Oσοι ξένοι παρακολούθησαν από τις εφημερίδες ή τις τηλεοράσεις τα πρόσφατα επεισόδια στην Ελλάδα προσπαθούσαν να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν αυτό το ξέσπασμα ποικιλοτρόπως. Οι παλαιότεροι έκαναν αναδρομές στη δικτατορία ή έβλεπαν αναλογίες με τον Μάη του ΄68, άλλοι τα θεώρησαν προάγγελο των συγκρούσεων που η οικονομική κρίση θα επιφέρει σε διεθνές επίπεδο. Ολοι σχεδόν αντιμετώπιζαν τα επεισόδια με απορία και κρυφό δέος γιατί αντιλαμβάνονταν την αφορμή αλλά δεν μπορούσαν να καταλάβουν την αιτία τους.

Οι αναταραχές δεν είχαν ταξικό ή φυλετικό χαρακτήρα, όπως αυτές στη θατσερική Αγγλία της δεκαετίας του 1980 ή οι πιο πρόσφατες στις φτωχοσυνοικίες του Παρισιού, αλλά είχαν πρωταγωνιστή την ελληνική νεολαία, που θα μπορούσε να θεωρηθεί μια ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία για τα ελληνικά δεδομένα. Οι κοινωνιολόγοι μιλούν για ένα είδος underclass (υποτάξη) στις βιομηχανικές κοινωνίες, ομάδες δηλαδή πληθυσμού που εξακολουθητικά δεν μπορούν να επωφεληθούν από την οικονομική πρόοδο και παραμένουν στο περιθώριο. Αναρωτιέμαι αν η ελληνική νεολαία αποτελεί την τάξη χωρίς μέλλον, ένα είδος underclass της ελληνικής κοινωνίας.

Ανέκαθεν η Ελλάδα διακρίνεται για την ταξική της ρευστότητα, έπασχε όμως και πάσχει από έντονη πατερναλιστική ιεράρχηση και «κατά σειράν αρχαιότητας» νοοτροπία, που προκαλούν τεράστια απογοήτευση στους νέους, ωθώντας τους ενίοτε στα όρια της οργής. Προσέξτε πόσες φορές το επίθετο «νέος» χρησιμοποιείται συγκαταβατικά για ελπιδοφόρους δημιουργούς ή ακόμη και πολιτικούς για να τους υπενθυμίσει έμμεσα την επετηρίδα και ότι θα πρέπει να περιμένουν. Η ελληνική κοινωνία τιμά ρητορικά τους αγώνες της νεολαίας, είναι ωστόσο κατά βάση αντι-νεολαιίστικη. Για πολλά χρόνια εξασφάλιζε περισσότερο τις μεγάλες ηλικίες παρά τις μικρότερες και ως εκ τούτου η ανεργία μεταξύ των νέων στην Ελλάδα ήταν πάντα μεγαλύτερη. Μπορεί να εκφράζει τη συμπάθειά της για τη γενιά των 700 ευρώ, ξεχνά όμως ότι στην Ελλάδα τα όρια των συντάξεων αγγίζουν το 80% των μισθών ενώ σε άλλες χώρες δεν είναι ούτε καν το 40%. Αλλού το κράτος πρόνοιας αναλαμβάνει την ανεργία των νέων, ενώ στην Ελλάδα το επωμίζεται η οικογένεια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Πρόκειται για μια κοινωνία σταθερά προσανατολισμένη και βασισμένη στις μεγαλύτερες ηλικίες.

Πρόσφατα ο πρύτανης του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ πρότεινε στον διεθνούς φήμης φιλόσοφο Quentin Skinner να παραμείνει στη θέση του, παρά το γεγονός ότι είχε φτάσει το συνταξιοδοτικό όριο, και εκείνος απάντησε ότι, αν και θα ήθελε να παραμείνει, θα προτιμούσε το Πανεπιστήμιο να απασχολήσει δύο νέους επιστήμονες με τον μισθό που θα έδινε σε αυτόν. Θα γινόταν αυτό ποτέ στην Ελλάδα; Γενικά η Ελλάδα βάζει τροχοπέδη στους νέους, τους κρατά πίσω, τους αποθαρρύνει, τους ποδηγετεί και τους βάζει στο λούκι της μιας επιλογής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο στερείται ευελιξίας και δεν προσφέρει τη δυνατότητα στους νέους να αλλάξουν πορεία στη διάρκεια των σπουδών τους ή να συνδυάσουν αντικείμενα σπουδών. Στην Αγγλία κάποιος μπορεί να έχει σπουδάσει σε προπτυχιακό επίπεδο Ιστορία ή Φιλολογία αλλά σε μεταπτυχιακό ή επαγγελματικό επίπεδο μπορεί να εκπαιδευθεί στα Νομικά ή στην Πληροφορική και το αντίστροφο ενώ στην Ελλάδα αυτό είναι αδύνατο. Η επιλογή που ένας νέος θα κάνει με την εισαγωγή του στο Πανεπιστήμιο θα τον ακολουθεί διά βίου και θα του καθορίσει ή θα του περιορίσει τις επαγγελματικές επιλογές. Εφόσον όμως ζούμε σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο παγκόσμιο περιβάλλον, αυτή η ακαμψία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος δημιουργεί σοβαρές αγκυλώσεις και αισθήματα παγίδευσης στους νέους. Γιατί να μην υπάρχουν διατμηματικά προπτυχιακά προγράμματα σπουδών, ιδιαίτερα στις θεωρητικές επιστήμες, ώστε οι νέοι να μπορούν να συνδυάζουν δύο ή περισσότερα αντικείμενα σπουδών; Είναι ενδεικτικό ότιαρκετοί έλληνες νέοι κατανοούν τα προβλήματα της ελληνικής παιδείας όταν αρχίζουν τις μεταπτυχιακές σπουδές τους στο εξωτερικό και αποστασιοποιούνται από την ελληνική πραγματικότητα. Τότε συνειδητοποιούν πού οδηγεί η παρωχημένη ρητορεία περί πανεπιστημιακού ασύλου και η άγονη ριζοσπαστικότητα που δεν αποφέρει ριζικές αλλαγές γιατί χαρακτηρίζεται από καταστροφικό τσαμπουκά παρά από διάθεση θεσμικού μετασχηματισμού, βολικές αποχές από μαθήματα παρά από συγκεκριμένες προτάσεις. Μετά τη Μεταπολίτευση η πανεπιστημιακή νεολαία δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την ξύλινη κομματική ρητορεία, να αρθρώσει τον δικό της λόγο και να διεκδικήσει ουσιαστικά τα συμφέροντά της. Ετσι όλα αυτά τα χρόνια οι «αγώνες» της δεν κατόρθωσαν να βελτιώσουν το χάος των ελληνικών σχολείων ή πανεπιστημίων, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ώστε να πάψει να αποτελεί την ελληνική underclass. Παγιδευμένη από τον κομματικό εναγκαλισμό, η ελληνική νεολαία δεν κατάφερε να κάνει την πραγματική της επανάσταση, να μετασχηματίσει δηλαδή την οργή της σε ρεαλιστική πρόταση αλλαγής.

Δυστυχώς το ελληνικό σύστημα εκμεταλλεύεται τη νεολαία αλλά και η νεολαία με τη σειρά της, επιρρεπής στη ρομαντική ανεδαφικότητα, στην ασάφεια των μαξιμαλιστικών διεκδικήσεών της ή στην κομματική συναλλαγή των ηγετών της, συμβάλλει στη διαιώνιση αυτού του συστήματος. Αν και μοχθεί περισσότερο για να περάσει στο πανεπιστήμιο ή για να βρει μόνιμη εργασία, έχει τελικά τις λιγότερες ευκαιρίες από άλλες νεολαίες. Νιώθει αφόρητα εξαπατημένη και πιεσμένη από μια γεροντοκρατική κοινωνία αλλά δεν ξέρει πώς να αντιδράσει παρά μόνο με μια τυφλή και θυμωμένη αντι-εξουσιαστικότητα, που όμως δεν της προσφέρει μακροπρόθεσμα νέες προοπτικές.

Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Βirmingham της Αγγλίας.