O συγγραφέας κ. Βασίλης Αλεξάκης είχε εξηγήσει με 18 «επειδή» τους λόγους για τους οποίους μετέχει στο ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ. Μεταξύ άλλων πιστεύει ότι απαραίτητη προϋπόθεση για τη χειραφέτηση της Παιδείας είναι ο διαχωρισμός Εκκλησίας και Κράτους και ότι μια χώρα όπου έχουν ανθήσει τόσα τραγούδια για τη «μαύρη» ξενιτιά θα έπρεπε να συμπεριφέρεται διαφορετικά στους ξένους. Τον συναντήσαμε χθες στο δεύτερο υπόγειο μιας πολυκατοικίας στην καρδιά της Αθήνας όπου μένει όταν έρχεται από το Παρίσι. Δεν είναι η πρώτη φορά που μετέχει ως υποψήφιος σε εκλογές. Το είχε επαναλάβει με το πάλαι ποτέ ΚΚΕ εσωτερικού- Ανανεωτική Αριστερά και την «Ανοιχτή Πόλη», τον συνδυασμό του ΣΥΡΙΖΑ στον Δήμο Αθηναίων, και, όπως λέει, «κινδύνευσα να εκλεγώ…» – Ρίχνετε καμιά ματιά στις δημοσκοπήσεις;

«Σήμερα έκανα μία μόνος μου. Ηταν η πιο σύντομη σφυγμομέτρηση που έχει γίνει και δείχνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σε θετική τροχιά! Λοιπόν, είδα ξαφνικά ότι μου είχε κοπεί το τηλέφωνο. Απευθύνθηκα στον ΟΤΕ. Πέτυχα έναν υπάλληλο και τον ρώτησα τι έπρεπε να κάνω για να γίνει επανασύνδεση. Του είπα ότι είμαι υποψήφιος και το χρειάζομαι. “Με ποιο κόμμα; ”με ρώτησε. “ΣΥΝ”του είπα. Σε πέντε λεπτά είχα τηλέφωνο!».

– Πώς σας φαίνεται η προεκλογική Αθήνα;

«Είμαι πανευτυχής στην Αθήνα. Εχω σύνδρομο στέρησης ακόμα, κι ας έρχομαι πιο συχνά από παλιά. Πήγα στην προεκλογική συγκέντρωση, στην πλατεία Κοτζιά. Ακουσα με προσοχή και με “απόσταση” την ομιλία του Τσίπρα. Ησύχασα. “Καλά έκανα που μπήκα στο ψηφοδέλτιο”είπα… Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το μόνο κόμμα που μπορεί να βάλει σε κίνδυνο το μονοπώλιο της εξουσίας, τον μονόλογο με δύο μάσκες- Καραμανλής, Παπανδρέου, και αύριο άλλοι».

– Τι χαρακτηριστικά έχει αυτό το μονοπώλιο εξουσίας;

«Είναι μια εξουσία που έχει φτάσει ένα βήμα πριν από το να διαχειρίζεται τη ζωή μας, χωρίς να ρωτά. Πρόκειται για το ίδιο κόμμα ουσιαστικά- έχουν τόσα πολλά κοινά, παρά τις διαφοροποιήσεις, ΝΔ και ΠαΣοΚ. Σε λίγο, αν πείσουν ότι δεν χρειάζεται να ψηφίζουμε κιόλας, θα διαχειρίζεται τη ζωή μας σαν τις τράπεζες που δεν τις ψηφίζεις και κάνουν κουμάντο οι ειδικοί».

– Γιατί τα τελευταία χρόνια σιωπούν οι πνευματικοί άνθρωποι; «Οι μόνοι που μιλάνε είναι οι εθνικιστές και οι ελληναράδες. Υπάρχει όντως σιωπή των διανοουμένων, παρ΄ όλο που τους έχει τόσο ανάγκη ο κόσμος. Και φαίνεται αυτό, π.χ., από την επιτυχία των βιβλίων του Καστοριάδη, που δεν είναι λογοτεχνία. Εχει ανάγκη πιο αληθινής πληροφόρησης και, επιτέλους, αμφισβήτησης . Πάντωςσυγγραφείς που επιχείρησαν να ασχοληθούν με την πολιτική έχουν γράψει ανοησίες, ακόμα κι ο Ντοστογέφσκι κι ο Καζαντζάκης. Ομως δεν μπορείς να παραμένεις παρατηρητής. Είναι βόλεμα».

– Εσείς γιατί κατεβαίνετε στις εκλογές;

«Με στενοχωρούν πολλά πράγματα γύρω μου. Αυτόν τον πόνο εκφράζει η συμμετοχή μου. Υπάρχουν προβλήματα στην ελληνική κοινωνία που τα κουβαλάμε από το 1821, χωρίς να τα λύνουμε. Δεν έχουμε καν κτηματολόγιο. Η χειραφέτηση της Ελλάδας από την Εκκλησία δεν έγινε ποτέ. Ολα είναι ζήτημα Παιδείας που πρέπει να απαλλαγεί από την Εκκλησία. Στη χώρα μας τα παιδιά δεν μαθαίνουν για τον Δαρβίνο και τη θεωρία της εξέλιξης ως πελώριο γεγονός. Αν υπήρχε σωστή πληροφόρηση από το σχολείο, θα μάθαιναν ότι οι Σουλιώτισσες ήταν Αλβανίδες ή ότι ο Μάρκος Μπότσαρης έγραψε ελληνοαλβανικό λεξικό για να συνεννοούνται οι επαναστάτες. Και τότε, η ελληνική κοινωνία θα αντιμετώπιζε αλλιώς τους μετανάστες. Υπάρχει μια έπαρση για το μυθικό ανύπαρκτο παρελθόν που οδηγεί σε κούφιο εθνικισμό, που είναι η άλλη όψη του ρατσισμού. Υπάρχει η περιφρόνηση για τις άλλες γλώσσες, όταν λέξεις όπως Ολυμπος, Παρνασσός, Ιλισός και τα μισά ονόματα των θεών δεν προέρχονται από την ελληνική».

– Πού σταματά ο θαυμασμός και αρχίζει ο εθνικισμός;

«Η αγάπη είναι το μέτρο. Δεν την αγαπούν την Ελλάδα. Δεν αγαπούν κανέναν».

– Το αίτημα για ενότητα της Αριστεράς μπορεί να εμπνεύσει σήμερα;

«Η ελευθερία της σκέψης είναι το πιο μεγάλο αίτημα. Αυτή είναι και η βασική προϋπόθεση για να γεννηθούν νέες ιδέες. Ολες οι μανάδες και οι πατεράδες θα συμφωνούσαν να γίνει ένα βήμα, ώστε τα παιδιά τους να σκέφτονται ελεύθερα».

– Πείτε μου ένα σύνθημα της νεότητάς σας που θα το λέγατε και σήμερα;

«“Απαγορεύονται οι απαγορεύσεις”».