Oθόρυβος και η ατέρμονη ενασχόληση με τα θέματα Χριστοφοράκου δείχνουν για μία ακόμη φορά τους μηχανισμούς μέσω των οποίων τα κόμματα και τα ΜΜΕ, σε ό,τι αφορά τα ανεπίσημα κομματικά ταμεία, αποπροσανατολίζουν τους πολίτες κρύβοντας συστηματικά την ουσία του προβλήματος. Ποια είναι αυτή η ουσία; Είναι πως τα κόμματα έχουν επίσημα και ανεπίσημα/κρυφά ταμεία- γιατί μόνο έτσι εξηγείται το ότι τα έξοδά τους είναι πολλαπλάσια των επίσημων εσόδων τους. Οσο τα κόμματα αρνούνται να μας εξηγήσουν πώς καλύπτουν την τεράστια διαφορά μεταξύ επίσημων εσόδων και προφανών εξόδων, είναι λογικό να υποθέσει κανείς πως το μαύρο χρήμα ρέει πλουσιοπάροχα και λαδώνει συστηματικά τα κομματικά γρανάζια. Το βασικό αυτό πρόβλημα, που βρίσκεται πίσω από όλα τα σκάνδαλα τύπου Siemens, δεν λύνεται βέβαια με την παραδειγματική τιμωρία ενός ή και πολλών Χριστοφοράκων. Και είναι ακριβώς για αυτόν τον λόγο που τα κόμματα προσπαθούν να κρύψουν τη ρίζα, την πηγή της κακοδαιμονίας.

Με ποιον ακριβώς τρόπο επιτυγχάνεται η συγκάλυψη; Με μια σειρά από μηχανισμούς που συστηματικά αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη, που την οδηγούν να βλέπει τα δέντρα και όχι το δάσος, την επιφάνεια και όχι το βάθος, τον τύπο και όχι την ουσία. Ιδού μερικοί από αυτούς τους μηχανισμούς.

Αλληλοκατηγορίες και κοκορομαχίες
Ενας βασικός τρόπος συσκότισης είναι οι ατέρμονες, απρόβλεπτες κοκορομαχίες των κομμάτων σε ό,τι αφορά τη διαφθορά και το μαύρο πολιτικό χρήμα. Οι μεν κατηγορούν τους δε και τανάπαλιν. Ο μεν αρχηγός της ΝΔ και οι υπουργοί του μας διαβεβαιώνουν καθημερινά πως το σκάνδαλο της Siemens είναι αποκλειστικά πασοκικό θέμα, ενώ η αντιπολίτευση υποστηρίζει πως δεν έχουν μπει χρήματα από τη Siemens στα ταμεία του κόμματος- χωρίς βέβαια να διευκρινίζει αν πρόκειται για τα επίσημα ή τα ανεπίσημα ταμεία. Βέβαια στην περίπτωση της Siemens το ΠαΣοΚ έχει αντιδράσει κατά έναν λιγότερο φοβικό τρόπο απ΄ ό,τι η ΝΔ. Αλλά το βασικό θέμα δεν είναι μόνο ή κυρίως να προσδιορίσει κανείς ποιος φταίει περισσότερο και ποιος λιγότερο για το συγκεκριμένο σκάνδαλο. Το βασικό θέμα είναι πώς θα μπορέσουν τα κόμματα να πάψουν να κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους. Το βασικό θέμα είναι, πρώτον, να πάψουν να υποκρίνονται, να έχουν τη γενναιότητα να ριψοκινδυνεύσουν παραδεχόμενα πως είναι αναπόσπαστα μέρη ενός συστήματος που τα υποχρεώνει να έχουν ανεπίσημα ταμεία. Και, δεύτερον, να αποφασίσουν πως αυτό το φθοροποιό σύστημα πρέπει να αλλάξει.

Οι αποδιοπομπαίοι τράγοι
Ενας δεύτερος μηχανισμός συσκότισης είναι η επίρριψη της κύριας ευθύνης σε αυτούς που είναι απλά εκτελεστικά όργανα των κομματικών ηγεσιών. Ετσι δεν είναι περίεργο πως, όταν πια δεν είναι δυνατόν να κουκουλωθεί πλήρως ένα σκάνδαλο, η επίσημη κομματική αντίδραση είναι ότι το κόμμα δεν ξέρει τίποτα. Ετσι, άμεσα ή έμμεσα, η ευθύνη πέφτει στους διαμεσολαβητές (π.χ., περιπτώσεις Τσουκάτου, Γείτονα, Βαρθολομαίου). Κατ΄ αναλογία είναι σαν στο εμπόριο ναρκωτικών να πληρώνουν τη νύφη τα «βαποράκια» και όχι οι μεγαλέμποροι. Στο κάτω κάτω όλη αυτή δαιμονοποίηση και η υστερία γύρω από τον Χριστοφοράκο μάς κάνουν να ξεχνάμε πως ο τελευταίος (είτε έβαλε χρήματα στην τσέπη του είτε όχι) ήταν απλά ένας ενδιάμεσος κρίκος μεταξύ δωροδοκούντος και δωροδοκουμένου.

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, γιατί όλη η προσοχή, όλη η φασαρία, όλη η έρευνα γίνεται για τον Χριστοφοράκο; Γιατί δεν υπάρχει σοβαρή ενασχόληση ή συστηματική έρευνα (από δικαστικούς λειτουργούς, κομματικά στελέχη, υπεύθυνους υπουργούς, δημοσιογράφους) για το πώς ακριβώς έγιναν οι αξιολογήσεις των διαφόρων προσφορών και πώς ή ποιος πήρε την τελική απόφαση να προτιμηθεί η Siemens; Αντ΄ αυτού η μεν κυβέρνηση θριαμβολογεί για τη μεθόδευση επιστροφής του Χριστοφοράκουάρα υποτίθεται πως «δεν έχει τίποτα να φοβηθεί»-, η δε αντιπολίτευση επιμένει πως «πρέπει να χυθεί άπλετο φως», ακόμα και αν το κόμμα «ματώσει». Βέβαια σε τελική ανάλυση, ό,τι και αν συμβεί, δεν είναι το κόμμα που θα ματώσει αλλά οι ενδιάμεσοι, τα εξιλαστήρια θύματα.

Τα στεγανά των κομμάτων
Τα κόμματα φροντίζουν πάντα οι υπόγειες συναλλαγές να γίνονται εν αγνοία της ηγεσίας- εν αγνοία βέβαια συγκεκριμένων συναλλαγών, όχι εν αγνοία της γενικής πρακτικής. Ετσι σε κάθε περίπτωση σκανδάλου τα κορυφαία κομματικά στελέχη μπορούν ελαφρά τη καρδία να ισχυρίζονται πως δεν είχαν ιδέα για το τι συνέβη στα άδυτα της κομματικής ή/και της δημόσιας γραφειοκρατίας.

Η δικαστική εξουσία
Συχνά ούτε η δικαστική εξουσία δεν θέλει ή δεν μπορεί να ρίξει «άπλετο φως» στα ατέλειωτα σκάνδαλα. Είτε επειδή σε πολλές περιπτώσεις είναι αμφίβολη η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, είτε επειδή οι δικαστικές διαδικασίες είναι απίστευτα και ανεπίτρεπτα χρονοβόρες, οι αλλεπάλληλες υποθέσεις σκανδάλων δεν επιλύονται. Από τα ασφαλιστικά ταμεία μέχρι το σκάνδαλο του Βατοπαιδίου όλα τελικά ή κουκουλώνονται ή ξεχνιούνται (πόσοι άραγε θυμούνται το σκάνδαλο των υποκλοπών ή αυτό των Πακιστανών;).

Βέβαια ο πολιτικός κόσμος στο σύνολό του πληρώνει ένα μεγάλο τίμημα για αυτή τη δυσλειτουργία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Το τίμημα είναι η γενικευμένη απαξίωση της πολιτικής, η απάθεια και η αποξένωση των πολιτικών από τις δημοκρατικές διαδικασίες και η ενδυνάμωση ακραίων κοινοβουλευτικών και εξωκοινοβουλευτικών δυνάμεων. Οταν ο κόσμος ακούει ή βλέπει στην τηλεόραση τους εκπροσώπους των κομμάτων να προβαίνουν σε ισχυρισμούς που ούτε οι ίδιοι ούτε οι πολίτες τούς πιστεύουν, τότε οι δημοκρατικοί θεσμοί υποσκάπτονται και η εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων σε αυτούς που τους εκπροσωπούν εξαφανίζεται.

Χαρακτηριστικό του συστήματος
Το κομματικό μαύρο χρήμα
Τελειώνοντας, θέλω να τονίσω πως το πρόβλημα του κομματικού μαύρου χρήματος δεν έχει να κάνει ούτε με το ηθικό ποιόν των πολιτικών ούτε με ατυχείς συγκυρίες. Οπως έχω πολλές φορές τονίσει από αυτές τις στήλες, πρόκειται για ένα δομικό χαρακτηριστικό του πολιτικοκομματικού συστήματος. Και για αυτόν τον λόγο δεν είναι δυνατόν να λυθεί με την πολιτική βούληση ενός πρωθυπουργού ή ενός μόνο κόμματος. Θα πρέπει η αλλαγή να βασίζεται σε μια συμφωνία όλων των κομμάτων ή τουλάχιστον των δύο μεγάλων κομμάτων (αν ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα καταργήσει τα κρυφά ταμεία ενώ το άλλο τα διατηρήσει, τότε το πρώτο, μέσα στο ισχύον εκλογικό πλαίσιο, θα είναι καταδικασμένο να χάνει τις εκλογικές αναμετρήσεις σε μόνιμη βάση).

Είναι δυνατόν να αλλάξει αυτό το βαθιά αντιδημοκρατικό σύστημα; Μπορεί να αλλάξει υπό δύο βασικές προϋποθέσεις: Η πρώτη είναι η ειλικρινής παραδοχή από τις κομματικές ηγεσίες τού τι πραγματικά συμβαίνειτο ότι το πολιτικό σύστημα λειτουργεί κατά τέτοιον τρόπο που δεν επιτρέπει την κατάργηση των κρυφών ταμείων. Η δεύτερη έχει να κάνει με την πολιτική βούληση των κομμάτων όχι μόνο να αλλάξουν το σύστημα, αλλά, επειδή είναι αναπόσπαστα μέρη του προβλήματος, να δώσουν ελεγκτικές εξουσίες σε μια πραγματικά ανεξάρτητη από τα κόμματα αρχή. Μια αρχή που θα έχει ικανούς υλικούς πόρους, εκπαιδευμένο τεχνικό προσωπικό, με επικεφαλής μια μη κομματική προσωπικότητα κοινής αποδοχής- μια στρατηγική που πέτυχε σε έναν μεγάλο βαθμό στην περίπτωση του Συνηγόρου του Πολίτη.

Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Εconomics.