Το εγχειρίδιο της Ιστορίας, σύμφωνα με δημοσιεύματα, βρίσκεται στο τραπέζι του Πρωθυπουργού για να αποφασίσει την τύχη του. Ενα από τα σημεία για τα οποία καταδημαγωγήθηκε το βιβλίο είναι η περίφημη φράση για τον «συνωστισμό» των Ελλήνων στο λιμάνι της Σμύρνης. Κανείς βέβαια δεν «πρόσεξε» ότι στην επόμενη σελίδα το βιβλίο παραθέτει την εξής μαρτυρία η οποία αποδίδει την εμπειρία της μικρασιατικής εξόδου: «Και ποιος δεν έκλαψε νεκρούς; Και ποιος δεν κακοπάθησε, και ποιος δεν κλαίει ακόμη; Μονάχα τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ τα ακούνε σαν ψεύτικα παραμύθια». Αλλά μια και το μελετάει ο κ. Καραμανλής, ας δούμε τι έγραφε ο ίδιος για τη Μικρασιατική Καταστροφή στη διδακτορική του διατριβή που δημοσίευσε πριν από 20 χρόνια με τίτλο O Ελευθέριος Βενιζέλος και οι εξωτερικές μας σχέσεις, 1928-1932, (Αθήνα, Ελληνική Ευρωεκδοτική, 1986).

«Η ανταλλαγή των πληθυσμών είχε και τη θετική πλευρά της. Τα ελλαδικά εδάφη αυτομάτως εξελληνίσθηκαν. Κυρίως η Μακεδονία και η Θράκη είχαν προηγουμένως μεγάλες εθνικές κοινότητες Τούρκων, Αλβανών, Βουλγάρων- οι Ελληνες αντιστοιχούσαν μόνον στο 42,6% του πληθυσμού αυτών των περιοχών» (σ. 23). Παρακάτω: «Η Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 και η ανταλλαγή των πληθυσμών είχαν θέσει τις βάσεις για την ειρηνική συνύπαρξη (ενν. Ελλήνων και Τούρκων)» (σ.

73). Στο ίδιο κεφάλαιο παραθέτει επιστολή του Βενιζέλου προς τον Ινονού στην οποία ο έλληνας πρωθυπουργός εκφράζει την επιθυμία του να εργαστεί για συνθήκη ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία «η οποία θα εξασφάλιζε στενήν φιλίαν» ανάμεσα στους δύο λαούς, έξι χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (σ.74). Σημειώνει ο Πρωθυπουργός στη διατριβή του: «Οι ίδιοι άνθρωποι που πίστευαν ότι το χάσμα ήταν αγεφύρωτο, τώρα αντιλαμβάνονταν ότι τίποτε σχεδόν δεν εμπόδιζε την ελληνοτουρκική φιλία» (σ.

83). Γράφει για την επίσκεψη Βενιζέλου στην Τουρκία το 1929: «Η τουρκική κυβέρνηση επεφύλαξε στον Βενιζέλο μεγαλειώδη υποδοχή. Τον αντιμετώπισαν σαν ηγέτη μεγάλου διεθνούς διαμετρήματος και σαν αρχιτέκτονα της ελληνοτουρκικής φιλίας. Οι συνομιλίες μεταξύ των δύο μερών προχώρησαν ακόμη μακρύτερα. Ο Βενιζέλος και ο Ιsmet Ρasha συμφώνησαν ότι θα ενέτειναν τις προσπάθειές τους, ώστε σε λίγα χρόνια τα σύνορα να μην έχουν παρά “une valeur administrative” (διοικητική αξία). Τα φύλλα της εποχής περιγράφουν με έντονα χρώματα το παράξενο αλλά ταυτόχρονα συγκινητικό θέαμα του Βενιζέλου να απευθύνεται σε έντονα επευφημούντα τουρκικά πλήθη» (σ. 85).

Ο κ. Καραμανλής αναφέρει ακόμη «την πρόταση του Βενιζέλου να δοθεί το Νομπέλ Ειρήνης στον Κεμάλ, την προσπάθειά του να βοηθήσει την Τουρκία στην είσοδό της στην Κοινωνία των Εθνών και το αίτημά του προς τον Βriand να περιληφθεί η Τουρκία στο σχέδιο του τελευταίου για την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία» (σ. 96). Και όχι μόνο αυτά. Ο Βενιζέλος, γράφει ο Καραμανλής «οραματιζόταν την πιθανότητα επίτευξης στο μέλλον μιας ελληνοτουρκικής συνομοσπονδίας. Γι΄ αυτόν τον λόγο έμοιαζε να αποδέχεται ως και την αμφιλεγόμενη θεωρία του Κεμάλ για την κοινή καταγωγή των δύο λαών. Και οι δύο ονειρεύονταν την ανάσταση του Βυζαντίου με την Κωνσταντινούπολη σαν πρωτεύουσα, δημιουργημένου όχι από την κατίσχυση του ενός έθνους επάνω στο άλλο αλλά από τη βαθμιαία ειρηνική τους συγχώνευση» (σ. 96). Αν αυτά τα είχε περιλάβει η κυρία Ρεπούση στο βιβλίο της χωρίς αναφορά στον Καραμανλή, ενδεχομένως δεν θα είχε αποφύγει την πυρά. Αν είχε αναφορά στον Καραμανλή, ενδεχομένως θα είχε διασώσει το βιβλίο…

Αν δηλαδή οι φράσεις αυτές περιέχονταν στο εγχειρίδιο της Στ΄ Δημοτικού, θα είχε ξεσηκωθεί πολύ μεγαλύτερη κατακραυγή εναντίον του. Και όμως αυτά που έγραφε τότε ο κ. Καραμανλής αποτελούσαν κοινά παραδεκτούς τόπους μιας υπεύθυνης και στοχαστικής προσέγγισης της Ιστορίας. Αν όμως ήταν αποδεκτοί τότε, γιατί πρέπει σήμερα να εξοβελιστούν για χάρη ακραίων και ανιστόρητων δημαγωγών; Και ο κ. Καραμανλής τι θα κάνει; Θα τιμήσει τα κείμενά του ή θα υποχωρήσει στη δημαγωγία της ακραίας πολιτικής και θρησκευτικής Δεξιάς; Πάντως δεν θα ήταν ανώφελο να παραθέσουμε τις απόψεις του για την πολιτική ελληνοτουρκικής συμφιλίωσης του Βενιζέλου. Εδώ ο Πρωθυπουργός έγραφε σε πρώτο πρόσωπο:

«Τέλος πρέπει να αναφερθούμε και στο πολιτικό θάρρος του Βενιζέλου. Οι πρόσφυγες ήταν μεταξύ των πλέον αφοσιωμένων οπαδών του. Γνώριζε ότι η πολιτική της ειρηνεύσεως με την Τουρκία θα τους ξένιζε. Ηταν πολύ νωρίς για να ξεχάσουν τον εφιάλτη της φυγής τους. (…) Γνώριζε ακόμη ποια ήταν η ορθή πολιτική για τον λαό του και τις επόμενες γενεές. Ο Βενιζέλος δεν δίστασε, την έκανε πράξη, αν και ήξερε ότι στις ερχόμενες εκλογές θα πλήρωνε ακριβά την επιλογή του» (σ. 97).

Πολιτικό θάρρος λοιπόν! Αλλωστε δεν είναι ίδια τα μεγέθη. Το 1928 ήταν νωπή η Μικρασιατική Καταστροφή. Είχαν περάσει μόλις έξι χρόνια. Τώρα πέρασαν ογδόντα πέντε! Πότε θα αποκτήσουμε επιτέλους μια ψύχραιμη κρίση;

Ο κ. Αντ. Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.