Πολλοί θεωρούν τη διάκριση Αριστερά- Δεξιά ξεπερασμένη. Ισχυρίζονται ότι στη σημερινή συγκυρία η χρήση της, και στο επίπεδο της θεωρίας και σε αυτό της πολιτικής πρακτικής, αποτελεί εμπόδιο στη διερεύνηση του πολιτικού γίγνεσθαι. Κατ΄ άλλους η διάκριση εξακολουθεί να είναι ένα χρήσιμο εργαλείο στην ανάλυση των πολιτικών φαινομένων. Συμφωνώ με τη δεύτερη άποψη, με την προϋπόθεση πως όταν χρησιμοποιούμε τον διαχωρισμό λαμβάνουμε υπόψη ότι το τι είναι Αριστερά και τι Δεξιά αλλάζει ανάλογα με τη χρονική περίοδο, καθώς και με τον θεσμικό χώρο (οικονομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό) μέσα στον οποίο η διάκριση αυτή χρησιμοποιείται.

Κοινωνικο-οικονομική και πολιτισμική Δεξιά
Περνώντας τώρα στη συζήτηση στις «Νέες Εποχές» του «Βήματος της Κυριακής» («Δεξιά ή Κεντροδεξιά;», 29.11.2009), νομίζω πως όταν αναφερόμαστε στη Δεξιά σήμερα πρέπει κυρίως (αλλά όχι μόνο) να διακρίνουμε μεταξύ της νεοφιλελεύθερης κοινωνικο-οικονομικής Δεξιάς και της παραδοσιακά προσανατολισμένης, λαϊκής, πολιτισμικής Δεξιάς. Η διάκριση είναι απολύτως απαραίτητη γιατί οι δύο αυτές διαστάσεις της Δεξιάς δεν κινούνται πάντα προς την ίδια κατεύθυνση. Ετσι, μπορεί κάποιος να είναι δεξιός στον πολιτισμικό χώρο και μη δεξιός ή ήπια δεξιός (δηλ. κεντροδεξιός) στον κοινωνικο-οικονομικό χώρο. Για παράδειγμα, ο λεγόμενος εθνικοσοσιαλισμός στον Μεσοπόλεμο βασιζόταν σε έναν παραδοσιακό σοβινιστικό εθνικισμό από τη μια μεριά και έναν φιλολαϊκό κρατισμό από την άλλη. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς για τα ευρωπαϊκά ακροδεξιά κόμματα σήμερα.

Πιο συγκεκριμένα, στον κοινωνικο-οικονομικό χώρο η Δεξιά, ακολουθώντας τις θεωρίες της λεγόμενης Σχολής του Σικάγου, πιστεύει ότι οι μηχανισμοί της αγοράς, όταν το κράτος δεν παρεμβαίνει, λύνουν όχι μόνο το οικονομικό αλλά και το κοινωνικό πρόβλημα μιας χώρας. Δεν δημιουργούν μόνο περισσότερο πλούτο αλλά και τον διανέμουν- αν όχι βραχυπρόθεσμα, σίγουρα μακροπρόθεσμα- κατά κοινωνικά δίκαιο τρόπο. Και αυτό γιατί ο παραγόμενος πλούτος αργά ή γρήγορα διαχέεται από την κορυφή στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας (το περίφημο trickle down effect). Με βάση αυτή την αρχή, μια δεξιά κοινωνικο-οικονομική πολιτική δίνει έμφαση στην αποδυνάμωση του κρατισμού και στην επέκταση της λογικής της αγοράς όχι μόνο στον χώρο της οικονομίας (π.χ. ιδιωτικοποιήσεις), αλλά και στον χώρο της παιδείας (π.χ. άμεση διασύνδεση μεταξύ πανεπιστημίου και επιχειρήσεων), στον κοινωνικό χώρο (π.χ. αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους) κτλ.

Οσο για την πολιτισμική διάσταση της Δεξιάς, αυτή δίνει βάρος στις παραδοσιακές αξίες που συχνά ο οικονομικός εκσυγχρονισμός διαβρώνει. Το τρίπτυχο οικογένειαθρησκεία- πατρίδα γίνεται σημαία της. Στην πιο ακραία μορφή της η έμφαση της πολιτισμικής Δεξιάς στην πατρίδα οδηγεί στον αμυντικό εθνικισμό, στον εθνοκεντρισμό, στην ξενοφοβία και στον υπεροπτικό ρατσισμό. Η έμφαση στη θρησκεία οδηγεί στον φανατισμό και στην καταπάτηση των δικαιωμάτων θρησκευτικών μειονοτήτων, ενώ η έμφαση στην οικογένεια συχνά συνδέεται με έναν πατριαρχικό αυταρχισμό.

Η αντίθεση των δύο λογικών
Αυτό που είναι σημαντικό να τονίσει κανείς είναι ότι η λογική της κοινωνικο-οικονομικής Δεξιάς, κυρίως σε ένα πρακτικό επίπεδο, τείνει να είναι αντίθετη με τη λογική της πολιτισμικής Δεξιάς. Η έμφαση στον σκληρό ανταγωνισμό και στη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας οδηγεί στην αποδόμηση του κοινωνικού ιστού, στην αποδυνάμωση των οικογενειακών θεσμών και στην ένταση της εγκληματικότητας/παραβατικότητας. Οδηγεί επίσης στην κυνική, μηδενιστική νοοτροπία όλων αυτών που η αγορά θέτει στο περιθώριο- ενώ από την άλλη άκρη ενθαρρύνει την υλιστική, άκρως καταναλωτική, εγωκεντρική νοοτροπία μιας κοσμοπολίτικης, νεοπλουτίστικης ελίτ που κάθε άλλο παρά κόπτεται για την ενδυνάμωση των οικογενειακών, θρησκευτικών και πατριωτικών αξιών. Χαρακτηριστικό είναι εδώ το παράδειγμα της θατσερικής διακυβέρνησης στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στον κοινωνικο-οικονομικό χώρο η κυρία Θάτσερ ακολούθησε μια καθαρά νεοφιλελεύθερη, δεξιά πολιτική: απελευθέρωση των αγορών, ιδιωτικοποιήσεις, καταπολέμηση των συνδικάτων, μονεταρισμός, δημοσιονομική πειθαρχία. Συγχρόνως, όμως, η βρετανίδα πρωθυπουργός ήταν βαθιά συντηρητική στον εξωοικονομικό, πολιτισμικό χώρο. Βέβαια όλοι θυμούνται τη ρήση της ότι δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα. Εννοούσε όμως άτομα στον χώρο της οικονομίας όπου τα συλλογικά υποκείμενα, τα συνδικάτα, εμπόδιζαν την εφαρμογή της πολιτικής της. Στον εξωοικονομικό χώρο πίστευε βαθιά στον κεντρικό ρόλο της οικογένειας, της Εκκλησίας και του επιθετικού πατριωτισμού. Ας μην ξεχνάμε τον ημιαποικιακό πόλεμο εναντίον της Αργεντινής και τον ευρωσκεπτικισμό της. Αν στο επίπεδο της ρητορείας η αντίθεση μεταξύ της νεοφιλελεύθερης οικονομικής και της «νεοπαραδοσιακής» πολιτισμικής λογικής δεν ήταν τόσο εμφανής, στο πρακτικό επίπεδο της καθημερινότητας η αντίθεση ήταν ολοφάνερη. Το όλο και πιο περιθωριοποιημένο κομμάτι του πληθυσμού βίωσε την πλήρη αλλοτρίωση, ενώ η έμφαση στον γρήγορο πλουτισμό, στον επιχειρηματία-ήρωα και στον άκρατο καταναλωτισμό οδήγησε στη δημιουργία των γιάπις και των golden boys- η εγωκεντρική, αρπακτική, υλιστική κουλτούρα των οποίων κάθε άλλο παρά συμβατή είναι με παραδοσιακές αξίες.

Η ελληνική Δεξιά και Κεντροδεξιά
Τέλος, δύο λόγια για την ελληνική Δεξιά/Κεντροδεξιά. Η νίκη του Αντώνη Σαμαρά στις 29 Νοεμβρίου σαφώς δείχνει μια κίνηση από την Κεντροδεξιά στη Δεξιά. Και αυτό γιατί η Ντόρα Μπακογιάννη, η ηττημένη στις πρόσφατες εσωκομματικές εκλογές, σαφώς τοποθετείται σε έναν «ήπιο» δεξιό (δηλ. κεντροδεξιό) χώρο. Απορρίπτει τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό, ενώ συγχρόνως είναι υπέρ του ανοίγματος της χώρας στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο χώρο. Ο νέος αρχηγός της ΝΔ, από την άλλη μεριά, με τον ανένδοτο αγώνα του εναντίον της διπλής ονομασίας και με τον λαϊκιστικό εθνικισμό του έχει έναν σαφή δεξιό παρά κεντροδεξιό προσανατολισμό σε ό,τι αφορά την πολιτισμική διάσταση. Ενώ στον κοινωνικο-οικονομικό χώρο ο προσανατολισμός του είναι κεντροδεξιός – αφού ασπάζεται τον λεγόμενο κοινωνικό φιλελευθερισμό.

Αυτό σημαίνει ότι οι ιδεολογικές διαφορές με το ΠαΣοΚ, στις οποίες ο κ. Σαμαράς αναφέρεται χωρίς να τις προσδιορίζει, εστιάζονται λιγότερο στην οικονομία και περισσότερο στον χώρο της εξωτερικής και της μεταναστευτικής πολιτικής, καθώς και στις σχέσεις Εκκλησίας- Κράτους. Είναι κρίμα που στις πρόσφατες εκλογές για την ανάδειξη αρχηγού της ΝΔ η κύρια αντιπαράθεση είχε να κάνει περισσότερο με γενικόλογες αναφορές στους «μηχανισμούς» και στη σχέση του κόμματος με τον λαό και λιγότερο με τις διαφορές των δύο αντιπάλων σε συγκεκριμένα θέματα στον κοινωνικοοικονομικό και πολιτισμικό χώρο. Συμπερασματικά:

* Η έννοια της Δεξιάς (όπως και της Αριστεράς) είναι χρήσιμη όταν ο μελετητής λαμβάνει σοβαρά υπόψη του τις διάφορες διαστάσεις του όρου, διαστάσεις που δεν αλλάζουν πάντα προς την ίδια κατεύθυνση.

* Οι δύο πιο σημαντικές διαστάσεις είναι η κοινωνικο-οικονομική και η πολιτισμική διάσταση που αναφέρεται στις παραδοσιακές αξίες της οικογένειας- θρησκείας- πατρίδας.

* Σε ένα ρητορικό επίπεδο η κοινωνικο-οικονομική λογική συνάδει με την πολιτισμική. Στο επίπεδο της καθημερινότητας όμως η νεοφιλελεύθερη, δεξιά κοινωνικο-οικονομική στρατηγική οδηγεί σε αποτελέσματα που υποσκάπτουν τον δεξιό στόχο της ενδυνάμωσης των οικογενειακών, θρησκευτικών και πατριωτικών αξιών.

* Στη σημερινή ελληνική συντηρητική παράταξη η συζήτηση για τού τι είδους πολιτικές ο νέος αρχηγός της ΝΔ θα ακολουθήσει δεν έχει ακόμη αρχίσει.

Ο κ. Ν. Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Εconomics.