ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ζήτημα που έμεινε ανοιχτό ως τις μέρες μας μετά τη λήξη του Β Δ Παγκοσμίου Πολέμου είναι η απόδοση των πολιτιστικών αγαθών στις χώρες που λεηλατήθηκαν από τις δυνάμεις του Αξονα. Σε αυτά συγκαταλέγονται έργα τέχνης, αρχαιότητες, σπάνια βιβλία, λειτουργικά
και λατρευτικά σκεύη, ακόμη και αρχεία. Πλην των τελευταίων που ανήκουν στις ισραηλιτικές κοινότητες της χώρας μας και μεταφέρθηκαν στη Μόσχα από τα ρωσικά στρατεύματα όταν αυτά εισέβαλαν στο Βερολίνο, τον επαναπατρισμό των οποίων σταθερά διεκδικεί η Ελλάδα τα τελευταία δέκα χρόνια, κατεγράφησαν εκατοντάδες αρχαιότητες που αφαιρέθηκαν διά της βίας από
τα ελληνικά μουσεία, ή υπήρξαν αποτέλεσμα παράνομων ανασκαφών των «αρχαιόφιλων» γερμανών αξιωματικών. Πολύ λίγες δυστυχώς επέστρεψαν στον τόπο μας. Ανάμεσα στα νεώτερα μνημεία που χάθηκαν για πάντα συγκαταλέγονται και τα ιστορικά κανόνια της ναυαρχίδας του Ανδρέα Μιαούλη που υψώνονταν περήφανα στο λιμάνι της Υδρας επί έναν αιώνα.

Φωτογραφία από την εποχή του Μεσοπολέμου. Αξιωματικοί του Ναυτικού φωτογραφίζονται πέριξ του βάθρου όπου ήσαν τοποθετημένα τα ιστορικά κανόνια της ναυαρχίδας του Μιαούλη

Πρώτη φορά μνεία του γεγονότος κλοπής «των ιστορικών κανονίων της ενδόξου Ναυαρχίδας του αειμνήστου Ναυάρχου Μιαούλη» γίνεται στις 5 Αυγούστου 1948. Ο τότε διευθυντής Οικονομικών Υποθέσεων ΥΠΕΞ, πρέσβης Αθ. Πολίτης, με έγγραφό του προς την πρεσβεία της Ρώμης διαβίβαζε το αίτημα της « εν Αθήναις Αδελφότητος των Υδραίων» σημειώνοντας: « Καίτοι το αίτημα τούτο υποβάλλεται μετά την πάροδον της υπό της Συνθήκης Ειρήνης μετά της Ιταλίας προβλεπομένης προθεσμίας, βασιζόμενοι εις την διά του υπ΄ αριθμόν 2886 από 6.5.1948 εγγράφου υμών αναφερομένην σχετικήν παρ΄ υμών επιφύλαξιν κατά την υποβολήν εις την Ιταλικήν Κυβέρνησιν του πίνακος αποδόσεων των εξ Ελλάδος αρχαιολογικών θησαυρών, περί ενδεχομένης περαιτέρω συμπληρώσεως τούτου, παρακαλούμεν υμάς όπως ευαρεστούμενοι συμπεριλάβητε εις τούτον και το ως άνω αίτημα, γνωρίζοντες ημάς σχετικώς» (ΑΠ 7515). Την πρωτοβουλία των Υδραίων είχαν ενθαρρύνει δημοσιεύματα της εποχής που έφεραν τον καθηγητή Σπ. Μαρινάτο να έχει ανακαλύψει « εις το εν Γκρατς της Αυστρίας Μουσείον Ελληνικάς αρχαιότητας αρπαγείσας κατά την κατοχήν των Γερμανών εκ Κρήτης» (ΑΠ 34, 29 Ιουλίου 1948). Στο ίδιο έγγραφο που υπέγραφαν ο πρόεδρος Γκ. Κουλούρας και ο γενικός γραμματέας της Αδελφότητας Ι. Σαχίνης περιγραφόταν ως εξής ο πολυπόθητος θησαυρός που κοσμούσε το απέριττου κάλλους βραχώδες νησί: «Εν Υδρα και επί ωραίου μαρμαρίνου βάθρου εις την τοποθεσίαν Περίπτερον, ήσαν εστημένα από πολλού τα κανόνια του ενδόξου Ναυάρχου του 1821 Ανδρέου Μιαούλη. Τα κανόνια αυτά κατά γενικήν ομολογίαν των κατοίκων, ως και του Δημάρχου Υδρας κ. Αντ. Λιγνού, όστις τυγχάνει και Διευθυντής του Ιστορικού Αρχείου Υδρας, αφηρπάγησαν κατά το διάστημα της κατοχής υπό των Ιταλών και μετεφέρθησαν εις Γένουαν». Και συνέχιζε το ίδιο έγγραφο: «Επειδή τα ιερά αυτά κειμήλια του 1821 εάν δεν επιστραφούν θα είναι από ιστορικής απόψεως μεγάλη απώλεια διά την Ελλάδα, θερμώς παρακαλούμεν όπως εν τη αρμοδιότητι Υμών διατάξητε τον εν Γενούη Ελληνα Πρόξενον,να προβή εις σχετικάς ερεύνας και καταλλήλους ενεργείας διά την εξεύρεσιν και επιστροφήν αυτών εις την Ελλάδα. Η τοποθέτησις των ιστορικών τούτων κειμηλίων επί του ισταμένου ήδη κενού βάθρου εν Υδρα ενέχει μεγάλην σημασίαν, διότι εκτός των άλλων ιστορικών λόγων θα υπενθυμίζουν εις τους επισκεπτομένους την νήσον τους ηρωϊκούς αγώνας και τας θυσίας τας οποίας ο ιερός αυτός Βράχος προσέφερεν διά την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος.Εν εναντία περιπτώσει πρέπει καταλλήλως να εξακριβωθή τί απέγιναν τα κανόνια αυτά διά να το γνωρίζη η Ιστορία και να στιγματίση καταλλήλως τους εκτελεστάς μιας τοιαύτης πράξεως».

Πράγματι, στις 25 Αυγούστου 1948 η πρεσβεία της Ρώμης θα απευθύνει εν είδει ρηματικής διακοινώσεως προς τον υπουργό Αμυνας της Ιταλίας Ραντόλφο Πακιάρντι το ελληνικό αίτημα περί επιστροφής των πολυβόλων στον ιστορικό Δήμο της Υδρας. Επί μία οκταετία όμως το θέμα θα παραμείνει σε εκκρεμότητα. Τον Νοέμβριο του 1955 ο Δήμος Υδρας θα επανέλθει με νέο αίτημα προς την πρεσβεία της Ρώμης: « Εχομεν την τιμήν να φέρωμεν εις γνώσιν υμών ότι,οι Ιταλοί κατά το ψυχορράγημά των το 1943 ελαφυραγώγησαν τα κανόνια της ναυαρχίδος του θαλασσαετού Ανδρέα Μιαούλη διά να τα διοχετεύσουν εις τα γερμανικά χυτήρια.Φημολογείται ότι ταύτα ευρίσκονται εις την Ιταλίαν και μάλιστα εις την Τζένοβαν και ότι οι Γερμανοί δεν μετέφεραν ταύτα εις τα χυτήριά των.Υποβάλλομεν την θερμήν παράκλησιν όπως μετά την εξακρίβωσιν της αληθείας περί της τύχης αυτών να τύχωμεν της απαντήσεως υμών, εάν δε ευρίσκονται εκεί να φροντίσωμεν διά την μεταφοράν και τοποθέτησιν αυτών επί του βάθρου αυτών το οποίον επί τόσον χρόνον τα προσμένει».

Σε σύντομο σχετικά διάστημα, στις 26 Ιανουαρίου 1956 ο πρέσβης Α. Ι. Αργυρόπουλος ενημέρωνε για την «άνευ θετικού αποτελέσματος έρευνα του παρ΄ ημίν Στρατιωτικού Ακολούθου:“Αν και συνεχίζεται η σχετική προσπάθεια είναι δυστυχώς αμφίβολον εάν, μετά πάροδον 15ετίας θέλει αύτη ευοδωθή τοσούτω μάλλον καθόσον ουδεμίαν ηδυνήθημεν να παράσχωμεν πληροφορίαν περί των συνθηκών υφ΄ ας αφηρέθησαν τα εν λόγω πυροβόλα,των ενεχομένων εις την αφαίρεσιν προσώπων, της πηγής της πληροφορίας ότι ταύτα μετεφέρθησαν εις Γενούην κ.λ.π.». (ΑΠ 186) Είναι γεγονός πως σε άλλο έγγραφο του ιδίου φακέλου με τίτλο «Κλαπείσες Αρχαιότητες», ο Αργυρόπουλος επεσήμαινε το 1955 ότι « η επταετής σιγή των ελληνικών αρχαιολογικών υπηρεσιών έσχεν ως μοιραίον αποτέλεσμα την άδικον αποστέρησιν της Ελλάδος από τα ωφελήματα του σχετικού άρθρου της Συνθήκης Ειρήνης» (ΑΠ 3133 «Περί απαχθεισών αρχαιοτήτων», 22.8.1955).

Εν τω μεταξύ, στάχτη στα μάτια επιχειρούσε το ιταλικό ΓΕΣ, που με έγγραφό του ενημέρωνε τον στρατιωτικό ακόλουθο στη Ρώμη, ταξίαρχο Δασκαλόπουλο, ότι « επειδή αι διενεργηθείσαι εν Γενούη αναζητήσεις απέβησαν άκαρποι, εζητήθη όπως ερευνήσουν σχετικώς και αι στρατιωτικαί αρχαί της Αλεσσάντρια» (σημ. εκεί ανήκε η Διεύθυνση Πυροβολικού). Κατέληγε δε: « Μολονότι φοβούμαι ως έχουν σήμερον τα πράγματα ότι δεν θα κατορθωθή η ανεύρεσις των κειμηλίων,αι έρευναι συνεχίζονται…». (ΑΠ 1770/ΑΝ, 19 Ιανουαρίου 1956)

Τελευταία προσπάθεια για την ανεύρεση των πολυβόλων θα γίνει από το Ναυτικό Μουσείο Ελλάδας δύο χρόνια μετά, στις 2 Αυγούστου 1958 (ΑΠ 4714 94), αλλά δυστυχώς χωρίς να λάβει καμία απάντηση. Για την Υδρα, οι περιγραφές που διαθέτουμε από ξένους περιηγητές από τον 19ο αιώνα ήδη είναι ποικίλες αλλά εξίσου γλαφυρές: από τον Λαμαρτίνο και τον Γκαλτ ως τον Πουκεβίλ και στις μέρες μας τον Τιερί Μονιέ, γάλλο δημοσιογράφο που πέθανε πρόσφατα, όλοι μιλούσαν για ένα μεγάλο και φιλόξενο λιμάνι με χωρητικότητα 375 τόνων (κατά τον Πουκεβίλ το 1813). Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του Μονιέ που έγραψε το 1962: «Η Υδρα υπήρξε το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας γύρω στα 1800.Σήμερα έχει πια μόνο τέσσερις χιλιάδες κατοίκους και μερικές γειτονιές της είναι ερειπωμένες. O μως φοράει ακόμα τα στολίδια της παλιάς της δόξας.Τα διακοσίων ετών κανόνια φρουρούν κατά δωδεκάδες τις άκρες του λιμανιού με τη μπούκα στραμμένη προς τον εχθρό που είναι ενδεχόμενο να έρθει από τη θάλασσα». Δεν υπάρχει πλέον καμία αμφιβολία ότι ο « εχθρός που ήλθε από τη θάλασσα» οδήγησε τα στολίδια της Υδρας στα χυτήρια της Γερμανίας.

Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών. Αρχαιότητες που χάθηκαν(;)
Η ΧΩΡΑ ΜΑΣείναι ίσως εκείνη που λεηλατήθηκε περισσότερο από κάθε ευρωπαϊκή χώρα που βρέθηκε στη ζώνη κατοχής του Αξονα. Η Ενωμένη Ευρώπη, όμως, που πασχίζει για κοινότητα στόχων και ενιαία πολιτιστική ταυτότητα και κληρονομιά, θα έπρεπε να δείχνει μεγαλύτερη ειλικρίνεια και, βεβαίως, διάθεση να αποκαταστήσει τις πληγές του παρελθόντος. Η έκθεση που συνετάγη το 1946 από το υπουργείο Παιδείας με τίτλο « Ζημίαι των αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατών κατοχής» εκπλήσσει με τον αριθμό όσων μνημείων της κλασικής αρχαιότητας και των βυζαντινών χρόνων καταγράφονται, να έχουν κλαπεί ή καταστραφεί. Ελάχιστα έκτοτε αποδόθηκαν.

Ενα όμως επιπλέον ζήτημα για τη χώρα μας παραμένει εκείνο του επαναπατρισμού των αρχείων των ισραηλιτικών κοινοτήτων τα οποία μετά τη λήξη του πολέμου και για 60 χρόνια φυλάσσονταν στα λεγόμενα « Οssobeni Αrchivi» («Ειδικά Αρχεία») στη Μόσχα. Και είναι λυπηρό πως, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν τέσσερις επί σειρά υπουργοί Εξωτερικών της χώρας μας, με πρώτον τον κ. Θ. Πάγκαλο το 1996, τα αρχεία μας δεν επεστράφησαν. Ενα τόσο απλό, τόσο δίκαιο αίτημα, αλλά με τεράστια ηθική σημασία για τη χώρα μας, παραμένει στις ρωσικές καλένδες « υπό διερεύνηση» τη στιγμή κατά την οποία ένοχα για τη στάση τους κράτη την περίοδο του πολέμου πήραν απάντηση από τη βραδύνουσα ρωσική γραφειοκρατία προ πολλού ήδη.