Παραμονές εκλογών, ο άλλοτε πανίσχυρος υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών και υποψήφιος με τη Νέα Δημοκρατία στην Α΄ Αθηνών κ. Γ. Αλογοσκούφης μιλάει στο «Βήμα» για όσα έγιναν και για όσα θα γίνουν. Επιμένει στη γραμμή της οικονομικής πολιτικής που είχε χαράξει, υπερασπίζεται τους χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές και τις αλλαγές στη φορολογία των ακινήτων. Σημειώνει, δε, ότι σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας θα βρεθεί τρόπος διακυβέρνησης της χώρας και δηλώνει με έμφαση ότι σε περίπτωση ήττας δεν θα αμφισβητηθεί ο κ. Καραμανλής· και σε κάθε περίπτωση πάντως ο ίδιος θα τον στηρίξει με όλες του τις δυνάμεις.

– Εχετε καθαρή εικόνα για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Πώς φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση;

«Η ελληνική οικονομία ξεκίνησε μια πορεία, από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90, με την προσπάθεια προσαρμογής στα ευρωπαϊκά δεδομένα, τόσο στα δημόσια οικονομικά όσο και στα θέματα της ανταγωνιστικότητας. Η πορεία αυτή κορυφώθηκε με την είσοδο της Ελλάδας στην ΟΝΕ. Αυτή η προσπάθεια σύγκλισης κράτησε μία δεκαετία και οδήγησε στην επόμενη δεκαετία ταχείας ανάπτυξης. Αυτή η δεύτερη δεκαετία της ανάπτυξης στηρίχθηκε στην προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων και στον εύκολο δανεισμό των νοικοκυριών- και αυτό γιατί έπεσαν τα επιτόκια και άρχισαν τα νοικοκυριά να δανείζονται με ευνοϊκούς όρους».

– Βασικά ξεκινάει το ΄96.Μετά το ΄93 μπήκε σε ένα ρυθμό η σύγκλιση και μετά το ΄98 πήρε μορφή συγκεκριμένη…

«Νομίζω ότι η πολύ γρήγορη ανάπτυξη άρχισε μετά το ΄98, αφού έγινε η υποτίμηση της δραχμής».

– Σωστά,με την ένταξη της δραχμής στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών της Ευρώπης… «Η δεύτερη φάση ξεκίνησε μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τότε επικρατούσε μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με το τι θα γίνει και αν θα σταματήσει η ανάπτυξη, επειδή τα έργα τελείωναν. Αυτή η δεύτερη λοιπόν φάση στηρίχθηκε στις μειώσεις των φορολογικών συντελεστών για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, οι οποίες διαμόρφωσαν θετική προσδοκία, η οποία ευνόησε κυρίως τις ιδιωτικές επενδύσεις και λιγότερο τις δημόσιες».

– Τα δημόσια οικονομικά όμως παρέμεναν προβληματικά…

«Είναι αλήθεια ότι το δημοσιονομικό πρόβλημα υπέβοσκε. Αντιμετωπίστηκε σε κάποιο βαθμό, αλλά η προσαρμογή στα χρόνια της ΟΝΕ έγινε κυρίως λόγω της μείωσης των επιτοκίων. Μειώθηκαν πάρα πολύ οι δαπάνες για τόκους. Για αυτό υποχώρησαν τα ελλείμματα. Μετά την ένταξη στην ΟΝΕ, με τα διάφορα κοινωνικά πακέτα και λόγω της πολιτικής αδυναμίας στη δεύτερη τετραετία Σημίτη, τα ελλείμματα αυξήθηκαν πάλι. Προσπαθήσαμε το 2006 και το 2007, αλλά η δυναμική που είναι ενσωματωμένη στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο δημόσιος τομέας και το πολιτικό σύστημα μάς εμπόδισαν. Δηλαδή, τις δαπάνες μπορείς να τις περιορίσεις για δυο τρία χρόνια, αλλά μετά αρχίζουν ανυπόφορες πιέσεις».

– Το ίδιο νομίζω ισχύει και για την προσπάθεια καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.Δεν έχει διάρκεια.

«Θα έλεγα το εξής για τη φοροδιαφυγή: μέτρα ελήφθησαν, αλλά όταν λαμβάνονται ουσιαστικά μέτρα για τη φοροδιαφυγή χτυπάνε στην καρδιά της ελληνικής κοινωνίας και προκαλούνται σοβαρές αντιδράσεις. Και αυτό γιατί είναι πάρα πολύ διαδεδομένη σε κάποιες κατηγορίες ελεύθερων επαγγελματιών και σε μικρές επιχειρήσεις».

– Και αυτό αποτέλεσμα της υστέρησης του πολιτικού συστήματος είναι…

«Ναι, είναι. Αλλά είναι λογικό τα πολιτικά κόμματα να μετρούν το πολιτικό κόστος. Αυτοί που λένε ότι δεν πρέπει να ενδιαφέρεται κανείς για το πολιτικό κόστος δεν μπορούν να εφαρμόσουν καμία πολιτική, γιατί οτιδήποτε ξεκινήσουν θα διακοπεί αμέσως. Πρέπει πάντα να λαμβάνεις υπόψη σου τα πολιτικά δεδομένα στον σχεδιασμό της πολιτικής».

– Τα έλαβε υπόψη του ο κ. Καραμανλής τώρα;

«Νομίζω ότι και τώρα τα λαμβάνει υπόψη του. Για παράδειγμα, δεν λέει ότι “Εγώ θα αυξήσω τη φορολογία σε όλους”. Λέει ότι “Θα πάρω κάποιες σκληρές αποφάσεις για τον ευρύτερο δημόσιο τομέα”. Αυτό στην ουσία λέει…».

– Κανείςπάντωςδεν πιστεύει ότι οι εκλογές έγιναν για τα οδοιπορικά των δημοσίων υπαλλήλων και τις υπερωρίες τους.

«Οχι. Σας το είπα και νωρίτερα. Οι εκλογές γίνονται γιατί πρέπει να αντιμετωπιστεί η κρίση από μια κυβέρνηση που θα έχει μπροστά της ωφέλιμο πολιτικό χρόνο. Αυτό χρειάζεται. Και νομίζω ότι έγινε σαφές από τον Καραμανλή το ότι “Χρειάζομαι μια νέα εντολή, γιατί χρειάζομαι ωφέλιμο πολιτικό χρόνο”. Χωρίς ωφέλιμο πολιτικό χρόνο δεν μπορείς να κάνεις πολιτική».

Η κοινωνία όμως δεν επείσθη… «Κυρίως οι ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν τους λόγους στην αρχή. Επειδή υπήρξε πολυφωνία. Νομίζω ότι τώρα, όταν το εξηγεί κάποιος, καταλαβαίνουν. Εγώ εξηγώ στις συγκεντρώσεις που κάνω γιατί πιστεύω ότι σωστά προκηρύχθηκαν εκλογές. Οταν εξηγείς ότι δεν μπορείς για έξι μήνες να αφήσεις τη χώρα έρμαιο προεκλογικών πιέσεων και προεκλογικών σχεδιασμών, ο κόσμος το καταλαβαίνει».

Και η επιλογή των εκλογών πάντως δεν αναιρεί απαραιτήτως το σενάριο της ακυβερνησίας…

«Δεν νομίζω. Το πολιτικό σύστημα έχει τρόπους να βρει λύσεις. Βρέθηκαν λύσεις ακόμη και το ΄89- ΄90 όταν, πάλι παρά τη μεγάλη πλειοψηφία που είχε, η Νέα Δημοκρατία δεν μπορούσε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Μπορεί να έχουμε αυτοδυναμία, μπορεί να μην έχουμε αυτοδυναμία. Στην περίπτωση μη αυτοδυναμίας θα δούμε τότε πώς θα κυβερνηθεί η χώρα. Εκεί θα φανεί και η ευθύνη όλων των πολιτικών κομμάτων και των πολιτικών ηγετών. Γιατί η χώρα πρέπει να κυβερνηθεί, δεν υπάρχει αμφιβολία, δεν μπορεί να μείνει ακυβέρνητη».

– Πώς, είναι το ερώτημα… «Δεν θα μείνει ακυβέρνητη. Το ερώτημα είναι σε ποια βάση θα κυβερνηθεί. Θα υπάρξει συνέχεια; Γιατί ένα από τα πράγματα που είχαμε την τελευταία 20ετία από το ΄90 και μετά είναι ότι, παρά τις εναλλαγές κομμάτων στην εξουσία, υπήρξε μια συνέχεια στην πολιτική. Με τις αδυναμίες της, αλλά υπήρξε πολιτική συνέχεια. Αυτή η κατεύθυνση θα αλλάξει τώρα;».

– Απλώς, μπορεί να πει κάποιος ότι η κρίση άλλαξε τις συνθήκες, τις δυσκόλεψε αρκετά…

«Η κρίση μετέβαλε πράγματι τις συνθήκες, αλλά δεν είναι τόσο μεγάλες οι αλλαγές που χρειάζεται να κάνουμε. Η κρίση τι απέδειξε; Απέδειξε ότι δεν μπορείς να αφήσεις ανεξέλεγκτο το τραπεζικό σύστημα. Αυτό ήταν ένα μάθημα διεθνές. Στην Ελλάδα είδαμε ότι το τραπεζικό σύστημα άντεξε επειδή ελεγχόταν από την Τράπεζα της Ελλάδος και επειδή οι έλληνες τραπεζίτες είναι σχετικά συντηρητικοί. Η δική μας αδυναμία ήταν και είναι τα δημόσια οικονομικά. Εκεί μας χτύπησε η κρίση. Στον δανεισμό μας. Και αυτό γιατί βασιζόμαστε στις διεθνείς αγορές για να χρηματοδοτούμε το χρέος μας. Τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο πέρυσι, το πρόβλημα έγινε ξαφνικά οξύ. Αρχισαν διάφορες φήμες ότι η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να εξυπηρετήσει το χρέος της. Στην ουσία προετοιμαζόταν το κλίμα για μια κερδοσκοπική επίθεση σε βάρος της Ελλάδας».

– Το ενδεχόμενο αυτό έχει πλέον αποκλειστεί; Δεν μπορεί να συμβεί τώρα, στην επόμενη περίοδο μετά τις εκλογές;

«Πρέπει να το προσέξουμε. Δεν είναι πάντως οι συνθήκες τόσο δυσμενείς όσο ήταν τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο πέρυσι. Γιατί οι αγορές πλέον έχουν ανοίξει, υπάρχουν δάνεια, υπάρχει ρευστότητα στο σύστημα. Πέρυσι τον Οκτώβριο- Νοέμβριο δεν υπήρχε επαρκής ρευστότητα. Φάνηκε όμως ότι το δημοσιονομικό πρόβλημα είναι “αχίλλειος πτέρνα”. Δεν μπορούμε να παίρνουμε δεδομένο το ότι θα χρηματοδοτείται για πάντα άνετα το δημόσιο χρέος. Για αυτό χρειάζεται να το αντιμετωπίσουμε τώρα με μεγαλύτερη σοβαρότητα, κυρίως από την πλευρά των δαπανών».

– Αυτή όμως η ανάγκη προκύπτει σε μια στιγμή που έχουμε πρόβλημα και στην πραγματική οικονομία.

«Ναι, ήρθε το πρόβλημα στην πραγματική οικονομία. Αλλά δεν μπορούμε παρά να το αντιμετωπίσουμε. Το 2008, για παράδειγμα, δώσαμε μεγαλύτερη έμφαση στην πραγματική οικονομία, είπαμε ότι “ας αφήσουμε λίγο το δημοσιονομικό, για να πάει καλά η πραγματική οικονομία”. Αλλά ήρθε τον Σεπτέμβριο η κατάρρευση της Lehman Βrothers και τα πράγματα έγιναν πολύ πιο σοβαρά διεθνώς…».

– Η επόμενη ημέρα πώς θα είναι; «Μετά τις εκλογές νομίζω ότι θα ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. Ο ελληνικός λαός έχει όλα τα δεδομένα μπροστά του. Εχει δύο γραμμές: η μία είναι η γραμμή του Καραμανλή, η άλλη είναι η γραμμή του Παπανδρέου. Ο λαός θα επιλέξει μεταξύ των δύο». – Και στη Νέα Δημοκρατία; «Δεν θέλω να συζητήσω την περίπτωση ήττας, αλλά σε περίπτωση ήττας νομίζω ότι, αν ο Καραμανλής επιθυμεί να παραμείνει, θα παραμείνει και κανείς δεν θα τον αμφισβητήσει. Τουλάχιστον εγώ όχι μόνο δεν θα τον αμφισβητήσω, αλλά θα τον στηρίξω με όλες μου τις δυνάμεις».