Από τρεις «πρωτιές» έχουν καταγράψει το ΠαΣοΚ και η Νέα Δημοκρατία στις έξι εκλογικές αναμετρήσεις για την εκλογή αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που διεξήχθησαν στη χώρα μας και έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο ότι οι δύο παρατάξεις εξουσίας εμφανίζονται πάντα με μειωμένες δυνάμεις σε σχέση με τα ποσοστά που καταγράφουν στις κάλπες για τις εθνικές εκλογές. Το ΠαΣοΚ έκοψε πρώτο το νήμα στις ευρωεκλογές του 1981 (έγιναν ταυτόχρονα με τις βουλευτικές εκλογές), όπως και το 1984 και το 1994. Αντιστοίχως η ΝΔ κατετάγη στην πρώτη θέση στις ευρωεκλογές του 1989 (επίσης έγιναν μαζί με τις βουλευτικές), καθώς και το 1999 και το 2004.

1981
Σ τον απόηχο της μεγάλης αλλαγής του 1981, το αποτέλεσμα των πρώτων ευρωεκλογών που διεξήχθησαν στη χώρα μας παράλληλα με τις βουλευτικές εκλογές της 18ης Οκτωβρίου, οι οποίες έφεραν για πρώτη φορά στην εξουσία το ΠαΣοΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Και αυτό παρά το σαφές πολιτικό «μήνυμα» που περιείχε η «δίδυμη» κάλπη, ένα μήνυμα υπέρ της ενίσχυσης των μικρότερων σχηματισμών που στην πορεία του χρόνου εξελίχθηκε σε φαινόμενο το οποίο επαναλαμβάνεται σταθερά σε όλες τις ευρωεκλογές. Το ΠαΣοΚ, αν και κατέκτησε με άνεση την πρώτη θέση και στην ευρωκάλπη, είδε τις δυνάμεις του να υποχωρούν κατά 7,95%. Απώλειες της τάξεως του 4,53% κατέγραψε στην ευρωκάλπη και η ηττημένη των εκλογών ΝΔ.

1984

Ο Ευάγγελος Αβέρωφ τέθηκε επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου της ΝΔ στις εκλογές του 1984 αλλά το κόμμα του ήλθε τελικά δεύτερο

Η ακραία πόλωση που προκάλεσε η τότε ηγεσία της ΝΔ, σε μια προσπάθεια να πάρει τη «ρεβάνς» για τη συντριπτική ήττα που είχε υποστεί το 1981, ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της δεύτερης φοράς που στήθηκαν ευρωκάλπες στη χώρα μας, στις 17 Ιουνίου 1984. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο οποίος είχε αναδειχθεί στην ηγεσία της ΝΔ διαδεχόμενος τον Γεώργιο Ράλλη που είχε παραιτηθεί μετά την ήττα του 1981, έδωσε στην ευρωαναμέτρηση χαρακτήρα δημοψηφίσματος υπέρ της «Απαλλαγής», όπως ήταν η επωδός του κόμματός του. Θέλοντας ακριβώς να τονίσει αυτή τη διάσταση τέθηκε ο ίδιος επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης, την ηγεσία της οποίας υποχρεώθηκε να παραδώσει δύο μήνες αργότερα στον κ. Κ. Μητσοτάκη υπό το βάρος της ήττας που υπέστη.

Δείγμα του πολωτικού χαρακτήρα που έλαβε αυτή η αναμέτρηση είναι το άθροισμα των ποσοστού των δύο κομμάτων εξουσίας που έφθασε στο 79,6%.

1989

Ουρά έξω από εκλογικό τμήμα στις 18 Ιουνίου 1989. Οι ευρωεκλογές έγιναν ταυτόχρονα με τις εθνικές, μέσα σε κλίμα έντονης πόλωσης

T ο κλίμα οξύτητας υπό το οποίο διεξήχθηκαν οι βουλευτικές εκλογές του 1989 επισκίασε πλήρως την ταυτόχρονη διεξαγωγή των ευρωεκλογών στις 18 Ιουνίου, καθώς την πολιτική ατμόσφαιρα φόρτιζαν οι κραυγές της αντιπολίτευσης για «κάθαρση» και η αντίδραση του κυβερνώντος κόμματος για «σκανδαλολογία» και «πολιτικές διώξεις».

Η ΝΔ επικράτησε και στην ευρωκάλπη, αλλά με μειωμένη κατά 4,07 εκατοστιαίες μονάδες την απήχηση που είχε καταγράψει στην κάλπη των βουλευτικών εκλογών, ενώ απώλειες της τάξεως του 3,17% είχε και το ΠαΣοΚ. Ενισχυμένη κατά 1,18% ήταν η δύναμη του ενιαίου Συνασπισμού που εξέλεξε 4 ευρωβουλευτές- αριθμός ρεκόρ για μικρό κόμμα-, αν και το ποσοστό του υπολειπόταν του αθροίσματος που είχαν καταγράψει στις δύο προηγούμενες ευρωαναμετρήσεις το ΚΚΕ και το ΚΚΕ Εσωτ.

Από τα υπόλοιπα μικρότερα κόμματα, πάντως, μόνον η ΔΗΑΝΑ του μετέπειτα Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Κ. Στεφανόπουλου κατάφερε να εκλέξει ευρωβουλευτή, καθώς παρά την υποχώρηση των δυνάμεών τους τα δύο μεγαλύτερα διατήρησαν τον ίδιο αθροιστικό αριθμό εδρών που διέθεταν και την προηγούμενη πενταετία.

1994

Γιγαντοπανό του ΠαΣοΚ για την εκλογική αναμέτρηση του 1994. Ηταν οι πρώτες ευρωεκλογές στις οποίες έκανε την εμφάνισή της η «χαλαρότητα» του εκλογικού σώματος

M ε «χαλαρότητα»- έκφραση που έκτοτε καθιερώθηκε στο πολιτικό λεξιλόγιο των ευρωεκλογώναντέδρασαν οι έλληνες ψηφοφόροι τη 12η Ιουνίου 1994, την πρώτη ουσιαστικά φορά που κλήθηκαν να εκλέξουν ευρωβουλευτές χωρίς να τους τίθενται διλήμματα διακυβέρνησης.

Οκτώ μήνες μετά την επάνοδο του ΠαΣοΚ στην εξουσία και με νέο αρχηγό στην ηγεσία της ΝΔ τον κ. Μ. Εβερτ, η προεκλογική περίοδος κύλησε χωρίς μεγάλες συγκεντρώσεις και σε ένα κλίμα που ευνόησε όσο ποτέ ως τότε τα μικρότερα κόμματα, τα οποία είδαν τα ποσοστά τους να εκτοξεύονται καθώς, βοηθούσης και της αυξημένης αποχής, απέσπασαν περί τις 16 εκατοστιαίες μονάδες από την αθροιστική δύναμη που είχαν καταγράψει τα δύο κόμματα εξουσίας στις προηγηθείσες βουλευτικές εκλογές.

Τα περισσότερα κέρδη (+3,77%) είχε η Πολιτική Ανοιξη του κ. Α. Σαμαρά και ακολούθησε ο Συνασπισμός, ο οποίος είχε μείνει εκτός Βουλής τον προηγούμενο Οκτώβριο και τώρα υπό την η ηγεσία του κ. Ν. Κωνσταντόπουλου υπερδιπλασιάζοντας τη δύναμή του πλησίασε σε απόσταση αναπνοής το ΚΚΕ.

Το όριο πάντως του 3% για την εκλογή ευρωβουλευτή, το οποίο εφαρμόστηκε για πρώτη φορά σε αυτή την αναμέτρηση, «έφραξε» τον δρόμο στις φιλοδοξίες και άλλων μικρών κομμάτων. Εκτός Ευρωβουλής βρέθηκε ο κ. Κ. Στεφανόπουλος, ο οποίος με την ενέργειά του να ανακοινώσει αμέσως μετά ότι αποσύρεται από την πολιτική ενέγραψε, κατά πολλούς, την υποθήκη που τον οδήγησε λίγους μήνες αργότερα στην Προεδρία της Δημοκρατίας.

1999

Ο κ. Κ. Σημίτης μιλάει σε προεκλογική συγκέντρωση του ΠαΣοΚ πριν από τις ευρωεκλογές της 13ης Ιουνίου 1999

O ι ευρωεκλογές της 13ης Ιουνίου 1999 θα περάσουν στην ιστορία για πολλούς λόγους: πρώτον, διότι σε αυτή την αναμέτρηση κατεγράφη η μεγαλύτερη αποχή τουλάχιστον από τη μεταπολίτευση (29,74%)· δεύτερον, επειδή σε αυτήν τα δύο κόμματα εξουσίας συγκέντρωσαν το μικρότερο άθροισμα ποσοστών· τρίτον, διότι για πρώτη φορά ένα κόμμα της αντιπολίτευσης κατάφερε να ανατρέψει σε ευρωεκλογές τον συσχετισμό δυνάμεων στη σειρά κατάταξης των κομμάτων, χωρίς όμως η ανατροπή αυτή να αποτελέσει «πρόκριμα» για τις επόμενες εθνικές εκλογές.

Η ευρωαναμέτρηση αυτή έγινε σε μια κρίσιμη καμπή για την κυβέρνηση του κ. Κ. Σημίτη, η οποία βρισκόταν αντιμέτωπη με προβλήματα (απόηχος της «υπόθεσης Οτσαλάν»), αλλά και με σοβαρές αποφάσεις (ένταξη στην ΟΝΕ, ολυμπιακή προετοιμασία). Την ίδια ώρα ο από διετίας νέος αρχηγός κ. Κ. Καραμανλής έδινε «δημοψηφισματικούς» τόνους στην προεκλογική εκστρατεία που διεξήγαγε.

Η ΝΔ κατέκτησε μεν την πρώτη θέση, αφήνοντας τρεις μονάδες πίσω την κυβερνώσα παράταξη, αλλά αυτή η απόσταση υπερκαλύφθηκε δέκα μήνες αργότερα από το ΠαΣοΚ του κ. Σημίτη που ανέβασε σχεδόν κατά 11 μονάδες τα ποσοστό του, επανακτώντας και πάλι την πρωτιά στις βουλευτικές εκλογές του Απριλίου του 2000.

Κερδισμένα για μία ακόμη φορά από την «ευρωβουτιά» του λεγόμενου «δικομματισμού» ήταν τα μικρά κόμματα, αλλά αυτή τη φορά μόνον όσα κινούνταν στα κεντροαριστερά του πολιτικού φάσματος (ΚΚΕ, ΔΗΚΚΙ και Συνασπισμός) που καρπώθηκαν- προσωρινά, όπως αποδείχθηκε λίγους μήνες αργότερα- τις απώλειες του ΠαΣοΚ. Αντιθέτως, για τους «μικρούς» που κινούνταν στον χώρο της Κεντροδεξιάς η κάλπη αυτή υπήρξε «Βατερλό», αφού η Πολιτική Ανοιξη του κ. Α. Σαμαρά δεν κατάφερε να εκλέξει ευρωβουλευτή, όπως και οι «Φιλελεύθεροι» του κ. Στ. Μάνου που εμφανίστηκαν για πρώτη και τελευταία φορά στην εκλογική κονίστρα.

2004

Ο κ. Κ. Καραμανλής με ευρωβουλευτές της ΝΔ αμέσως μετά τις ευρωεκλογές της 13ης Ιουνίου 2004

«Δ ιεκπεραιωτικό» χαρακτήρα για την επιβεβαίωση της επικράτησης της ΝΔ μόλις τρεις μήνες νωρίτερα είχαν οι ευρωεκλογές της 13ης Ιουνίου 2004. Η μειωμένη συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία, καθώς 1,2 εκατομμύρια πολίτες που είχαν ψηφίσει στις βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου δεν προσήλθαν στις ευρωκάλπες, προήλθε κυρίως από την απογοήτευση των οπαδών του ΠαΣοΚ.

Το γεγονός αυτό διεύρυνε σημαντικά τη διαφορά ανάμεσα στα δύο κόμματα, διαφορά που είναι η μεγαλύτερη που έχει σημειωθεί ποτέ εις βάρος του ΠαΣοΚ, την ίδια ώρα που η ΝΔ κατέγραφε το υψηλότερο ποσοστό που έχει λάβει σε ευρωεκλογές.

Από τις απώλειες των δύο μεγαλύτερων κομμάτων (-6,52% για το ΠαΣοΚ και-2,35% για τη ΝΔ) επωφελήθηκαν και πάλι τα μικρότερα κόμματα, με πιο ενισχυμένο σε ψήφους και ποσοστά το ΚΚΕ (+3,58%). Ο ουσιαστικά κερδισμένος όμως ήταν ο ΛΑΟΣ του κ. Γ. Καρατζαφέρη, που με τη βοήθεια της αυξημένης αποχής αλλά και κάποιων «γαλάζιων» διαρροών ξεπέρασε το όριο του 3% και εξέλεξε τον αρχηγό του στην Ευρωβουλή, εκλογή που αποτέλεσε το «πρόκριμα» για την είσοδό του τρία αργότερα και στο Εθνικό Κοινοβούλιο επικεφαλής δεκαμελούς Κοινοβουλευτικής Ομάδας.