Σ ε 20 πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών χρησιμοποιούνται, λέει, δορυφορικά συστήματα εντοπισμού (GΡS) και τεράστιες βάσεις δεδομένων για να παρακολουθούν και να συλλαμβάνουν οι Αρχές τους πιτσιρικάδες που κάνουν γκραφίτι στους τοίχους και «λερώνουν περιουσίες»- δηλαδή ζωγραφίζουν ντουβάρια.

Ο Μεγάλος Αδελφός ξαναχτυπά. Και αυτή τη φορά, βάζει στο στόχαστρο μια νεανική υποκουλτούρα ανυπότακτη, ολοζώντανη, κοινωνικά και πολιτικά ευαισθητοποιημένη. Φυσικά, κανείς δεν περιμένει από τους διαχειριστές της εξουσίας να διαθέτουν αισθητικές ανησυχίες, να αφουγκράζονται τα ζόρια όσων παίρνουν ένα σπρέι και μετατρέπουν το αστικό τοπίο σε απέραντη εικαστική έκθεση χωρίς «εγκαίνια», χωρίς ημερομηνία λήξης, χωρίς μεσάζοντες γκαλερίστες, πελάτες πατρικίους ή καλλιτέχνες παραδομένους στον άγριο χορό των μέσων ενημέρωσης.

Το απροκάλυπτο όμως… διαστημικό «φακέλωμα» πάει πολύ. Κατ΄ αρχήν, διότι το κίνητρο αυτών των καλλιτεχνών του δρόμου δεν είναι άλλο από την ανάγκη έκφρασης- βάζοντας απ΄ το χαρτζιλίκι τους τα υλικά, διακινδυνεύοντας τη σύλληψη και, συχνά, τη σωματική τους ακεραιότητα. Πίσω από το ψευδώνυμο κάθε «γκραφιτά», πίσω από κάθε… «nom de graff» κρύβεται μια νεανική ψυχή που ασφυκτιά στην τσιμεντοθάλασσα. Νιώθει σαν το ψάρι στο νερό μόνο μέσα στα χρώματα, τα συνθήματα, τη μουσική hip-hop, τα φαρδιά ρούχα, την αργκό, τα στέκια, τις οικείες ιστοσελίδες.

Βέβαια, δεν είναι όλα ρόδινα. Πάει πολύς καιρός από τη δεκαετία του ΄70 και του ΄80, όταν ομάδες καλλιτεχνών του γκραφίτι (crews, στη σχετική ορολογία) όπως π.χ. οι περίφημοι Crass γέμιζαν τον υπόγειο του Λονδίνου με αντιπολεμικά, αντικαταναλωτικά και αναρχίζοντα συνθήματα και ζωγραφιές. Κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται σήμερα ο «πασίγνωστος άγνωστος» Τaki 183, ένας 17χρονος Ελληνοαμερικανός Νεοϋορκέζος, στο έργο του οποίου οι «Νew Υork Τimes» αφιέρωσαν ένα ολόκληρο άρθρο το 1971 ακολουθώντας τα εικαστικά του ίχνη.

Σύμφωνοι, το γκραφίτι δεν είναι πλέον τόσο αθώο. Παραδόθηκε στη λάγνα διαφήμιση, μπήκε στις γκαλερί, καταγράφηκε σε ειδικές εκδόσεις, χρηματοδοτήθηκε από το κράτος ( και στην Ελλάδα, με τις σχετικές «δράσεις» επί Πολιτιστικής Ολυμπιάδας, τις εκδηλώσεις των δήμων κτλ.), έγινε μπλουζάκι και αφίσα που «αξιοποιήθηκε» εμπορικά κάνοντας τζίρο εκατομμυρίων δολαρίων, όπως το έργο του μακαρίτη Κιθ Χάρινγκ.

Πίσω όμως από τη μόδα και τα λεφτά, ένα υγιές κομμάτι αυτής της «δημόσιας τέχνης» διαθέτει ακόμη τη δύναμη να αιχμαλωτίζει το βλέμμα των μισοκοιμισμένων περαστικών, από το Λος Αντζελες ως το Τόκιο και από το Σίδνεϊ μέχρι του…Ψυρρή. Και αυτό φοβίζει τους μηχανισμούς που (ανα)παράγουν τον καταναλωτισμό σαν τρόπο ζωής, τη νομιμότητα σαν ιδεολογία.

Πριν από καμιά δεκαριά χρόνια ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης Ρούντολφ Τζουλιάνι έδινε αμοιβή 500 δολαρίων σε όποιον πολίτη «κάρφωνε» τη δράση των «βανδάλων», ενώ επιχείρησε να απαγορεύσει την πώληση σπρέι με χρώματα σε νέους κάτω των 18 ετών. Στη Βρετανία του αποχωρούντος πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ, η «μηδενική ανοχή» στα γκραφίτι ήταν βασικός πυλώνας του λεγόμενου «νόμου για την αντικοινωνική συμπεριφορά» του 2003. Και στη σύγχρονη Ψωροκώσταινα, στην Πάτρα, μόλις τον περασμένο Απρίλιο συνελήφθησαν και πρωτοδίκως καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης από 5 ως 6 μήνες, τέσσερις νεαροί γιατί ζωγράφισαν ένα παλιό… παρκόμετρο και τα κατεβασμένα ρολά ενός περιπτέρου στην οδό Μαιζώνος.

Δέκα εκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο, λέει, κοστίζει μόνο στις ΗΠΑ ο καθαρισμός των γκραφίτι και των συνθημάτων. Τζάμπα λεφτά. Πάλι, χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα γκρίζας τοιχοποιίας ζωντανεύουν διαρκώς από τους ψυχωμένους καλλιτέχνες, τους αποσυνάγωγους του ευπρεπισμού, τους πολέμιους μιας ομοιομορφίας την οποία «δικαιούνται» να διαταράσσουν μόνον τα διαφημιστικά ταμπλό με τις καλοπληρωμένες αφίσες και ο αποχαυνωτικός απόηχος των ανοικτών τηλεοράσεων.

Σε αυτόν τον ανταρτοπόλεμο κανένας δορυφόροςχαφιές δεν θα ανακόψει τη νεανική ορμή. Τα χρώματα θα νικήσουν.

galaman@dolnet.gr