Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο κ. Μ. Χρυσοχοΐδης μπήκε στο στόχαστρο τρομοκρατών. Στις 17 Φεβρουαρίου 2010, βόμβα εξερράγη στο πολιτικό γραφείο του υπουργού Προστασίας του Πολίτη, στο Περιστέρι. Η βόμβα είχε τοποθετηθεί στο εκλογικό κέντρο του κ. Χρυσοχοΐδη στη διασταύρωση των κεντρικών δρόμων της περιοχής, Κέννεντυ και Θηβών. Βρισκόταν μέσα σε μεταλλικό κουτί στην είσοδο του γραφείου και είχε καλυφθεί πρόχειρα από μια σακούλα. Ο μηχανισμός της είχε εντοπιστεί τυχαία από κάποιον ένοικο του κτιρίου, ο οποίος ενημέρωσε την ΕΛ.ΑΣ. θεωρώντας ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει. Οι δυνάμεις της Αστυνομίας και οι ειδικά εκπαιδευμένοι πυροτεχνουργοί, που είχαν σπεύσει στο σημείο, είχαν εξουδετερώσει τον μηχανισμό με ελεγχόμενη έκρηξη, ενώ είχαν αποκλειστεί οι δύο πολυσύχναστοι δρόμοι. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν είχε υπάρξει κάποιο προειδοποιητικό τηλεφώνημα που να ενημερώνει για την τοποθέτηση του μηχανισμού και την ώρα έκρηξής του.

Την ευθύνη για την έκρηξη εκείνη είχε αναλάβει η τρομοκρατική οργάνωση «Λαϊκή Θέληση» η οποία, έπειτα από μερικές ημέρες, με προκήρυξή της στην εφημερίδα «Ποντίκι» είχε προχωρήσει και σε προσωπική επίθεση εναντίον του κ. Χρυσοχοΐδη. «Ατομο άκρατων προσωπικών φιλοδοξιών και εγνωσμένης δουλικότητας σε ντόπια και υπερεθνικά αφεντικά» χαρακτήριζε τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη η τρομοκρατική οργάνωση. Οι τρομοκράτες της «Λαϊκής Θέλησης» συνεχίζοντας την προσωπική επίθεση κατά του υπουργού υποστήριζαν ότι ο κ. Χρυσοχοΐδης «ήταν και είναι πάντα ο καταλληλότερος να κάνει τη βρώμικη δουλειά, να καταστείλειδηλαδή τη διεκδικητική κοινωνική δράση». Και ακολούθως στο ίδιο μοτίβο: «Η περίπτωση του Μ. Χ. ( Μιχάλη Χρυσοχοΐδη ) χρήζει ιδιαίτερης κοινωνιολογικής εξέτασης (επιφυλασσόμαστε και για άλλες), αφού αντικατοπτρίζει την εικόνα τού χωρίς κοινωνική μνήμη και ηθικό έρμα μεταμοντέρνου-μεταπολιτικού διαχειριστή της παγκοσμιοποιημένης κυριαρχίας στο ελληνικό προτεκτοράτο, που θα συναντάται όλο και περισσότερο στο μέλλον».

Η «Λαϊκή Θέληση» έκανε λόγο, στη συνέχεια του κειμένου, για έναν «νεαρό χαμηλών τόνων και μάλλον άχρωμο κυβερνητικό πολιτικό της δεκαετίας του 1990, με υπέρμετρη καταπιεσμένη φιλοδοξία, που όμως κερδίζει σύντομα την εμπιστοσύνη του Αγγλοαμερικανικού παράγοντα για να προωθήσει την “αντιτρομοκρατική΄΄ πολιτική, εν όψει του γεγονότος-σταθμού των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004». Και οι προσωπικές επιθέσεις ολοκληρώνονταν αναφέροντας ότι «ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του (είναι) η ελαστική συνείδηση σε καθετί αποπνέει ιστορική μνήμη και κοινωνικούς αγώνες και η εύκαμπτη στάση απέναντι στα υπερεθνικά αφεντικά του. Επί υπουργίας του διαμορφώνεται ένα τοπίο τρόμου όπου αλωνίζουν οι κάθε λογής ξένες υπηρεσίες με πρόσχημα την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων, ψηφίζονται νέοι “αντιτρομοκρατικοί΄΄ νόμοι, τοποθετούνται χιλιάδες νέες κάμερες, γιγαντώνεται η αστυνομική καταστολή και, βέβαια, κλείνεται η συμφωνία για το περιβόητο C4Ι. Και έχει εξελιχθεί σε ένα κακέκτυπο επιθεωρητή Κάλαχαν που ως ταύρος εν υαλοπωλείο κάνει επίθεση στην ίδια την κοινωνία. Με ναπολεόντειο ύφος απειλεί και καθυβρίζει κοινωνικούς αγώνες, πολιτικά δικαιώματα, χώρους αντίστασης, αγωνιστές και οτιδήποτε στοιχειώνει τους εφιάλτες του οικονομικοπολιτικού κατεστημένου. Μετατρέπει το κέντρο της Αθήνας και συνοικίες όπως τα Εξάρχεια σε στρατοκρατούμενες περιοχές από ορδές ένστολων τραμπούκων που κακοποιούν, προσβάλλουν και εξεγείρουν κάθε ελεύθερα σκεπτόμενο άνθρωπο, ενώ γενικεύεται το φασιστικό μέτρο προληπτικών συλλήψεων» .