Αν και μας χωρίζουν μόλις τρεις εβδομάδες από το στήσιμο της κάλπης, οι ειδικοί εκλογολόγοι επισημαίνουν τον υψηλό βαθμό αβεβαιότητας ως προς το πόσοι θα είναι εκείνοι που θα προσέλθουν για να ασκήσουν το εκλογικό δικαίωμά τους. Αντιμέτωποι με ένα εκλογικό σώμα που θυμίζει «κινούμενη άμμο», ορισμένοι αναλυτές δεν κρύβουν την ανησυχία τους για την επίδραση που θα έχει το φαινόμενο στην εγκυρότητα των προβλέψεών τους κατά το εναπομείναν χρονικό διάστημα της προεκλογικής περιόδου όσο και στην αξιοπιστία των δημοσκοπήσεων εξόδου από την κάλπη, δηλαδή των exit polls, που θα διενεργηθούν την ημέρα της ψηφοφορίας, ελλείψει ευθέως συγκρίσιμων στοιχείων από προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις.

Ο διευθύνων σύμβουλος της Μetron Αnalysis κ. Στράτος Φαναράς παρατηρεί τον πολύ χαμηλό βαθμό ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης για αυτές τις ευρωεκλογές καθώς στις έρευνές του οι απαντήσεις «πολύ» ή «αρκετά» που δίνουν οι ερωτώμενοι κυμαίνονται κάτω του 50%, ποσοστά που είναι, όπως αναφέρει, χαμηλότερα ακόμη και από τα αντίστοιχα ευρήματα των προηγούμενων ευρωεκλογών.

Αυτό, σε συνδυασμό με τις απαντήσεις ενός ιδιαιτέρως υψηλού ποσοστού μεταξύ 15% και 17% των ερωτωμένων που δηλώνουν ότι «μάλλον δεν θα πάω να ψηφίσω», τον οδηγεί στην εκτίμηση ότι το ποσοστό συμμετοχής θα είναι χαμηλό και μάλλον δεν θα ξεπεράσει το 70% όσων εμφανίζονται ως εγγεγραμμένοι στους επίσημους εκλογικούς καταλόγους (οι οποίοι, πάντως, όλοι οι ειδικοί αναγνωρίζουν ότι δεν αποτυπώνουν τον πραγματικό αριθμό του εκλογικού σώματος).

Συμμετοχή που θα είναι σαφώς μικρότερη από τις βουλευτικές εκλογές του 2007 (ψήφισαν 7.355.026 και η επίσημη αποχή ήταν 25,85%) αλλά μάλλον μεγαλύτερη από τις ευρωεκλογές του 2004 (ψήφισαν 6.283.637, που αντιπροσώπευαν το 63,23% των εγγεγραμμένων) προβλέπει ο λέκτωρ του Πανεπιστημίου Κρήτης και επιστημονικός συνεργάτης της εταιρείας VΡRCκ. Χρ. Βερναρδάκης. Ο ίδιος διαπιστώνει ότι ποσοστό μεγαλύτερο του 50% των πολιτών φαίνεται από λίγο ως αρκετά αδιάφορο για τις ευρωεκλογές, όπως άλλωστε και γενικά από την πολιτική. Παρατηρεί όμως ότι αυτό δεν μπορεί να μεταφραστεί αυτόματα ως πρόθεση αποχής, αφού μέχρι στιγμής το 16% του πραγματικού εκλογικού σώματος δηλώνει ότι μάλλον δεν θα ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα. Ποσοστό το οποίο όμως δεν θεωρείται διόλου ευκαταφρόνητο, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι παραμονές βουλευτικών εκλογών ανάλογη απάντηση δίνεται συνήθως από 5% ή 6% των ερωτηθέντων.

Σε ό,τι αφορά την κομματική προέλευση όσων δηλώνουν πρόθεση να μην προσέλθουν στην κάλπη ο κ. Βερναρδάκης επισημαίνει ότι τα ποσοστά είναι «ισοκατανεμημένα» ανάμεσα σε ψηφοφόρους όλων των κομμάτων. Σημειώνει όμως ότι την υψηλότερη τάση αποχής δείχνουν οι νεότερες γενιές των εκλογέων. Με τη διαπίστωση αυτή συμφωνεί και ο κ. Φαναράς, ο οποίος διαβλέπει μεγαλύτερη «χαλαρότητα» ανάμεσα στους νέους ψηφοφόρους και γενικότερα με τις νεότερες ηλικίες, κάτι που ο ίδιος σημειώνει ότι έχει διαπιστωθεί και κατά το παρελθόν.

Ο διευθύνων σύμβουλος της Μetron Αnalysis σημειώνει πάντως ότι από τις έρευνες της εταιρείας του διαπιστώνονται αυξομειώσεις στην πρόθεση αποχής, ανάλογα με την επικοινωνιακή ατζέντα, από την οποία φαίνεται να επηρεάζονται περισσότερο οι ψηφοφόροι της ΝΔ, η συσπείρωση των οποίων μειώνεται όταν κυριαρχεί επικριτική για τα κυβερνητικά πεπραγμένα επικαιρότητα στα μέσα ενημέρωσης.

Η σύμπτωση των ευρωεκλογών με το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος, αντιθέτως, δεν εκτιμάται από τους συγκεκριμένους αναλυτές ως σημαντικός παράγων που μπορεί να ενισχύσει καθοριστικά την αποχή. Ο κ. Βερναρδάκης μάλιστα δεν αποκλείει η αργία να λειτουργήσει ως κίνητρο προσέλευσης στις κάλπες περισσότερων ετεροδημοτών και να εξισορροπήσει μέρος από την αποχή όσων θα αξιοποιήσουν την αργία για εκδρομή και μπάνιο.