«Oικονομική κυβέρνηση». Η έκφραση αυτή έχει γίνει του συρμού τις τελευταίες εβδομάδες στους κόλπους της ευρωζώνης. Η ελληνική κρίση έχει φέρει στην επιφάνεια πλήθος αδυναμιών του μηχανισμού ο οποίος έχει τεθεί σε λειτουργία μαζί με την υιοθέτηση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Δύο από αυτές θα πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα. Η πρώτη αφορά τον έλεγχο των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Επί σειρά ετών η Ελλάδα παρουσίαζε μια ψευδή εικόνα της οικονομικής κατάστασης και οι Ευρωπαίοι δεν αντιλήφθηκαν ή δεν ήθελαν να αντιληφθούν τίποτε. Η δεύτερη αδυναμία είναι ακόμη πιο σοβαρή: δεν έχει προβλεφθεί ως σήμερα κανένας μηχανισμός για τα ενδεχόμενα κρίσης ή χρεοκοπίας μιας χώρας, ούτε για τη στήριξή της, ούτε για την επιβολή κυρώσεων (εκτός από κάποια πρόστιμα τα οποία ποτέ δεν επιβάλλονται) και ακόμη ούτε για την αξιολόγηση της κατάστασής της.

Η ύπαρξη αυτών των δύο ελλείψεων δεν είναι αναιτιολόγητη. Η δημιουργία του ευρώ υπήρξε το αποτέλεσμα της πολιτικής βούλησης των αρχηγών των κρατών και των κυβερνήσεων πολλών χωρών, αλλά κυρίως προέκυψε από την αποδοχή εκ μέρους της Γερμανίας – της ισχυρότερης ευρωπαϊκής οικονομίας- να εγκαταλείψει το μάρκο, δηλαδή το σύμβολο της ισχύος που ανέκτησε στα τέλη του 20ού αιώνα. Οι Γερμανοί συναίνεσαν σε αυτή τη θυσία υπό την προϋπόθεση ότι οι υπόλοιπες χώρες θα τηρούσαν τους κανόνες του παιχνιδιού- με βασικότερο όλων τη δημοσιονομική σταθερότητα- που θέσπισε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Για αυτόν τον λόγο τα ψεύδη των ελλήνων κυβερνώντων προκαλούν το λιγότερο ενόχληση, αν όχι ακόμη χειρότερα αισθήματα, στη Γερμανία. Οσα λέγονται το τελευταίο διάστημα δεν διαφέρουν πολύ από όσα έλεγε η Μάργκαρετ Θάτσερ. Οπως ακριβώς η «σιδηρά κυρία» στην εποχή της έτσι και σήμερα οι Γερμανοί υπολογίζουν αυτά που έχουν δώσει μέσω των ευρωπαϊκών προγραμμάτων στους εταίρους τους και δεν απέχουν πολύ από το να ζητήσουν την επιστροφή των χρημάτων τους. Ούτε που θέλουν να ακούσουν για αλληλεγγύη, ξεχνώντας ότι και οι ίδιοι αποκόμισαν οφέλη από την άνοδο της αγοραστικής δύναμης των κρατών του ευρωπαϊκού Νότου.

Η οπτική των Γερμανών μπορεί λοιπόν να είναι αιτιολογημένη, όμως οδηγεί πλέον σε αδιέξοδο. Μετά την Ελλάδα θα ακολουθήσουν αργά ή γρήγορα τα προβλήματα και άλλων κρατών της ζώνης του ευρώ. Και αυτό θα πρέπει να αρχίσουμε από τώρα να το σκεφτόμαστε διότι πρόκειται για το συμφέρον όλων των Ευρωπαίων. Αυτό μαρτυρούν οι μυστικές συνομιλίες μεταξύ Αθήνας, Βερολίνου και Παρισιού: η αλληλεγγύη στους κόλπους της ευρωζώνης είναι επιβεβλημένη. Ολοι θα βγουν κερδισμένοι από αυτή, συμπεριλαμβανομένων των Γερμανών οι τράπεζες των οποίων ανταποκρίθηκαν μαζικά στην έκδοση των ελληνικών ομολόγων. Είναι καιρός να ανακαλύψουν οι Ευρωπαίοι τα περιθώρια ελιγμών που τους παρέχει η Συνθήκη της Λισαβόνας η οποία έχει μόλις αρχίσει να εφαρμόζεται. Ακόμη και αν δεν το λέει η καρδιά τους, το επιβάλλει η λογική.