Γερμανούς), πολίτες και στρατιώτεςγενναίους».

Ο ύπνος του στρατιώτη Ντιμ ήταν ανήσυχος εκείνη τη νύχτα. «Εφταιγαν ίσως και οι πρώτες εικόνες προσφύγωνπου έρχονταν με κάρα ή πεζή από τις πόλεις και τα χωριά της Θεσσαλονίκηςγια να ξεφύγουν από τους Ούννους». O νεαρός Αυστραλός συμμετείχε στις ομάδες στρατιωτών που ανέλαβαν να βρουν, να επιτάξουν ή να νοικιάσουν μουλάρια «για να ανέβουμε στα καλυμμένα με σύννεφα και πάγο βουνά». Στο πέρασμα, «δυτικά του Ολύμπου, πάνω σε ένα άλλο βουνό (σ.σ.: εννοεί το Βέρμιο) κοντά στη Βέροια» ανατίναξαν μια γέφυρα. Λίγες μόλις στιγμές μετά «άρχισαν πυρά πυροβολικού. Το πέρασμα ήταν τόσο στενόπου μόλις δύο μικρά πυροβόλα δικά μας υπήρχε περιθώριο να αναπτυχθούν». Ο καταιγισμός πυρών διακοπτόταν μόνο «από τη βροχή και την ομίχλη».

Ο εφιάλτης των Στούκας και της λάσπης
Οταν έπεσε η Θεσσαλονίκη στα χέρια των μηχανοκίνητων μονάδων της Βέρμαχτ οι στρατιώτες της Κοινοπολιτείας έλαβαν διαταγές αναδίπλωσης «στο στενό που λεγόταν Σέρβια». Η πορεία μόνο εύκολη δεν ήταν. «Δρόμος δεν υπήρχε. Τα γερμανικά αεροπλάνα πετούσαν και πολυβολούσαν, όταν ο καιρός το επέτρεπε. Εβρεχε κατά διαστήματα καταρρακτωδώς. Οι αρβύλες κολλούσαν στη λάσπη και γλιστρούσαν στον πάγο». Τα καμιόνια και όσα οχήματα ήταν ακό μη σε λειτουργία κατευθύνονταν χωρίς φώτα. Παράλληλα με τον Στρατό βάδιζαν «παιδιά, γυναίκες, γέροι, άοπλοιπου ήθελαν να ξεφύγουν από τους Ούννους. Πολλοί έπεσαν νεκροί από τα πυρά των αεροπλάνων ή τους βομβαρδισμούς». Οι αυστραλοί και νεοζηλανδοί στρατιώτες της Κοινοπολιτείας προχωρούσαν πια μέσα στη νύχτα. Πριν καν προβάλουν αντίσταση στα Σέρβια διατάχθηκε αναδίπλωση, «αφού καταστρέφαμε πίσω μας πολεμικό εξοπλισμό και πυροβόλα· ό,τιδηλαδήθα δυσχέραινε την πορεία μας. Το δίλημμα πλέον ήταν νεκροί μέσα στη λάσπη από τα γερμανικά αεροπλάνα ή αιχμάλωτοι των μοτοσικλετιστών». Τη Λάρισα και αργότερα τη Λαμία «τις προσπεράσαμε νύχταγια να μην καταλάβει ο πληθυσμός ότι υποχωρούσαμε. Πηγαίναμε από αγροτικούς δρόμους, μονοπάτια, κανάλια με νερό και καλαμιές».

«Η αποστολή στην Ελλάδα είχε λήξει άδοξα»
Ο νεαρός στρατιώτης που βρέθηκε στην Ελλάδα από τη μακρινή Αυστραλία για να σταματήσει τη ναζιστική λαίλαπα αντιλήφθηκε σύντομα ότι «η αποστολή στην Ελλάδα είχε λήξει άδοξα και μόλις κατορθώναμε να φτάσουμε στην Αθήναθα αποχωρούσαμε από τη χώρα. Ακόμη και σήμερα δεν μπορώ να ξεπεράσω το βλέμμα των Ελλήνωνόπου μας συναντούσαν και καταλάβαιναν ότι φεύγαμε. Εμείς απαγκιστρωνόμασταν ζωντανοί και εκείνοι θα παραδίδονταν στον θάνατο, στις προσβολές, σ την αιχμαλωσία».

Οι κονσέρβες βοδινού είχαν είτε τελειώσει είτε εγκαταλειφθεί «για να μην είναι βάρος στην υποχώρηση.Αλλοι άφησαν ακόμη και γεμιστήρες πίσω τους». Λίγο έξω από τη Λαμία, «σε έναν ερειπωμένο οικισμό,ένας συνάδελφος βρήκε,κυνήγησε και θανάτωσε μια γαλοπούλα. Φάγαμε καλά έπειτα από δυο-τρεις μέρες πείνας και αδιάκοπης πορείας». Στον Μπράλο θα δοθεί μία ακόμη μάχη με την εμπροσθοφυλακή των Γερμανών. «Τους ανακόψαμε προσωρινά. Σκοτώθηκαν πολλοί συνάδελφοι». Εγκαταλείποντας τη θέση παράτησαν τα καμουφλάζ και ορισμένα πολυβόλα. Φεύγοντας τα ξημερώματα ο Ντιμ είδε τα καθέτου εφορμήσεως γερμανικά Στούκας «να πολυβολούν τις θέσεις που μόλις είχαμε εγκαταλείψει. Αυτό μας χάρισε μερικά λεπτά ανάσας και πλεονεκτήματος δρόμου μέσα στα υψώματα». Στην Ελευσίνα όπου έφθασε η ταξιαρχία του Ντιμ τους περίμεναν πλοία του Βρετανικού Ναυτικού. Επιτάχθηκαν όμως «τράτες, καΐκια, μικρά ιστιοφόρα,οποιοδήποτε πλεούμενοπροκειμένου να εκκενώσουμε μια ώρα νωρίτερα την ηπειρωτική χώρα». Η συνέχεια θα δινόταν «στην κόλαση της Κρήτης» λίγες εβδομάδες αργότερα.