Ηταν ένας άλλος Τσοχατζόπουλος εκείνος που εμφανίστηκε χθες για να καταθέσει στην Εξεταστική Επιτροπή που ερευνά το σκάνδαλο της Siemens. Νωθρός στις κινήσεις του, αμίλητος και φανερά πιεσμένος ψυχολογικά, απέφυγε να μιλήσει με οποιονδήποτε στο ΠαΣοΚ, θεωρώντας πια ότι δεν τον ενώνει τίποτε με την παράταξή του. Αρνήθηκε κάθε εμπλοκή στο σκάνδαλο της Siemens και υπογράμμισε στην κατάθεσή του ότι δέχεται «ενορχηστρωμένη προσωπική και άδικη επίθεση με στόχο την πολιτική εξόντωσή του», την οποία απέδωσε σε «μεγάλα συμφέροντα που μάχονται την πολιτική και τους πολιτικούς» . «Με κατεδάφισαν, με διέλυσαν» είπε αποχωρώντας από τη Βουλή μετά την τρίωρη κατάθεσή του στην Εξεταστική Επιτροπή, αρνούμε- νος την οιαδήποτε ανάμειξή του στο σκάνδαλο.

Το ιστορικό στέλεχος του ΠαΣοΚ ανέμενε στωικά να τον καλέσουν στην αίθουσα των συνεδριάσεων της Εξεταστικής Επιτροπής σε ένα από τα γραφεία της ΚΟ του ΠαΣοΚ στον δεύτερο όροφο της Βουλής. Βουλευτές του κόμματος και υπάλληλοι του μηχανισμού της «πράσινης» ΚΟ έσπευσαν να τον χαιρετήσουν, ενώ ο κ. Τσοχατζόπουλος, εμφανώς καταπονημένος ψυχολογικά, απέφυγε τις δηλώσεις. Λίγο αργότερα δεν έκρυβε την πικρία του καταθέτοντας ότι ήταν λάθος η αναστολή της κομματικής του ιδιότητας, παρ΄ ότι την είχε ζητήσει και ο ίδιος.

Απαντώντας στα ερωτήματα των μελών της Επιτροπής ο πρώην υπουργός δήλωσε ότι δεν είχε ποτέ καμία υπηρεσιακή σχέση με τον Μ. Χριστοφοράκο από οποιοδήποτε υπουργικό «πόστο» και αν βρέθηκε, ενώ προσέδωσε στις όποιες σχέσεις μαζί του αποκλειστικά κοινωνικό χαρακτήρα. Οπως είπε, ήταν «σχέσεις φιλίας και αβροφροσύνης», ενώ διέψευσε όλες τις συναντήσεις (25 τον αριθμό) που είναι καταγεγραμμένες στο περιβόητο ημερολόγιο του άλλοτε ισχυρού άνδρα της Siemens Ηellas. Μίλησε μάλιστα για «δήθεν συναντήσεις», ενώ προέτρεψε τα μέλη της Εξεταστικής Επιτροπής να προστατεύσουν το δημόσιο συμφέρον διερευνώντας και αποκαλύπτοντας ποιοι χρηματίστηκαν.

Είχε προηγηθεί η κατάθεση του στενού φίλου του και πρώην στελέχους του κεντρικού μηχανισμού του ΠαΣοΚ εκ των ιδρυτικών μελών του ΠαΣοΚ κ. Π. Νικολαΐδη, ο οποίος φέρεται να έχει λάβει το 2000 μέσω της UΒS 5 εκατ. δρχ. από τον Ηλία Γεωργίου, άλλοτε διαχειριστή των «μαύρων ταμείων» της Siemens. Οπως κατέθεσε ο μάρτυρας, τα χρήματα αυτά τα ζήτησε από τον Γεωργίου λόγω της φιλίας τους (ο κ. Νικολαΐδης εργάστηκε στη Siemens από το 1961-1981) και ελήφθησαν ενώ εκείνος είχε ήδη αποχωρήσει από την εταιρεία. Την ίδια περίοδο ο κ. Νικολαΐδης είχε διοριστεί από τον κ. Τσοχατζόπουλο διευθύνων σύμβουλος στην ΕΒΟ και όπως είπε τα επέστρεψε, χωρίς ωστόσο να εμφανίσει τις αποδείξεις. «Αν ψάξω μπορεί να τις βρω» είπε, ενώ δεν αρνήθηκε τη βαθιά φιλία του με τον κ. Τσοχατζόπουλο για τον οποίο είπε: «Είναι φίλος μου.Ακόμη και να σκότωνε,θα παρέμενε το ίδιο φίλος μου».

«Δεν έχω σχέση, να βρουν ποιοι τα πήραν»
«Εγώ δεν έχω καμία σχέση.Εργο της Επιτροπής είναι να βρει ποιοι τα πήραν» φέρεται να είπε χαρακτηριστικά, περιορίζοντας τις όποιες σχέσεις με τη Siemens στο ότι η γερμανική εταιρεία ήταν υπεργολάβος σε έργα τα οποία «έτρεχαν» επί των ημερών του ως υπουργού Εθνικής Αμυνας (σύστημα τηλεπικοινωνιών του στρατού «Ερμής» και αντιαεροπορικά συστήματα Ρatriot) και ως υπουργού Ανάπτυξης (προμήθεια τροχαίου υλικού του ΟΣΕ). Οσον αφορά τον οικιακό εξοπλισμό Siemens που εμφανίζεται να είναι αποδέκτης, είπε ότι δεν είναι δώρα, αλλά ότι υπήρξε ο ίδιος πελάτης και αγόρασε το 2004 την οικοσκευή του για την οποία υπάρχουν τα σχετικά τιμολόγια.

Σχετικά με τις αναφορές στο ημερολόγιο Χριστοφοράκου του ονόματος της θυγατέρας του κυρίας Αρετής Τσοχατζοπούλου , ανέφερε ότι οι όποιες επαφές ήταν στο πλαίσιο του αιτήματος που είχε υποβάλει προς τη γερμανική εταιρεία για χορηγία προς το ΠΙΚΠΑ του οποίου υπήρξε διοικητής. Χορηγία που δεν δόθηκε ποτέ, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας.