O Μακεδονικός Αγώνας, όπως καταλήξαμε την περασμένη Κυριακή στο πρώτο σημείωμά μας για το επίμαχο ιστορικό ζήτημα, υπήρξε σκληρός και αδυσώπητος. Η διαπάλη των ένοπλων τμημάτων παρέσυρε αμάχους, τα αντίποινα ήταν συνεχή, κάηκαν χωριά, επίσκοποι, κληρικοί και δάσκαλοι, οι βασικοί παράγοντες διαμόρφωσης εθνικής συνείδησης έγιναν στόχος και δέχθηκαν δολοφονικές επιθέσεις.

Ηταν και η διάκριση ιερωμένων και πληθυσμών μεταξύ «πατριαρχικών» και «εξαρχικών» που τροφοδότησε επίσης εντάσεις και διεκδικήσεις. Αλλά και αυτή απέπνεε σύγχυση, καθώς δεν ταυτιζόταν απαραιτήτως το ιερατικό σχήμα με την εθνική συνείδηση. Σε εκείνο όμως το περιβάλλον της διεκδίκησης ακόμη και η σχηματική τοποθέτηση απετέλεσε εργαλείο επιρροής, ή και επιβολής ακόμη. Πολλά πατριαρχικά χωριά αναγκάστηκαν να προσχωρήσουν στη σχισματική Εξαρχία και σταδιακά στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα υπήρξε ταύτιση των «πατριαρχικών» με τους Ελληνες και των «εξαρχικών» με τους Βούλγαρους και έτσι με τον καιρό η αποδοχή του Πατριαρχείου σήμαινε και προτίμηση ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Στη βάση αυτής της διάκρισης-αντίθεσης, πλήθος δίγλωσσων εκείνης της περιόδου δέχθηκε την πίεση των βουλγαρικών ένοπλων ομάδων, οι οποίες απαιτούσαν υποταγή στη Βουλγαρική Εκκλησία. Ισως ακριβώς αυτή η βίαιη στάση των βουλγαρικών ένοπλων τμημάτων στο συγκεκριμένο ζήτημα να καθόρισε και την έκβαση της διεκδίκησης. Οι επιτυχίες των ελληνικών δυνάμεων στην περιοχή, όπως ειδικοί μελετητές υποστηρίζουν, στηρίχθηκε ακριβώς στην υποστήριξη του ντόπιου ελληνικού στοιχείου, των πατριαρχικών σλαβόφωνων και των Γραικομάνων Βλάχων και βεβαίως στην αντιπαράθεση εντός του VΜRΟ, το οποίο συγκλονιζόταν από τη διαμάχη μεταξύ των βερχοφιστών που ήθελαν την προσάρτηση της Μακεδονίας από τη Βουλγαρία και των σεντραλιστών, που επέμειναν στην αυτονομία της Μακεδονίας.

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι
Αυτό δεν σημαίνει ότι τα ελληνικά ένοπλα τμήματα δεν προχώρησαν σε βιαιοπραγίες και ακρότητες. Συνήθως προσπερνώνται, αλλά ο ματωμένος γάμος του Σκλήθρου, η σφαγή της Ζαγοριστάνης και το κάψιμο της Αβδέλας είναι πραγματικά γεγονότα και δεν μπορούν να αποσιωπηθούν. Οπως και να έχει πάντως, από τα τέλη του 1905 φαινόταν η επικράτηση των ελληνικών ένοπλων τμημάτων στην περιοχή. Γεγονός που οδήγησε τη Βουλγαρία το 1906 σε αντίποινα και διωγμούς εις βάρος των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας. Ισως μάλιστα εκείνη η μετάπτωση στην απόλυτη βία να ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τις ελληνικές δυνάμεις και να επέτρεψε τη συνειδητοποίηση της σημασίας του Μακεδονικού Αγώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι λίγα χρόνια αργότερα η παλαιά πολιτική τάξη σαρώθηκε στη χώρα μας. Το κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου το 1909 στου Γουδή και η κυριαρχία του Ελευθερίου Βενιζέλου στην πολιτική σκηνή της χώρας, μπορεί να μη συνδέονται ευθέως με τον Μακεδονικό Αγώνα, αλλά σίγουρα επηρεάστηκαν από τις εσωτερικές διεργασίες που προκάλεσε στον μικρό ακόμη τότε ελλαδικό χώρο. Εναν χρόνο νωρίτερα το κίνημα των Νεοτούρκων το 1908 και οι βίαιες προσπάθειες εκτουρκισμού των κατεχομένων περιοχών είχαν ασκήσει τη δική τους επίδραση. Υπό το βάρος της τουρκικής πια δραστηριότητας και επειδή πολλά είχαν κριθεί στον ελληνοβουλγαρικό ανταγωνισμό στη Μακεδονία, άλλες επιλογές ήλθαν να ξεπεράσουν τον Μακεδονικό Αγώνα. Τώρα πια η ψυχορραγούσα αυτοκρατορία απειλούσε και πάλι όλες τις υποδουλωμένες εθνότητες της Βαλκανικής και ετέθη ζήτημα συνεργασίας για την οριστική αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Κάπως έτσι ξεπεράστηκε και ο Μακεδονικός Αγώνας. Εληξε το 1908 και έκτοτε Ελληνες, Βούλγαροι και Σέρβοι μπήκαν σε διαδικασία κοινής δράσης, έχοντας όμως πάντα στον νου τους τα εδάφη και τους πληθυσμούς που θα μπορούσαν να κερδίσουν οι συντονισμένες εναντίον του κοινού εχθρού προελαύνουσες εθνικές στρατιωτικές δυνάμεις.

Ουσιαστικά επρόκειτο περί μετάπτωσης προς έναν βαλκανοτουρκικό πόλεμο, χωρίς όμως να υπάρχει συμφωνία για τον τρόπο διανομής των εδαφών. Σε εκείνη τη φάση καταγράφεται και η μεταστροφή των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες εγκατέλειψαν το δόγμα της εδαφικής ακεραιότητας της Αυτοκρατορίας και ουσιαστικά έδωσαν το τελικό σήμα κατάλυσής της. Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος μεταξύ φθινοπώρου 1912 και καλοκαιριού 1913 οδήγησε σε έναν ανταγωνισμό προέλασης των πολλών εθνικών στρατευμάτων. Ο ελληνικός στρατός κέρδιζε συνεχώς πόλεις και την κρίσιμη στιγμή έπειτα από την επιμονή του Βενιζέλου έκανε την κρίσιμη στροφή και αντί του Μοναστηρίου επέλεξε την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, προλαβαίνοντας στα όρια της πόλης τον βουλγαρικό. Σε εκείνη τη χρονική συγκυρία οι Βούλγαροι που κινούνταν από το όραμα της «Μεγάλης Βουλγαρίας» και διεκδικούσαν τα περισσότερα απογοητεύθηκαν και επιτέθηκαν κατά των συμμάχων τους. Στα τέλη Ιουνίου του 1913 ξεκίνησε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος, που έφερε τον βουλγαρικό στρατό αντιμέτωπο με τον ελληνικό, τον ρουμάνικο και τον ηττημένο τουρκικό. Σε διάστημα ενός μηνός οι Βούλγαροι νικήθηκαν και οδηγήθηκαν σε συνθηκολόγηση στο Βουκουρέστι στα τέλη Αυγούστου του ιδίου χρόνου.

Θα επανέλθουν όμως γρήγορα, καθώς ο μεγαλοϊδεατισμός τούς είχε καταλάβει. Δεν θα διστάσουν το 1914, όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, να συμμαχήσουν με την Αυστροουγγαρία και τη Γερμανία, προκειμένου να κερδίσουν εδάφη της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, καθώς και της Νότιας Σερβίας, όπου σήμερα βρίσκεται το κρατίδιο των Σκοπίων. Εισέβαλαν τότε ως κατακτητές στη ζώνη της Καβάλας και σε εδάφη σερβικά, αλλά με τη λήξη του πολέμου πάλι έχασαν, καθώς βρέθηκαν στο πλευρό των ηττημένων. Είναι η στιγμή που το ελληνικό κράτος θα επεκταθεί στα σημερινά όριά του πέρα από τον Νέστο και ως τον Εβρο.

Η ανταλλαγή πληθυσμών
Η ελληνική επέκταση δεν σήμανε βεβαίως και τη λύση του μακεδονικού ζητήματος. Στην ελληνική πια Μακεδονία, έπειτα από τις συνθήκες του Νεϊγύ και των Σεβρών του 1919 και 1920, ζουν σημαντικοί πληθυσμοί Τούρκων, σλαβόφωνων, Βουλγάρων και άλλων, οι οποίοι θα πιέζουν και θα διεκδικούν ακόμη και σε εκείνη τη συγκυρία. Η ακολουθήσασα Μικρασιατική Καταστροφή και τα πολλά κύματα προσφύγων θα οδηγήσουν σε υποχρεωτικές ανταλλαγές πληθυσμών και τελικώς θα είναι αυτές που θα δώσουν τη λύση. Περίπου 700.000 από τη Μικρά Ασία, από τον Πόντο και την Ανατολική Ρωμυλία θα εγκατασταθούν στην ευρύτερη ζώνη της Μακεδονίας και θα ανατρέψουν την ως τότε πληθυσμιακή σύνθεση της περιοχής. Τότε ουσιαστικά επήλθε και η λύση του μακεδονικού ζητήματος. Το ελληνικό στοιχείο επεκράτησε οριστικά στη Βόρειο Ελλάδα και ο ελληνικός πληθυσμός μετά το 1922 έφθασε το 88%, από 43% που ήταν το 1920.

Το μακεδονικό ζήτημα όμως θα παραμείνει ζωντανό, καθώς Σέρβοι και Βούλγαροι θα διατηρήσουν τις διεκδικήσεις. Οι Σέρβοι επέμειναν ακόμη και το 1923 να αναγνωρισθεί ως σερβική η Θεσσαλονίκη, διεκδικούσαν κυριαρχικές παραχωρήσεις στη σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης- Γευγελή και απαιτούσαν να αναγνωρισθούν ως σερβικοί οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί της Δυτικής Μακεδονίας. Σε εκείνη τη συγκυρία τον Μάρτιο του 1924 συνέρχεται η Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία, η οποία αποδέχθηκε υπό την πίεση του βούλγαρου κομμουνιστή ηγέτη Γκιόργκι Δημητρόφ θέσεις υπέρ της «ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας». Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς θα συνέλθει το 5ο συνέδριο της Κομιντέρν (της Κομμουνιστικής Διεθνούς), η οποία και θα την επικυρώσει. Οι ηγέτες του ΚΚΕ Παντελής Πουλιόπουλος και Σεραφείμ Μάξιμος θα τη δεχθούν για να μη διασπασθεί το διεθνιστικό κομμουνιστικό κίνημα και έκτοτε συνεχείς θα είναι οι πιέσεις της Κομιντέρν, φέρνοντας σε εξαιρετικά δύσκολη θέση το ΚΚΕ. Εξ αυτού του λόγου ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος θα διαγραφεί, επειδή δήλωσε ότι «το Μακεδονικό λύθηκε μετά την εγκατάσταση των προσφύγων» .