Από τον Ιούλιο του 2003 ως τον Οκτώβριο του 2004, υπό την ιδιότητα του διευθυντή Η/Μ μελετών του μεγαλύτερου μελετητικού γραφείου της χώρας, είχα το προνόμιο και την ατυχία να διευθύνω την ομάδα των 14 Τεχνικών Συμβούλων της ΔΑΟΑ (Διεύθυνσης Ασφαλείας Ολυμπιακών Αγώνων) η οποία παρακολουθούσε για λογαριασμό του Δημοσίου τοσύστημα ασφαλείας C4Ι (Command, Control, Communication and Computer Ιntegration, δηλαδή Ενοποίηση Διοίκησης, Ελέγχου, Επικοινωνιών και Υπολογιστών).

Η υπόθεση του περιβόητου C4Ι δείχνει με ιδιαίτερα ανησυχητικό τρόπο μια κατάσταση η οποία θα είναι εξαιρετικά δύσκολο στο μέλλον να διορθωθεί.

Η Δικαιοσύνη, ο δημοσιογραφικός και ο πολιτικός κόσμος ερευνούν την υπόθεση υπό το πρίσμα της απόδοσης των ευθυνών σε συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα και στελέχη του κρατικού μηχανισμού. Ενεργούν, δηλαδή, με την ψευδαίσθηση ότι αν εκλείψουν οι δύο- τρεις πολιτικοί άνδρες που «τα έπιασαν» και οι δύο- τρεις επιχειρηματίες που τους «λάδωσαν» από το προσκήνιο, αυτομάτως ο δημόσιος βίος μας θα έχει εξυγιανθεί και η Ελλάδα θα καταστεί Σουηδία. Με τη συγκεκριμένη θέση που λαμβάνω δεν επιθυμώ να επιρρίψω ευθύνεςούτε πιστεύω ότι θα έπρεπε να αποδίδονται ευθύνες- σε οποιαδήποτε ιδιωτική εταιρεία για το συγκεκριμένο έργο.

Κάθε διευθύνων σύμβουλος μια εταιρείας έχει την υποχρέωση να παρουσιάζεται ενώπιον των μετόχων και να τους αναφέρει ότι η εταιρεία στην οποία επένδυσαν τις περιουσίες τους τους ανταπέδωσε την εμπιστοσύνη με κέρδη. Αυτό, άλλωστε, περιμένουμε όλοι εμείς οι πολίτες που αγοράζουμε μετοχές για να εξασφαλίσουμε τις μικρές ή μεγάλες αποταμιεύσεις που δημιουργήσαμε με κόπο.

Ετσι, όταν οι όροι ανταγωνισμού που έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια από το πολιτικό περιβάλλον επιβάλλουν σε έναν επιχειρηματία να χρησιμοποιήσει κάθε πρόσφορο μέσον για την επίτευξη του σκοπού του, θα ήταν υποκρισία να τον κατηγορήσουμε γιατί δεν άφησε την εταιρεία που διευθύνει να βουλιάξει στην αφάνεια επειδή κάποιοι άλλοι θα το πράξουν αντί αυτού. Για κάθε κύριο Χριστοφοράκο ο οποίος θα εμπλακεί τυχαία στο δίχτυ της Δικαιοσύνης θα υπάρχουν άλλοι 50 ή 100 επιχειρηματίες που απλώς θα ακολουθούν τους ίδιους άτυπα θεσπισμένους κανόνες που στην ουσία δεν έχουν αλλάξει από την εποχή της Τουρκοκρατίας.

Ας μιλήσουμε λοιπόν για το πολιτικό περιβάλλον, δηλαδή για εμάς τους ίδιους, χωρίς να ερυθριούμε ως παρθένες…

Υπό τη συγκυρία των παγκόσμιων γεωπολιτικών αναταραχών που πυροδοτήθηκαν με την αναρρίχηση στην εξουσία μιας νεοσυντηρητικής αμερικανικής κυβέρνησης και της επακόλουθης τρομοκρατικής επίθεσης της 11/9, καθώς και με την απειλή του διεθνούς Τύπου και των χωρών με μεγάλη επιρροή να παρουσιάσουν τη χώρα μας ως έναν παράδεισο για τη διεθνή τρομοκρατία, οι έλληνες πολιτικοί των δύο μεγάλων κομμάτων κατανόησαν ότι έπρεπε να υιοθετηθεί ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό και δαπανηρό σύστημα ασφαλείας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004.

Δεν θα ασχοληθώ με τα κριτήρια με τα οποία έγινε η επιλογή του ομίλου που θα υλοποιούσε το σύστημα C4Ι. Αυτό, αν κρύβει σκοτεινά σημεία, ανήκει στη Δικαιοσύνη να το προσδιορίσει. Και εγώ άκουσα διάφορα σχόλια, πολλές φορές από σημαντικά στελέχη, αλλά παραμένουν πάντα στη σφαίρα της προσωπικής άποψης και όχι σε απτά γεγονότα. Η προσπάθεια, όμως, υλοποίησης του συγκεκριμένου έργου ξεκίνησε με τη συνταγή της αποτυχίας:

▅ Αντί ένα τόσο μεγάλο έργο υψηλής τεχνολογίας να προσδιοριστεί με βάση τις τεχνικές του απαιτήσεις και να ανατεθεί σε έναν διεθνή ή ελληνικό κατασκευαστικό όμιλο, ο οποίος θα είχε συγκεκριμένους προμηθευτές και διαδικασίες υλοποίησης και θα ήταν υπεύθυνος για το τελικό αποτέλεσμα, το όλο εγχείρημα αντιμετωπίστηκε ως προμήθεια αμυντικού υλικού, υπο γράφηκε από το υπουργείο Εθνικής Αμυνας και διοικήθηκε από το υπουργείο Δημόσιας Τάξης με τη συμμετοχή της Οργανωτικής Επιτροπής των Ολυμπιακών Αγώνων. Αυτό δημιούργησε αυτομάτως πολλαπλούς πόλους και κέντρα λήψης αποφάσεων τα οποία κινούνταν με εξαιρετικά δύσκαμπτο τρόπο. Οι ατέρμονες συσκέψεις στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης τις οποίες παρακολούθησα ποτέ δεν έφεραν κάποιο απτό αποτέλεσμα πέρα από τη διατύπωση πολλών ευχολογίων.

▅ Η σύμβαση που υπογράφηκε μεταξύ του προμηθευτή ομίλου SΑΙC/Siemens και του ελληνικού Δημοσίου δεν ελέγχθηκε ποτέ από έναν τεχνικό σύμβουλο κατά τη φάση της κατάρτισής της ώστε να εντοπισθούν οι σοβαρές ασάφειες γύρω από την τεχνική υλοποίηση του έργου και να προσδιοριστούν συγκεκριμένες προδιαγραφές βάσει των οποίων θα γινόταν η υλοποίηση αυτή. Ετσι, ένα από τα σημαντικότερα έργα υψηλής τεχνολογίας της χώρας ελέγχθηκε για την πληρότητά του από δικηγόρους, οικονομολόγους και στρατιωτικούς οι οποίοι ποτέ τους δεν είχαν αντικρίσει εργοτάξιο. Ο δε «ειδικός» σύμβουλος ασφαλείας από την Αυστραλία, ο οποίος αμείφθηκε με τεράστια ποσά για να συντάξει τις προδιαγραφές λειτουργίας του C4Ι, είχε στο προσωπικό του μόνο έναν (1) αρχιτέκτονα με ελάχιστη εμπειρία σε έργα. Οταν η ομάδα μου για πρώτη φορά είδε κάποιους από τους όρους της (υπογεγραμμένης ήδη) σύμβασης μείναμε έκπληκτοι από το μέγεθος της αβλεψίας των υπευθύνων και προβλέψαμε καταστροφική πορεία για τα συμφέροντα του Δημοσίου. ▅ Οι προδιαγραφές προέβλεπαν αυθαίρετα την ομαλή λειτουργία ενός online συστήματος πληροφόρησης στο οποίο θα συνεργάζονταν αρμονικά 1.100 υπολογιστές, όταν το μεγαλύτερο αντίστοιχο σύστημα στη Ν. Υόρκη ως εκείνη τη στιγμή αξιοποιούσε περίπου 120 υπολογιστές. Το θλιβερό αποτέλεσμα ήταν κατά τη διάρκεια των αγώνων το σύστημα να καταρρέει όταν έμπαιναν online πάνω από 80 σημεία. ▅ Αν και το Δημόσιο γνώριζε πολύ καλά από καιρό ότι κάποια στιγμή θα έπρεπε να εγκαταστήσει τον ανάδοχο του C4Ι στις διάφορες αθλητικές εγκαταστάσεις, δεν έπραξε τίποτε ώστε να δεσμεύσει τις εταιρείες που κατασκεύαζαν τις εγκαταστάσεις αυτές να δεχθούν την κοινοπραξία SΑΙC/Siemens τότε που έπρεπε στα εργοτάξιά τους. Η ομάδα μου άκουγε καθημερινά τους εργοταξιάρχες των κατασκευαστικών εταιρειών να μας λένε (σε διάφορα στάδια αδιαφορίας ή εχθρότητας): « Δεν ξέρω τίποτε,αφού τελειώσουμε εμείς και παραδώσουμε το έργο στη ΓΓΑ (ή στη ΓΓΔΕ) τότε μόνο θα μπούνε οι ανάδοχοι του C4Ι ». Ετσι, με την ολιγωρία και την εξοργιστική έλλειψη συντονισμού, επιτρέψαμε στην SΑΙC/Siemens να χάσει πέντε- έξι κρίσιμους μήνες και να μας ζητάει τα ρέστα επειδή ανετράπη εντελώς το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης του έργου.

▅ Για όλο το έργο του C4Ι δεν υπήρξε ούτε ένας θεσμοθετημένος από τη σύμβαση επιβλέπων μηχανικός! Η Ομάδα Τεχνικών Συμβούλων, την οποία συντόνιζα, κλήθηκε στο έργο τον Ιούλιο του 2003 χωρίς καμία επίσημη αρμοδιότητα να επιβάλει λύσεις και να ελέγχει ουσιαστικά τον ανάδοχο. Η αρχική μας λειτουργία, (όπως τη φαντάστηκαν οι ιθύνοντες «εγκέφαλοι») ήταν η απλή αναφορά προόδου στην οποία συνειδησιακά ως μηχανικοί αρνηθήκαμε να περιοριστούμε. Οποιες αρμοδιότητες αναλάβαμε τις αναλάβαμε λίγο- πολύ μόνοι μας και αυθαίρετα, γιατί όταν μιλούσαμε στους αστυνομικούς και στους στρατιωτικούς για τα κρίσιμα θέματα των κακοτεχνιών και των ελλείψεων μάς κοιτούσαν σαν να μιλούσαμε κινεζικά.

▅ Πολλοί έντιμοι και εργατικότατοι αστυνομικοί και στρατιωτικοί, πρόεδροι και μέλη επιτροπών παραλαβής των διαφόρων υποσυστημάτων του C4Ι, κατακλύζονταν από έναν ορυμαγδό λάθρα διορισθέντων ατόμων και από ένα περιρρέον κλίμα αδιαφορίας για την πρόοδο του έργου και τα μεσο/μακροπρόθεσμα συμφέροντα του Δημοσίου. Καμία προσπάθεια δεν έγινε, προκειμένου να καταγραφούν οι ελλείψεις και παραλείψεις του αναδόχου ώστε το Δημόσιο να έχει στα χέρια του κάποια ισχυρά διαπραγματευτικά στοιχεία. Οι επανειλημμένες επιστολές που συνέταξε η ομάδα μου για τα θέματα αυτά πέρασαν εντελώς απαρατήρητες από ανθρώπους που έβλεπαν το όλο εγχείρημα ως εφαλτήριο για το επόμενο στάδιο της καριέρας τους στο Δημόσιο ή στην πολιτική. Οι λίγοι που ενδιαφέρθηκαν δεν κατάφεραν να επιτύχουν τίποτε για να αλλάξει η κακή κατάσταση.

▅ Υπήρχε ένα έντονο κλίμα ανταγωνισμού για την εξασφάλιση αρμοδιοτήτων μεταξύ της Γενικής Διεύθυνσης Ασφαλείας του Αθήνα 2004 (η οποία καταργήθηκε ύστερα από κάποιο διάστημα) και της ΔΑΟΑ, μέσα στο οποίο οι μόνοι μηχανικοί του έργου (η ομάδα μου, δηλαδή) ένιωθαν ότι τους επιφυλασσόταν ρόλος δικαιολογητική διαφόρων αποφάσεων. Βλέπαμε να υπερκοστολογούνται πολλές πρόσθετες εργασίες, αλλά ποτέ οι διαφορετικές κοστολογήσεις μας δεν χρησίμευαν ως διαπραγματευτικό όπλο από το ελληνικό Δημόσιο και ο ανάδοχος τελικά έπαιρνε αυτά που ζητούσε. Οι συμπαθέστατοι και ευγενέστατοι (όσο τους γνώρισα προσωπικά) κύριοι Δενδρινός και Τρεπεκλής είχαν κάθε ευκαιρία και δικαίωμα να εκμεταλλευθούν κατάλληλα και προς όφελος των εταιρειών τους αυτή τη θλιβερή οπερέτα που ονομαζόταν πελάτης.

▅ Η αδυναμία του Δημοσίου να επιβάλει έστω και κάποιο στοιχειώδες επίπεδο ελέγχου στο έργο γινόταν εμφανής όσο πλησίαζε η ημερομηνία έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο υφυπουργός κ. Μαρκογιαννάκης έφθανε σε σημείο νευρικού κλονισμού στις συσκέψεις εξαιτίας των καθυστερήσεων αλλά η SΑΙC/Siemens είχε πάντα έναν λόγο για αυτές και οι όποιες ευθύνες της κοινοπραξίας χάνονταν μέσα στους οργανωτικούς λαβυρίνθους ενός έργου το οποίο ελάχιστοι είχαν τη δυνατότητα και τις γνώσεις να παρακολουθήσουν. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι ο κ. Μαρκογιαννάκης ήταν ο μόνος που έδωσε εντολή να πράξουμε ό,τι ήταν αναγκαίο αλλά η επιμονή του αυτή δεν έκανε καλό στην πολιτική του καριέρα.

▅ Η φράση «ποιότητα κατασκευής» χάθηκε μέσα στην πρεμούρα της υλοποίησης και όταν τα μέλη της ομάδας μου την ανέφεραν γινόμασταν αντικείμενο ειρωνικών σχολίων περί φερετζέ της Μαριορής. Οταν δε, μετά τους αγώνες, μας ζητήθηκε να συμμετέχουμε στη διαδικασία παραλαβής του έργου ο ποιοτικός παράγων δεν επέτρεψε σε κανέναν από τους μηχανικούς της ομάδας μου να υπογράψει ότι το έργο αυτό περαιώθηκε με επιτυχία. Οι ελλείψεις και οι κακοτεχνίες ήταν κραυγαλέες και οι περισσότερες από αυτές απλώς κρύφτηκαν με την αποξήλωση των συστημάτων και την αναδιανομή του εξοπλισμού μέσα στις υπηρεσίες του Δημοσίου κατά τρόπο που έκανε την αξιολόγηση του συστήματος αδύνατη. Το γενικότερο consensus σε όλα τα επίπεδα ήταν ότι η παραλαβή του έργου δεν θα ήταν τεχνική ή διοικητική αλλά πολιτική πράξη στο τέλος. Τα παραπάνω είναι λίγα μόνο από τα στοιχεία που οδήγησαν σε φιάσκο ένα τόσο σημαντικό έργο. Και δυστυχώς το έργο αυτό είναι ένα από τα δεκάδες που έγιναν κατά την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων και εξακολουθούν να γίνονται και σήμερα, πολλές φορές υπό τη διοίκηση φορέων εξίσου αναρμόδιων και αδιάφορων για την τελική τους έκβαση. Σύμφωνοι, υπήρξαν ιδιωτικές εταιρείες που είχαν τόσο τα μέσα όσο και την ευκαιρία να εκμεταλλευθούν το σαθρό σύστημα οργάνωσης του ελληνικού Δημοσίου. Δεν ήταν οι πρώτοι και δεν θα είναι οι τελευταίοι. Αυτός είναι ο ρόλος τους αν δεν θέλουν να εξαφανιστούν ως είδος.

Η βλακεία, η αδιαφορία, το βόλεμα και το λάδωμα δεν έχουν κομματικά χρώματα. Απαντώνται παντού στη χώρα μας και είναι περισσότερο ανθρώπινες και κοινωνικές ιδιότητες και λιγότερο κομματικές. Το να κατανοήσουμε κάτι τέτοιο, όμως, θα μας υποχρέωνε να κοιτάξουμε καλύτερα στον καθρέφτη μας και αυτό δεν το θέλουμε, έτσι δεν είναι;

Ο κ. Κώστας Μ. Κάπος είναι Μηχανολόγος Μηχανικός Μ.Sc. /ΡΕ και ήταν υπεύθυνος της επίβλεψης του έργου C4Ι την εποχή που κατασκευαζόταν.