Συχνά ακούγεται η άποψη ότι η προκήρυξη των εκλογών της 16ης Σεπτεμβρίου βρήκε τους πολίτες στις παραλίες, εγκαινιάζοντας μία από τις πιο σύντομες προεκλογικές περιόδους των τελευταίων δεκαετιών στη χώρα μας. Στην πραγματικότητα όμως η προεκλογική περίοδος ξεκινάει αρκετούς μήνες πριν, κατά την αναθεώρηση του άρθρου 16 για την Παιδεία και, κυρίως, από τη στιγμή κατά την οποία η υπόθεση των ομολόγων βγαίνει στη δημοσιότητα, οπότε το ΠαΣοΚ ζητεί ανοιχτά την προκήρυξη εκλογών.

Εν τούτοις, κάθε προεκλογική περίοδος εντάσσεται σε έναν ευρύτερο πολιτικό χρόνο, ο οποίος, αφομοιώνοντας τυχαία περιστατικά, διαμορφώνει με σταθερότητα τα σημεία της εκλογικής συμπεριφοράς των πολιτών. Το παρόν άρθρο επιχειρεί να φωτίσει τα βαθύτερα αίτια του εκλογικού αποτελέσματος της 16ης Σεπτεμβρίου, λαμβάνοντας υπόψη μία βασική παράμετρο: ο πολιτικός χρόνος δεν είναι αποκλειστικά γραμμικός με σχέση αιτίας- αιτιατού, αλλά ένα «σπιράλ» το οποίο περιστρέφεται γύρω από μεγάλες χρονικές διάρκειες- την απαίτηση για κυβερνητική αλλαγή ήδη πριν από τον Μάρτιο του 2004-, την εντατικοποίηση της προεκλογικής περιόδου και το άμεσο του έκτακτου γεγονότος. Η δεύτερη ευκαιρία
Τον Μάιο του 2004 περισσότεροι από τους επτά στους δέκα ερωτώμενους (74,5%) απέδιδαν τη νίκη της ΝΔ στην « κούραση από τη μακρόχρονη παραμονή του ΠαΣοΚ στην εξουσία ». Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά, το αίτημα ανανέωσης υπέρ της ΝΔ παραμένει επίκαιρο, καθώς ένα από τα ισχυρά πλεονεκτήματά της σε αυτήν την εκλογική αναμέτρηση ήταν η « διάθεση του εκλογικού σώματος να της δώσει μια δεύτερη ευκαιρία » (47,2%, Ιούνιος 2007).

Τα αρνητικά στοιχεία του ΠαΣοΚ τα οποία καθόρισαν την επιλογή των ψηφοφόρων του 2004- η φθορά λόγω της μακρόχρονης παραμονής του στην εξουσία (61,4%, Ιούνιος 2007) και ο κομματικός του μηχανισμός (35,1%, Ιούνιος 2007)- φαίνεται να επικυρώνονται και στις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου 2007 παρασύροντας σε πορεία ήττας τις συνεχόμενες προσπάθειες του Γ. Παπανδρέου για αλλαγές και ανανέωση.

Στα τριάμισι χρόνια τα οποία μεσολάβησαν από τον Μάρτιο του 2004, η ΝΔ παγιώθηκε στη συνείδηση των πολιτών ως «δύναμη ανανέωσης», στοιχείο το οποίο προέκυπτε συνεχώς και από την παράσταση νίκης σε όλες σχεδόν τις δημοσκοπήσεις της τετραετίας. Το «σοκ» της ήττας του ΠαΣοΚ (2004) και η αδυναμία του να προβάλει έγκαιρα ένα εναλλακτικό σχέδιο διακυβέρνησης, εξασφάλισαν στη ΝΔ το χαρακτηριστικό της «στερεότυπης» υπεροχής η οποία, όπως όλα τα στερεότυπα, ανατρέπεται εξαιρετικά δύσκολα. Η εικόνα υπεροχής της ΝΔ και η διάθεση του εκλογικού σώματος να της δώσει μια δεύτερη ευκαιρία δεν επηρεάστηκαν σημαντικά ούτε από τα φαινόμενα διαφθοράς τα οποία παρατηρήθηκαν κατά την κυβερνητική της θητεία. Στην υπόθεση των ομολόγων- βασικός άξονας της σκληρής αντιπολιτευτικής τακτικής του ΠαΣοΚ – η κοινή γνώμη δεν απέδωσε την αποκλειστική ευθύνη στην κυβέρνηση. Αντίθετα, οι πολίτες θεώρησαν και τα δύο κόμματα εξουσίας υπεύθυνα για τη συνέχεια στα φαινόμενα διαφθοράς, γεγονός το οποίο ενισχύθηκε και από τον αντιπολιτευτικό λόγο των μικρότερων κομμάτων (ΚΚΕ, ΛΑΟΣ). Η οικονομία
Ενα ακόμη αίτιο της επικράτησης της ΝΔ μπορεί να αναζητηθεί στην αποδοχή των χειρισμών της στα θέματα της οικονομίας, τομέας ο οποίος, μαζί με την εξωτερική πολιτική, αποτελεί τον θεμέλιο λίθο του ελληνικού «πρωθυπουργοκεντρικού» μοντέλου διακυβέρνησης. Παρά τις αντιδράσεις για την απογραφή, το ΠαΣοΚ δεν κατάφερε να μεταθέσει στην κυβέρνηση την αποκλειστική ευθύνη για τη σημερινή κακή κατάσταση της οικονομίας:

34,8% θεωρεί ότι « οι προηγούμενες κυβερνήσεις του ΠαΣοΚ ευθύνονται για τη δύσκολη κατάσταση της οικονομίας » (Δεκέμβριος 2006). Κατά συνέπεια, οι ενέργειες της κυβέρνησης στον τομέα των οικονομικών είτε εκτιμήθηκαν ως μια προσπάθεια βελτίωσης της κατάστασης είτε συμψηφίστηκαν με τις ευθύνες του ΠαΣοΚ (44,8% εκτιμά ότι « για τη δύσκολη κατάσταση της οικονομίας ευθύνονται εξίσου ΝΔ και ΠαΣοΚ », Δεκέμβριος 2006). Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι η οικονομία κυριάρχησε στην προεκλογική καμπάνια της ΝΔ (σχεδόν το 90% των διαφημίσεων και των απολογιστικών εξαγγελιών της περιείχαν κινήσεις και μεταρρυθμίσεις στην οικονομία), ενώ, παράλληλα, αποτέλεσε το κλειδί των προγραμματικών της εξαγγελιών για τη νέα τετραετία: το ταμείο κατά της φτώχειας και τα μέτρα για την οικονομική υποστήριξη των πυροπαθών αποτελούν εκφράσεις μιας πιο στοχευμένης και αποτελεσματικής πολιτικής, οι οποίες βρίσκουν μεγάλη αποδοχή από την πλειονότητα των πολιτών.

Οι πυρκαϊές
Η πρόσφατη εθνική καταστροφή με τις πυρκαϊές στην Πελοπόννησο και στην Εύβοια αποτελεί το τυχαίο γεγονός με ακαριαία ισχύ κατά την προεκλογική περίοδο. Ωστόσο, η κυβέρνηση με τις ενέργειές της φάνηκε να διαχειρίζεται ικανοποιητικά την κρίση, αποτρέποντας έτσι μια ενδεχόμενη κατάρρευση ή ανατροπή του προεκλογικού σκηνικού: με περισσότερους από έξι στους δέκα ερωτώμενους να θεωρούν τις πυρκαϊές « εθνική κρίση » (60,5%, Αύγουστος 2007) και σχεδόν το ίδιο ποσοστό να κρίνει αρνητικά « την αντίδραση του κρατικού μηχανισμού στην αντιμετώπιση των πυρκαϊών » (59,5%, Αύγουστος 2007), η κυβέρνηση απορρόφησε άμεσα τους κραδασμούς της «επόμενης ημέρας» με τη λήψη μέτρων υποστήριξης των πληγέντων τα οποία κρίθηκαν στην πλειονότητά τους « θετικά» (από το 74,6% των ερωτώμενων, Αύγουστος 2007), ενώ « θετικά » κρίθηκε και ο τρόπος παρέμβασης του Πρωθυπουργού (62,3%, Αύγουστος 2007), με τους οκτώ στους δέκα ερωτώμενους (80,2%, Αύγουστος 2007) να χαρακτηρίζουν την αντίδραση του κ. Καραμανλή « ανθρώπινη ».

Αυτό το νέο ανθρώπινο στοιχείο του κ. Καραμανλή- το οποίο ενισχύθηκε με τη συνεχή προβολή του, αλλά και του επιτελείου του, κοντά στις πληγείσες περιοχές και στα θύματα της καταστροφής- λειτούργησε ενισχυτικά στο παραδοσιακό μοντέλο (Πρωθυπουργού) το οποίο υιοθέτησε καθ΄ όλη τη διάρκεια της τετραετίας. Στη χώρα μας υπάρχει μια παράδοση ισχυρών μορφών στον θεσμό του Πρωθυπουργού (π.χ. Κωνσταντίνος Καραμανλής, Ανδρέας Παπανδρέου για να θυμίσουμε τις καταβολές των σημερινών υποψηφίων) στην οποία επένδυσε (επιτυχώς) ο κ. Καραμανλής. Το στοιχείο αυτό εξηγεί αφενός τη σταθερά υψηλή του απόδοση στον δείκτη της «καταλληλότητας Πρωθυπουργού» σε όλες τις δημοσκοπήσεις από την κυβερνητική αλλαγή του 2004, αφετέρου, την πεποίθηση των πολιτών ότι ο Κ. Καραμανλής ήταν το ισχυρό πλεονέκτημα επικράτησης της ΝΔ (60,5%, Ιούνιος 2007) παρασύροντας σε μια πορεία νίκης ολόκληρη την παράταξη της ΝΔ. Στις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση Καραμανλή κρίθηκε με βάση τις προθέσεις της απέναντι σε ένα σώμα πολιτών το οποίο αναζητεί την ελπίδα για το μέλλον του και απαιτεί, για τον λόγο αυτό, μεγάλες αλλαγές. Το κριτήριο επιλογής κόμματος διακυβέρνησης ήταν « ποιος μπορεί να εκφράσει το καινούργιο και να αντιμετωπίσει τα προβλήματα των ελλήνων πολιτών στη νέα εποχή » (51,6%, Ιούνιος 2007- 54,7%, Ιανουάριος 2004) και όχι το κυβερνητικό έργο της ΝΔ ή το στελεχικό της δυναμικό (μόνο το 8,7% των ερωτώμενων αναγνωρίζειτο έργο της κυβέρνησης ως πλεονέκτημα επανεκλογής, ενώ μόνο το 10% θεωρεί τα στελέχη της ΝΔ επίσης ως πλεονέκτημα επανεκλογής, Ιούνιος 2007).

Η επόμενη τετραετία δεν επιδέχεται ούτε περιόδου χάριτος και ούτε έχει περιθώρια τρίτης ευκαιρίας. Το κλίμα προσδοκίας και ανοχής το οποίο επικράτησε από το 2004 ως σήμερα θα δώσει τη θέση του σε ένα κλίμα υψηλών απαιτήσεων και πίεσης. Από σήμερα κιόλας, οι πολίτες θα επιζητούν την αποτελεσματικότητα και τη συνέπεια των έργων.

Ο κ. Αλέξης Κ. Ρουτζούνης είναι διευθυντής Πολιτικών Ερευνών της Κάπα Research