Α νήκω στη «γενιά του Πολυτεχνείου» από παρεξήγηση. Ή μάλλον, η χειρότερη παρεξήγηση είναι πως για να μιλήσω για τη δική μου δικτατορία, για το «τι έκανες στον πόλεμο, μπαμπά;», οφείλω να ξεκινήσω από το μονολεκτικό σύνθημα «Πολυτεχνείο», μια και η λέξη έγινε ο συντομότερος κωδικός τρόπος για να πεις το «Ημουν κι εγώ εκεί…». Ενώ, αν θελήσεις να πιάσεις το νήμα της διήγησης αλλιώς, αν αρχίσεις και μιλάς για την Αντίσταση ΄67-΄74, που για σένα το «Πολυτεχνείο» είναι απλώς μια κορυφαία στιγμή, τότε το κλίμα αλλάζει. Γίνεσαι κάπως ντεμοντέ και φέρνεις λίγο από Τάκη Μπενά και Νίκο Καλούδη.

Οταν όμως μιλάς για το «Πολυτεχνείο», η κόρη σου και ο γιος σου δεν θα κάνουν – αμέσως τουλάχιστον- «ζάπινγκ». Κάτι φέρνεις από Γούντστοκ, κάτι από τον αέρα των μεγάλων εξεγέρσεων του ΄60. Μπορεί- στη χειρότερη περίπτωση- να επιμερίζεσαι κάτι που ποτέ δεν υπήρξες, ένα κομμάτι από τα «κουρέλια που τραγουδάνε ακόμα», να φέρνεις λίγο από Εasy Rider και Γουίλιαμ Μπάροουζ, μια κολασμένη ψυχή, με προσωπική συμμετοχή σε μια εξέγερση που όλο και περισσότερο καλείται να επαληθεύσει τα μετά του καθενός, παρά να υπηρετήσει τα τότε.

Αλλωστε το «Πολυτεχνείο» είναι μια κοινόχρηστη, σε τελευταία ανάλυση, υπόθεση. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τον υποψήφιο βουλευτή του ΠαΣοΚ που στο βιογραφικό του ανέφερε με κάθε σοβαρότητα ότι «μετέσχε ενεργά στις κηδείες των Γεωργίου Παπανδρέου, Γεωργίου Σεφέρη και στο Πολυτεχνείο». Είναι, βεβαίως, πολύ πιθανό να συνέβη κι έτσι. Αλλά είναι εξίσου αδύνατον να αποδειχθεί ότι συνέβη κι αλλιώς. Οτι, δηλαδή, ο κ. υποψήφιος, σιωπών γενικώς και βιώνων λάθρα ή, έστω, τραγουδώντας στην ταβέρνα Θεοδωράκη, περίμενε πότε κάποιοι άλλοι θα «βγάλουν το φίδι από την τρύπα», για να εκπροσωπήσει μετά την τρύπα…

Το «Πολυτεχνείο» και ο μύθος που το περιβάλλει με ενοχλούν λοιπόν απόλυτα. Με ενοχλεί και ο εαυτός μου, που συχνά υποκύπτει και ομιλεί για το Πολυτεχνείο σε εφημερίδες, ραδιόφωνα και τηλεοράσεις. Με ενοχλεί γιατί η αναγόρευση του Πολυτεχνείου σε κορυφαία στιγμή της νεότερης πολιτικής μας ιστορίας είναι η πιο γιγάντια επιχείρηση συγκάλυψης, με πλήρη λαϊκή συνέργεια, της εξαετούς αδράνειας της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στη χούντα. Ο «λαός» μυθοποίησε το Πολυτεχνείο για να λυτρώσει και να εξαγνίσει τη μη αντίσταση στη χούντα, το ότι είχε καθήσει, σε όχι ευκαταφρόνητο ποσοστό, για τα καλά στον «μπιντέ», που ο διεισδυτικός Μάριος Χάκκας διέγνωσε ως έδρα των νέων νεοελληνικών ενδιαφερόντων.

Είναι ακριβές ότι η χούντα δεν βρήκε ποτέ ενεργό λαϊκή υποστήριξη. Είναι ακριβές ότι ο λαός, στη συντριπτική του πλειοψηφία, κράτησε μια απόσταση από τη χούντα από την αρχή, και μετά όλο και πιο ανοιχτά- έστω με τη μορφή των ανεκδότων- έδειχνε μια διάθεση παθητικής αντίστασης. Είναι αληθές ότι σε δεκάδες χιλιάδες υπήρχε η σπίθα για το «κάτι παραπάνω», αν δινόταν η ευκαιρία: Παράδειγμα η κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου, το 1968, όπου μετέσχε ενεργά και ο περί ου ο λόγος υποψήφιος του ΠαΣοΚ. Αλλά είναι επίσης αληθές ότι από το 1967 ως το 1972, έως ότου αρχίσει να δρα το φοιτητικό κίνημα, η ενεργητική αντίσταση κατά της δικτατορίας αριθμούσε κάποιες εκατοντάδες ανθρώπους, λίγες χιλιάδες έστω.

Και δεν μιλώ, φυσικά, για τους εξόριστους ή τους «σεσημασμένους» αριστερούς, σαν τον μπάρμπα μου τον Τρύφωνα Βακάλη, που πρόσθεσε άλλα τέσσερα χρόνια εξορίας στα δεκαεφτά χρόνια φυλακής που ήδη είχε κάνει. Ο θείος Τρύφωνας μου είχε δώσει άλλωστε την κατάλληλη συμβουλή, από τη μακρά του πείρα: «Αν σε πιάσουνε, όσο κι αν φοβάσαι, να σταθείς καλά. Εγώ έχω φάει λιγότερο ξύλο από άλλους γιατί από την αρχή δεν μίλαγα καθόλου και έλεγα στον ανακριτή μου “Πάρε τα ματσούκια σου και πάμε”…

Η εικόνα του Πολυτεχνείου την επόμενη ημέρα της άλωσής του από τη χούντα

Τους σπάει αυτό, κουράζονται και σε αφήνουν πιο γρήγορα απ΄ ό,τι αν πας να ελιχθείς».

Αυτοί οι άνθρωποι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, για άλλη μία φορά, άντεξαν καλά και έσπασαν πολλά ματσούκια στις ράχες τους, χωρίς να λυγίσουν την αξιοπρέπειά τους ούτε έναν πόντο. Αλλά αυτοί ήταν παλιοί γνώριμοι, με παλιούς λογαριασμούς. Νέους λογαριασμούς όμως λίγοι άνοιξαν στα πέντε πρώτα χρόνια της χούντας. Η αντίσταση κατά της χούντας, προτού ξεσπάσει το φοιτητικό κίνημα και μεταβάλει ριζικά το τοπίο, στηρίχτηκε σε ορισμένες πολιτικές «οικογένειες». Των συντηρητικών πολιτικών και των απόστρατων στρατιωτικών. Των «κεντρογενών», της Δημοκρατικής Αμυνας, του ΠΑΚ, της ΔΕΚΑ, της Ελληνικής Αντίστασης του Αλ. Παναγούλη κτλ. Των οργανώσεων που η μήτρα τους βρισκόταν στα δύο ΚΚ.

Ολες αυτές οι «οικογένειες» βρήκαν αντιστοίχηση στο πολιτικό σκηνικό της Μεταπολίτευσης και νομιμοποίηση της δράσης τους. Αλλά αξίζει να σημειωθεί- και η παρατήρηση δεν στερείται σημασίας – ότι η Αντίσταση, στο σύνολό της, υποτιμήθηκε και υποβαθμίστηκε στους μεταπολιτευτικούς κομματικούς οργανισμούς, καθώς κυριάρχησαν αλλού οι συναλλαγέντες και αλλού οι απόντες στον σχηματισμό των κομματικών ηγεσιών, που όλες όμως τελετουργικά υποκλίνονται στο Πολυτεχνείο, διεκδικώντας μάλιστα και κομμάτι του.

Ωστόσο υπάρχει μια «οικογένεια» η οποία σκεπάζεται από πέπλα λήθης και την κάλυψε η απόλυτη σιωπή. Αυτή η τελευταία ήταν, κυρίως, και η δική μου. Ηταν οι ομάδες της επαναστατικής Αριστεράς, ή μιας μαρξίζουσας Κεντροαριστεράς, που έβλεπαν ως μέσο απαλλαγής από τη χούντα «και το καθεστώς της εξάρτησης» τον «ένοπλο αγώνα», ή θεωρούσαν τη «δυναμική αντίσταση» ως τον μόνο δρόμο ανατροπής της δικτατορίας. Οι λίγες εκατοντάδες άνθρωποι που ενεπλάκησαν σ΄ αυτή την περιπέτεια αποτελούσαν ένα μοναδικό- και σπάνιο- ιδεολογικό και πολιτικό μείγμα. Πάνω τους διασταυρώνονταν οι πιο διαφορετικές επιδράσεις και επιρροές. Ο Τσε Γκεβάρα και ο Φιντέλ Κάστρο, ο Κάρλο Μαριγκέλα και ο Ραούλ Σεντίκ, ο Ρεζί Ντεμπρέ και ο Μάο Τσε Τουνγκ συνυπήρχαν με τον πλέον ετερογενή ιδεολογικό εκλεκτικισμό, από τους κλασικούς ως τον Ζαν-Πολ Σαρτρ. Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των ομάδων ήταν εξίσου ενάντια στον «υπαρκτό σοσιαλισμό» και στο γραφειοκρατικό μοντέλο, όπως και στον καπιταλισμό. Σ΄ αυτές τις οργανώσεις το ροκ είχε νομιμότητα, όπως και ο έρωτας. Ετσι οι οργανώσεις γίνονταν ο χώρος της Ουτοπίας, καθώς μόνο μέσα στους κόλπους τους μπορούσαν να εκδιπλωθούν όλες οι αντιλήψεις, οι προσδοκίες και τα οράματα για τον κόσμο. Διαμορφώθηκε ένας εκρηκτικός συνδυασμός, της απόλυτης ανιδιοτέλειας και αυτοθυσίας στη στράτευση, μια πρωτοφανής συντροφικότητα, μια μοναδική ανθρώπινη αλληλεγγύη, καθώς η έννοια «σύντροφος» γινόταν η εγγύηση και ο όρος της δικής σου ύπαρξης.

Μιλάω εδώ για οργανώσεις σαν τη ΣΕΠ, το «Κίνημα 20ής Οκτώβρη», τη ΛΕΕ, τη ΛΕΠ, την ΑΑ, τον «Μακρυγιάννη», τον «Αρη», το «Κίνημα 29ης Μάη» και τόσες άλλες, που δεν έχει νόημα να παρατεθούν σ΄ αυτή τη λιτανεία ονομάτων.

Μιλάω για οργανώσεις που το σύνολο της δράσης τους ήταν τόσο έντονο ώστε να συμβάλλει αποφασιστικά για να διατηρείται, στην περίοδο ΄67-΄72, η αίσθηση της «σπίθας κάτω από τη στάχτη», με τις τοποθετήσεις βομβών σε καίριους στόχους ή σε καίριες στιγμές της χούντας. Γιατί, αν τώρα οι βόμβες έχουν πίσω τους το έγκλημα και το αίμα τόσων ανθρώπων, τότε αποτελούσαν την πιο όμορφη μουσική, το πιο πηγαίο τραγούδι ελευθερίας κατά της καταπίεσης.

Ο κ. Π. Ευθυμίου, τότε φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής Ιωαννίνων, είναι βουλευτής του ΠαΣοΚ. Η αφήγησή του έχει καταγραφεί το 1993, στην 20ή επέτειο του Πολυτεχνείου, στον συλλογικό τόμο που επιμελήθηκε ο κ. Δ. Παπαχρήστος.