Ανησυχητικά είναι την ίδια ώρα και τα συμπεράσματα έρευνας για το παιδικό trafficking στη χώρα, η οποία εκπονήθηκε για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων από τη νομικό κυρία Ερικα Καλαντζή. Παρ΄ όλο που αναγνωρίζεται η σχετική πρόοδος της χώρας τα τελευταία χρόνια, καθώς και τα πρώτα δειλά βήματα στη νομοθεσία και στους θεσμούς, εν τούτοις σημειώνεται κατηγορηματικά τόσο η αδυναμία να εφαρμοστούν οι διεθνείς συμβάσεις στη χώρα μας όσο και οι «μαύρες τρύπες» του νομοθετικού μας συστήματος.

Οπως επισημαίνεται στην έρευνα (που συντάχθηκε τον Αύγουστο του 2008), η Ελλάδα έχει μεν υπογράψει, αλλά δεν έχει επικυρώσει διεθνείς συνθήκες για την προστασία των παιδιών από τη σεξουαλική εκμετάλλευση και κακοποίηση, για τη δράση κατά του trafficking και κατά του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος. Ακόμη, το Εθνικό Σχέδιο Δράσης κατά του trafficking δεν προβλέπει συγκεκριμένα πράγματα για τα παιδιά που έχουν πέσει θύματα σωματεμπορίας, ενώ σημειώνεται ότι «οι ελληνικές αρχές τείνουν να προσεγγίζουν τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού ως θεωρητικό κείμενο, με περιορισμένη πρακτική εφαρμογή». «Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ουδεμία από τις Αρχές που συνεισέφεραν με στοιχεία στην παρούσα μελέτη, την ανέφεραν στην απάντησή τους» υπογραμμίζει η κ. Καλαντζή.

Ι διαίτερα μνεία γίνεται και στην παντελή έλλειψη αριθμητικών στοιχείων για περιστατικά trafficking στη χώρα μας. Οπως αναφέρεται στην έρευνα «κάθε υπουργείο συλλέγει στατιστικά στοιχεία της αρμοδιότητάς του», γεγονός που δεν « επιτρέπει μια καθαρή εικόνα της κατάστασης ούτε μια καθαρή εικόνα των επηρεαζόμενων ομάδων, ενώ ασυμφωνίες στη μεθοδολογία περιπλέκουν τα πράγματα ακόμη περισσότερο». Ακόμη, αναφέρεται ότι «κανένα από τα υπουργεία που εμπλέκονται στην εθνική πολιτική κατά του trafficking δεν έδωσε απτά στοιχεία για τον προϋπολογισμό που έχει προοριστεί για την υλοποίηση των σχετικών δραστηριοτήτων», ενώ σημειώνεται η ανυπαρξία «μηχανισμού παρακολούθησης» του φαινομένου. Ισως το πλέον ακανθώδες ζήτημα των θυμάτων παιδικού trafficking και όχι μόνο είναι ο ορισμός κηδεμόνα για τους ανηλίκους. «Πρακτικά, το κύριο πρόβλημα είναι ότι τα κέντρα υποδοχής ή προστασίας είναι κατ΄ αρχάς απρόθυμα να διαδραματίσουν τον ρόλο και ως εκ τούτου, οι ειδικές ανάγκες των αλλοδαπώνασυνόδευτων παιδιών συνήθως δεν εκπληρώνονται» αναφέρεται.

Αυτό όμως που προκαλεί σοβαρά ερωτήματα είναι η παντελής ανυπαρξία στοιχείων από μέρους της πολιτείας για το θέμα. Από το 2000 ως το 2007 αναφέρονται μόλις τρία περιστατικά παιδιών που έλαβαν προσωρινά άδεια διαμονής ως θύματα του trafficking. Για την ίδια χρονική περίοδο δεν υπάρχουν καθόλου στοιχεία για ανηλίκους της ίδιας κατηγορίας που να έλαβαν ιατρικές ή εκπαιδευτικές, ή νομικές υπηρεσίες. Σε ό,τι αφορά τις καταδίκες για παιδικό trafficking καταγράφονται μόλις τρεις για το 2007 και καμία που να αφορά οικονομική αποζημίωση σε ανηλίκους. Στο ίδιο σκοτάδι βρίσκονται και στοιχεία της Αστυνομίας, καθώς ως το 2003 δεν εμφανίζεται κανένας ανήλικος ως θύμα σωματεμπορίας, ενώ από την επόμενη χρονιά καταγράφονται κάποιες σποραδικές περιπτώσεις.