– Ποιες είναι οι προτεραιότητες στην Αθήνα, σε ένα πλαίσιο ευρύτερου στρατηγικού σχεδιασμού;

«Τα προβλήματα της Αθήνας δεν θα λυθούν χωρίς την αναβάθμιση υποδομών όπως οι δημόσιες μεταφορές και οι σιδηρόδρομοι υψηλής ταχύτητας. Είναι επίσης εξαιρετικά σημαντικό το θαλάσσιο μέτωπο και το λιμάνι του Πειραιά. Πιστεύω όμως ότι οι λιμενικές δραστηριότητες στη Μεσόγειο θα μειωθούν, λόγω της νέας διόδου της Αρκτικής εξαιτίας της οποίας η θαλάσσια απόσταση μεταξύ Βόρειας Ευρώπης και των λιμανιών της Ανατολής έχει μειωθεί αισθητά. Τούτο σημαίνει ότι θα ελευθερωθούν πολλές λιμενικές εκτάσεις όπως έχει συμβεί στη Βαρκελώνη, στη Μασσαλία και στο Ρότερνταμ, ενώ τώρα συμβαίνει και στο Αμβούργο, στην περιοχή ακριβώς όπου έχει χωροθετηθεί το νέο κτίριο της Οπερας των Ελβετών Χέρτσοχ και Ντε Μερόν. Αμεσα ωστόσο μπορεί να προχωρήσει στην Αθήνα μια δράση “αστικού βελονισμού” όπως συνέβη στη Βαρκελώνη. Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό το τόσο έντονο φαινόμενο αποαστικοποίησης της ελληνικής πρωτεύουσας και έλλειψης ποιότητας του δημόσιου χώρου. Αν στη Βαρκελώνη υλοποιήθηκαν 140 πλατείες σε επτά χρόνια, στην Αθήνα θα πρέπει να γίνουν 200. Δεν μιλάμε μόνο για μεγάλες αλλά και για μικρές παρεμβάσεις, για μικρούς χώρους στάθμευσης, διότι σήμερα οι λίγοι δημόσιοι χώροι είναι κατειλημμένοι από αυτοκίνητα. Στην Αθήνα ωστόσο υπάρχει ένα τεράστιο κεφάλαιο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί άμεσα· το παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού. Προσωπικά δεν γνωρίζω αυτή τη στιγμή καμιά πόλη στον κόσμο όπου ένας δημόσιος φορέας να είναι ιδιοκτήτης 700 εκταρίων θαλάσσιου μετώπου. Πρόκειται για μάννα εξ ουρανού. Σου θυμίζω ότι το Σέντραλ Παρκ στη Νέα Υόρκη καταλαμβάνει 340 εκτάρια και το Γκόλντεν Παρκ στο Σαν Φρανσίσκο ακόμη λιγότερα. Είναι σαφές ότι μπορεί κανείς να φτιάξει ένα πάρκο διπλάσιο από το Σέντρακ Παρκ, αλλά σε ποιον θα είναι χρήσιμο; Η περιβαλλοντική ποιότητα είναι κάτι άλλο. Το πάρκο της Νέας Υόρκης είναι σημαντικό επειδή είναι σημαντική η 5η Λεωφόρος, οι άλλες λεωφόροι και όλο το περιβάλλον αστικό σύστημα. Χωρίς αυτό το τελευταίο, δεν υπάρχει το Σέντραλ Παρκ. Η αστική ποιότητα παράγεται από ένα ολοκληρωμένο σύστημα λειτουργιών. Η υλοποίηση ενός πάρκου στο Ελληνικό θα ήταν ένα πέταμα της δημόσιας περιουσίας. Η Αθήνα πρέπει να στοχεύσει στη νεοτριτογενή οικονομική δραστηριότητα χωρίς να υιοθετήσει πρωτόγονες και απλοϊκές λύσεις, αλλά και να μη φοβηθεί την πολυπλοκότητα. Αλλωστε δεν υπάρχει κανένα πάρκο σε οποιαδήποτε μεσογειακή περιοχή. Το πάρκο είναι μια βορειοαμερικανική εφεύρεση. Η Αθήνα θα πρέπει να ακολουθήσει μια θεραπεία αδυνατίσματος, πρέπει να γίνει μια “slim city”, με την εξής έννοια: με απαλλοτριώσεις κατοικιών ή άλλων ακινήτων σε υποβαθμισμένους χώρους στην πρωτεύουσα (οι οποίοι στη συνέχεια ανασχεδιάζονται ως κοινωφελείς δημόσιοι χώροι) και με προσφορά αντίστοιχης στέγης στην περιοχή του νέου αεροδρομίου. Στο Ελληνικό κατά συνέπεια υλοποιείται εν μέρει νέα δόμηση, αλλά με προδιαγεγραμμένα και σαφή οικιστικά προγράμματα. Δεν απορρίπτει κανείς το πάρκο, αρκεί να είναι ενταγμένο στο πλαίσιο ενός σύνθετου προγράμματος, έτσι ώστε το Ελληνικό να αποτελέσει τον νέο αθηναϊκό αστικό πόλο».

«Το Δημόσιο δεν πρέπει να επωμίζεται όλα τα βάρη»
Ηπαρουσία του Αθεμπίγιο γίνεται διεθνής στη δεκαετία του 1990, όταν για παράδειγμα επεξεργάζεται συγχρονικά μελέτες για το Λονδίνο (Canary Wharf), για τη Νέα Υόρκη και φυσικά για τη Βαρκελώνη. Πρόσφατη φυσική εξέλιξη αυτής της πορείας είναι η ίδρυση στη Βαρκελώνη («τέταρτη ευρωπαϊκή πόλη στον πίνακα των επενδύσεων», μου θυμίζει)

του οργανισμού SUS (Strategic Urban Systems)

στις αρχές του 2010, ενός φορέα στον οποίο συμμετέχει η δημιουργική και παραγωγική ελίτ της τοπικής κοινωνίας και που έχει στόχο την παροχή συμβουλών αποκλειστικά εκτός Ισπανίας σε ειδικούς «πελάτες», όπως είναι οι πόλεις και οι διοικήσεις τους. Σε αυτό το πλαίσιο ο Αθεμπίγιο παρέχει ήδη επιστημονική υποστήριξη σε πόλεις όπως το Κίτο (πρωτεύουσα του Εκουαδόρ), το Ρίο ντε Τζανέιρο, η Βάρνα, το Βελιγράδι, η Μόσχα: ειδικά στην πρωτεύουσα της Ρωσίας η επιρροή του καταλανού πολεοδόμου είναι όλο και πιο σημαντική, με στόχο την απελευθέρωση του δημόσιου σχεδιασμού από παλαιοκαθεστωτικές αντιλήψεις. «Οι πόλεις δεν μπορούν να βασίζονται πλέον μόνο στον δημόσιο τομέα. Το Δημόσιο δεν μπορεί ούτε και πρέπει να επωμίζεται όλα τα βάρη.

Επιβάλλεται η συμβολή της κοινωνίας των πολιτών για μια σειρά από δραστηριότητες, επιβάλλεται η εξισορρόπηση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού. Τούτο αφορά και την ανώτατη εκπαίδευση, κυρίως στον τομέα των μεταπτυχιακών σπουδών, όπως συμβαίνει πλέον στη Βαρκελώνη, και όπως είναι σκόπιμο να συμβεί και στην Αθήνα, για την οποία θα πρέπει να υιοθετηθεί ένα μοντέλο νεοτριτογενούς ανάπτυξης. Η βιομηχανική ανάπτυξη έχει λήξει και η Αθήνα δεν μπορεί να στοχεύει σε αυτό, γιατί είναι πολύ ακριβή. Η περίοδος αυτή είναι πολύ σημαντική για την Ελλάδα, γιατί η σημερινή πολιτική ηγεσία διαπνέεται από μια υγιή και πειστική αντίληψη τελείως απαραίτητων μεταρρυθμίσεων. Οι πόλεις πρέπει να αλλάξουν, η οικονομική και χρηματιστηριακή κρίση γίνεται κρίση των πόλεων. Η ίδια η Ευρώπη θα πρέπει να προβεί σε αλλαγές του αστικού της συστήματος μέσα σε λίγα χρόνια, θα πρέπει να υιοθετήσει μια μεταρρυθμιστική λογική».