Εντονες είναι οι αντιδράσεις νομικών, δικαστικών και πανεπιστημιακών σχετικά με τις επιβαρυντικές, ποινικές ρυθμίσεις για την κουκούλα και, κυρίως, για την εκ νέου εισαγωγή της αυτεπάγγελτης δίωξης για το αδίκημα της περιύβρισης αρχής. Ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης και καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Μιχ.Σταθόπουλος κάνει λόγο, στην περίπτωση της περιύβρισης αρχής, για «επαναφορά ενός αντιδημοκρατικού μέτρου», καθώς, όπως τονίζει, «δεν πρέπει να ποινικοποιείται σε καμία περίπτωσηακόμη και η πλέονοξεία κριτική απέναντι σε αρχές και θεσμούς». Για το ζήτημα της εισαγωγής της κουκούλας ως επιβαρυντικού στοιχείου στην τέλεση αδικημάτων ο κ. Σταθόπουλος υπογραμμίζει: «Το πρόβλημα δεν είναι η αυστηροποίηση του ισχύοντοςνομοθετικού πλαισίου,αλλά το να υπάρξουν συλλήψεις από την Αστυνομία.Από εκεί και έπειτα, το υπάρχον νομικό οπλοστάσιοείναι επαρκές» καταλήγει ο κ. Σταθόπουλος.

«Ρύθμιση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί με επικίνδυνο τρόπο» χαρακτηρίζει τη διάταξη για την περιύβριση ο επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και πρώην πρόεδρος της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα κ. Κ.Δαφέρμος. «Η επανεισαγωγή της στο ποινικό δίκαιο είναι απαράδεκτη.Είναι ό,τι πιο εύκολο στα χέρια της Αστυνομίαςγια να συλλάβει και να κατηγορήσει πολίτες» σημειώνει ο κ. Δαφέρμος. Και προσθέτει: «Το ίδιο ισχύει και γιατις νέες ρυθμίσεις για τους κουκουλοφόρους.Αν και βρίσκονται, θεωρητικώς,σε ορθή κατεύθυνση, δεν ελέγχονται άλλες παράμετροι, όπως η πιθανότητα να υπερβούν τα καθήκοντα και την αποστολή τουςοι αστυνομικοί».

Ο πρώην πρόεδρος της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων τάσσεται εναντίον και της χρησιμοποίησης υλικού από τις κάμερες . «Οι κάμερες, όπως και η Αρχή έχει αποφανθεί στο παρελθόν,χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τον έλεγχο και τη ρύθμιση της κυκλοφορίας,και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσειςγια λόγους ασφαλείας.Τέτοια ήταν και η γνωμοδότηση της Αρχής κατά την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων,που αντιμετωπίστηκε ως περίοδος εξαιρετικών συνθηκών. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η απουσία ή η έλλειψη αστυνόμευσης είναι “εξαιρετική συνθήκη”» καταλήγει ο κ. Δαφέρμος, επισημαίνοντας ότι «τα αντίστοιχα μέτρα στη Βρετανία απέτυχαν και σύντομα αποσύρθηκαν, αφενός λόγω του μεγάλου οικονομικού κόστους, αφετέρου διότι όσοι μπορεί να ήθελαν να διαπράξουν κάποιο αδίκημα ελάμβαναν τα δικά τους μέτρα προφύλαξης μπροστά από τον φακό της κάμερας και ουδέποτε συλλαμβάνονταν» .

Προβληματική χαρακτηρίζει τη διάταξη της περιύβρισης, τόσο από θεωρητική όσο και από πρακτική άποψη, ο καθηγητής Εγκληματολογίας κ. Ι.Πανούσης. «Το κράτος μοιάζει να οπλίζεται με εκτεταμένα ποινικά μέσα για να φοβίσει τους “υπηκόους” του και για να μην αμφισβητούνται το ίδιο, οι λειτουργίες και τα όργανά του» σημειώνει ο κ. Πανούσης. «Μια τέτοια διάταξη στον 21ο αιώνα και σε ευρωπαϊκή χώρααποδεικνύει ότι το κράτος βρίσκεται σε αμηχανία,σε κατάσταση απονομιμοποίησης,ενώ καταδεικνύει το χάσμα ανάμεσα στην εκάστοτε εξουσία και στην κοινωνία» πρόσθεσε ο κ. Πανούσης. Και επισημαίνει: «Και από πρακτική σκοπιά αναρωτιέμαι πώς φαντάζονται ότι θα συλλάβουν 10.000 οπαδούς ή 20.000 διαδηλωτές ή 30.000 απεργούς οι οποίοι θα περιυβρίζουν κόμματα,εξουσίες και κρατικές αρχές».

Για «αντιδημοκρατική ενέργεια που οδηγεί σε επικίνδυνες ατραπούς για την ελευθερία του Τύπου και της δημόσιας έκφρασης» κάνει λόγο σε ανακοίνωσή της και η Ολομέλεια των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος.

Σ. ΜΠΑΓΙΑΣ
«Να εφαρμοστούν οι υπάρχοντες νόμοι»
Επαρκές είναι το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο για την ποινική αντιμετώπιση των κουκουλοφόρων που προξενούν επεισόδια, τονίζει και ο πρόεδρος της Ενωσης Εισαγγελέων Ελλάδος κ. Σωτήρης Μπάγιας (φωτογραφία),υπογραμμίζοντας ότι η πολιτεία πρέπει να δώσει μεγαλύτερη σημασία στην εφαρμογή του. «Το πρόβλημα δεν είναι το έλλειμμα νομοθετικού πλαισίου» τονίζει ο κ.Μπάγιας.Και προσθέτει: «Αντίθετα,υπάρχει επάρκεια νόμων,αλλά το πραγματικό πρόβλημα εστιάζεται στην αδυναμία εφαρμογής των νόμων που υπάρχουν».Ο πρόεδρος της Ενωσης Εισαγγελέων υπογραμμίζει ότι «το ενδιαφέρον της πολιτείας πρέπει να στραφείακριβώς στην εφαρμογή των νόμων που υπάρχουν,καθώς επίσης στην αναβάθμιση της αστυνόμευσης,ώστε να γίνει αυτή πιο ποιοτική και,κυρίως,πιο αποτελεσματική».