«Η Ελλάδα δεν μπορεί να επιβιώσει αν δεν είναι σε όλα ανταγωνιστική» αναφέρει ο πρώην υπουργός Υγείας, υποψήφιος βουλευτής Δωδεκανήσου με το ΠαΣοΚ καθηγητής κ. Δ. Κρεμαστινός , ο οποίος επισημαίνει ότι ο ανταγωνισμός αποτελεί νόμο της επιβίωσης. Οσον αφορά τον επιστημονικό ανταγωνισμό στη χώρα μας, θα έπρεπε, σημειώνει, να βρίσκεται στην πρωτοπορία. Ο πρώην υπουργός, σε συνέντευξή του στο «Βήμα», προτείνει τη δημιουργία ενιαίου χώρου για την ανωτάτη παιδεία, την έρευνα, την τεχνολογία και ενδεχομένως για τον πολιτισμό, και αναφέρει ότι σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες οι χώροι της ανωτάτης παιδείας, της έρευνας και της τεχνολογίας αποτελούν ενιαίο σύνολο.

Ποιος ήταν ο λόγος που επανήλθατε στην πολιτική;

«Στην πρόσκληση του προέδρου του ΠαΣοΚ να αποκτήσει η χώρα αυτοδύναμη κυβέρνηση που να ασχοληθεί με τα σοβαρότατα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει, δηλαδή τα θέματα της οικονομίας, της Παιδείας και της Υγείας, θεώρησα χρέος μου να απαντήσω στην πρόσκληση θετικά και να συμβάλω όσο μπορώ».

Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το διακύβευμα των εκλογών της 4ης Οκτωβρίου;

«Οι εκλογές της 4ης Οκτωβρίου αποκτούν ιδιαίτερη σημασία γιατί και τα δύο μεγαλύτερα κόμματα που διεκδικούν την εξουσία προβαίνουν στις ίδιες διαπιστώσεις αλλά προτείνουν διαφορετικές λύσεις. Η πρόταση του προέδρου του ΠαΣοΚ, του κ. Παπανδρέου, κατά τη γνώμη μου έχει ιδιαίτερη βαρύτητα γιατί προτάσσει τον παράγοντα άνθρωπο και τις αδυναμίες του. Πρώτα εξασφαλίζει το εισόδημα των οικονομικά αδυνάτων (όχι το πάγωμα των μισθών και των συντάξεων) και μετά αντιμετωπίζει το συνολικό οικονομικό πρόβλημα. Τα βάρη της οικονομίας σύμφωνα με την ίδια πρόταση θα μετατοπιστούν στους οικονομικά ισχυρούς, δηλαδή στους έχοντες και κατέχοντες».

– Πρέπει η Ελλάδα να είναι «ανταγωνιστική» και επιστημονικά;

«Η Ελλάδα δεν μπορεί να επιβιώσει αν δεν είναι σε όλα ανταγωνιστική. Στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία όπου ζούμε σήμερα ο ανταγωνισμός αποτελεί νόμο επιβίωσης και φυσικά ο επιστημονικός ανταγωνισμός βρίσκεται στην πρωτοπορία».

Στον χώρο της έρευνας είμαστε πίσω; Πώς πρέπει να συνδυαστούν σπουδές, άσκηση επαγγέλματος και έρευνα;

«Εγώ θα έλεγα ότι στον χώρο της Παιδείας στο σύνολο είμαστε πίσω, και κυρίως στη βασική έρευνα. Ο εκσυγχρονισμός της Παιδείας χρειάζεται ουσιαστικές τομές, οι οποίες δεν είναι κατ΄ ανάγκη επώδυνες. Σήμερα σε πολλά κράτη του κόσμου ο χώρος της ανωτάτης παιδείας, ο χώρος της έρευνας και ο χώρος της τεχνολογίας αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στη Γαλλία μάλιστα συγκροτεί ένα ολόκληρο ξεχωριστό υπουργείο, και αυτό γιατί η ανωτάτη παιδεία πρέπει να αποτελέσει το επίκεντρο της έρευνας και της τεχνολογίας. Από τον χώρο της ανωτάτης παιδείας θα αναδειχθούν τα νέα στελέχη που θα στελεχώσουν τη βασική και τη μέση παιδεία. Η ποιοτική άνοδος της βασικής και της μέσης παιδείας δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς κατακόρυφη άνοδο της ανωτάτης. Σήμερα τα δύο μεγαλύτερα πανεπιστήμιά μας μετά βίας βρίσκονται μεταξύ των πεντακοσίων του κόσμου, ενώ η χώρα μας υπήρξε από τις δέκα βασικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Θα έπρεπε ένα τουλάχιστον από τα πανεπιστήμιά μας να συμπεριλαμβάνεται στα πρώτα είκοσι πανεπιστήμια στον κόσμο. Για να επιτευχθεί όμως αυτό, πρέπει να προχωρήσουμε προς έναν πραγματικό εκσυγχρονισμό, όπου τα ανώτατα ιδρύματά μας θα λειτουργούν με τους ίδιους όρους και οργανισμούς που λειτουργούν τα αντίστοιχα ιδρύματα της Ευρώπης και της Αμερικής, τα οποία είναι εκείνα που βρίσκονται στην παγκόσμια πρωτοπορία. Με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν σήμερα τα ανώτατα ιδρύματά μας, δεν εξασφαλίζεται πρόοδος και ανταγωνιστικότητα. Η διαρκής συναλλαγή των ανωτέρων με τους κατωτέρους πουθενά αλλού στον κόσμο δεν παρατηρείται και δεν μπορεί ποτέ να οδηγήσει σε υψηλού επιπέδου ανώτατα ιδρύματα».

– Η ποιότητα- ή, αν θέλετε, το επίπεδο-των ελλήνων γιατρών είναι καλή; Εχει γίνει παραδεκτή διεθνώς;

«Οσον αφορά τους γιατρούς, η σωστή απάντηση είναι ότι υπάρχουν γιατροί διαφορετικών επιστημονι κών ταχυτήτων. Οι γιατροί οι οποίοι έχουν αποφοιτήσει από ιατρικές σχολές υψηλού επιπέδου κατά κανόνα είναι γιατροί με διεθνή ακτινοβολία. Το αντίστοιχο δυστυχώς δεν συμβαίνει με γιατρούς που έχουν αποφοιτήσει από σχολές αμφισβητούμενης ποιότητας. Στην Ελλάδα υπάρχουν γιατροί απόφοιτοι σχεδόν όλων των πανεπιστημίων του κόσμου. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μετεκπαίδευση των γιατρών. Αλλοι γιατροί ειδικεύονται σε επαρχιακά νοσοκομεία, άλλοι σε νοσοκομεία του κέντρου και άλλοι σε νοσοκομεία του εξωτερικού. Οι εξετάσεις αποκτήσεως της ειδικότητας γίνονται από διάφορες επιτροπές που διορίζει το υπουργείο Υγείας με βάση, δυστυχώς, την κομματική ταυτότητα και τις διάφορες γνωριμίες. Στην Ευρώπη οι εξετάσεις αυτές είναι ενιαίες και σοβαρές για όλη τη χώρα και διασφαλίζουν ενιαίο υψηλό επιστημονικό επίπεδο γιατρών. Η πανσπερμία της ειδίκευσης και μετεκπαίδευσης στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό είναι μία από τις αιτίες που γεννούν τους γιατρούς των διαφορετικών επιστημονικών ταχυτήτων στη χώρα μας. Μέσα από αυτό το ανομοιογενές σύνολο όμως ξεπηδούν οι γιατροί εκείνοι που διαπρέπουν στη χώρα μας και στο εξωτερικό».

– Ποια μέτρα θα προτείνατε για την αναβάθμιση της εκπαίδευσηςστα νοσοκομεία (πανεπιστημιακά ή μη) και της έρευνας και σεορισμένους εξειδικευμένους τομείς;

«Τα μέτρα είναι γνωστά. Είναι απλά, αλλά χρειάζεται αποφασιστικότητα. Το να γνωρίζουμε πώς λειτουργούν τα πανεπιστήμια της Ευρώπης και τα νοσοκομεία της Ευρώπης όσον αφορά την εκπαίδευση και την έρευνα και εν τούτοις να επιμένουμε να τα προσαρμόζουμε στη λεγόμενη “ελληνική πραγματικότητα” οδηγεί σε συνεχή οπισθοδρόμηση. Για να γίνει μάλιστα αυτό που λέω κατανοητό, το αντίστοιχο παράδειγμα στον αθλητισμό θα ήταν να ελαττώσουμε το μήκος των γηπέδων μπάσκετ ή το ύψος των καλαθιών, γιατί οι Ελληνες δεν έχουν το ύψος των αμερικανών παικτών του μπάσκετ. Ο οποιοσδήποτε ανταγωνισμός, και ιδιαίτερα ο επιστημονικός, χρειάζεται συνεχή, σταθερή και σοβαρή προσπάθεια. Κατά συνέπεια, η ανάγκη δημιουργίας ενιαίου χώρου για την ανωτάτη παιδεία, την έρευνα, την τεχνολογία και ενδεχομένως τον πολιτισμό είναι επιτακτική».

– Με την ιδιότητά σας του καθηγητή Πανεπιστημίου πώς βλέπετε τη σημερινή λειτουργία των πανεπιστημίων μας;

«Ο υπάρχων νόμος στερεί πρακτικά τη δυνατότητα να διοικήσουν τα πανεπιστήμια εκείνοι οι οποίοι δεν μπορούν να “πολιτευθούν” με την κακή έννοια του όρου πολιτεύεσθαι. Ετσι τις διοικητικές θέσεις (π.χ. αντιπρόεδροι, πρόεδροι, αντιπρυτάνεις, πρυτάνεις) καταλαμβάνουν κατά κανόνα άνθρωποι που συναλλάσσονται με τις κατώτερες βαθμίδες και τους φοιτητές προκειμένου να εκλεγούν. Η διαρκής συναλλαγή έχει αποτέλεσμα να χωλαίνει αφάνταστα η λειτουργία των πανεπιστημίων μας και να υποβαθμίζεται το επίπεδο σπουδών. Δημιουργείται έτσι μια κατηγορία καθηγητών οι οποίοι για πολλά έτη εγκαταλείπουν τη διδασκαλία και την έρευνα, που είναι η ουσιαστική αποστολή του καθηγητή, καταλαμβάνοντας τις διοικητικές αυτές θέσεις. Βέβαια, κάθε κανόνας έχει την εξαίρεσή του, αλλά οι εξαιρέσεις είναι ελάχιστες. Ενας απλός τρόπος για να διορθωθεί αυτό νομοθετικά θα ήταν να προβλέπεται ανώτατο χρονικό όριο διοικητικών καθηκόντων των καθηγητών. Το θέμα αυτό όμως είναι σύνθετο. Χρειάζεται ολική ανατροπή του συστήματος και στον τομέα αυτόν, με στόχο τα διοικητικά δικαιώματα των καθηγητών των ανωτάτων σχολών να είναι ανάλογα των διοικητικών δικαιωμάτων των καθηγητών των καλύτερων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων».