O Ερνεστ Γκέλνερ παραφράζοντας μια γνωστή έκφραση του Μax Weber υποστηρίζει πως το κράτος- στην πορεία οικοδόμησής του σε σύγχρονο έθνος- θα μπορούσε να προσδιορισθεί ως «το σύνολο των θεσμών, που εξασφαλίζουν το μονοπώλιο της νόμιμης εκπαίδευσης».

Η σημαντικότητα όμως του «σχολείου» προκύπτει, σήμερα, κυρίως από την ανάγκη διαμόρφωσης ενός εργαλείου για την αντιμετώπιση των σύγχρονων οικονομικών αναγκών ή κάποιων νεο-διαμορφούμενων «θεσμών» (π.χ. αγοράς). Κάτι τέτοιο βέβαια συνέβη σε πολλές ιστορικές περιόδους της ανθρωπότητας.

Στη σημερινή ωστόσο συγκυρία ο ρόλος της εκπαίδευσης, και ακριβέστερα της «παιδείας», είναι πιο σημαντικός. Γιατί το «σχολείο» μπορεί να καταστεί ένα ισχυρό πολιτισμικό μέσο, το οποίο θα δημιουργήσει ισχυρή συνείδηση στους πολίτες, ώστε να μπορούν αυτοί να σφυρηλατήσουν τις αντοχές τους απέναντι στο παγκόσμιο ρεύμα τού ενός πολιτισμού.

Παλαιότερα, στη «βιομηχανική περίοδο», το «παιδευτικό εργαλείο» έπρεπε να βρίσκεται στα χέρια της «δημόσιας εκπαίδευσης», ώστε να μπορεί να επιδιωχθεί αφενός μεν ένας «ουμανιστικός» τρόπος σκέψης και αφετέρου να είναι δυνατή η διοχέτευση του εκπαιδευόμενου ανθρώπινου δυναμικού σε κατευθύνσεις χρήσιμες και αναγκαίες για τις διαδικασίες παραγωγής του εθνικού συστήματος. Παραχωρώντας λοιπόν οι «βιομηχανικές κοινότητες» το «σχολικό μέσο» στο κράτος εξασφάλιζαν τη ροή ολόκληρου του κεφαλαίου της γνώσης, της κουλτούρας, των δεξιοτήτων και της ηθικής αγωγής και διαπαιδαγώγησης εκεί όπου ήθελαν: δηλαδή στο «έθνος- κράτος». Με τον τρόπο αυτόν διαμόρφωναν το πολιτιστικό και οικονομικό «κεφάλαιο» και δημιουργούσαν τις εθνικές ελίτ, οι οποίες τελικά διαχειρίζονταν το σύστημα.

Με τη δημιουργία όμως των σημερινών «μετα-βιομηχανικών» κοινωνιών ανατρέπονται οι προηγούμενοι προσανατολισμοί και μεταφέρεται το μονοπώλιο του «σχολικού μέσου» από το «εθνικό κράτος» είτε σε κάποιο «μετα-εθνικό» σύνολο είτε σε παγκόσμια κέντρα. Η μεταφορά αυτή- η οποία συνεπάγεται βέβαια αλλαγές και στον φορέα (δημόσιο ή ιδιωτικό)- δεν είναι ίσως πάντα προς την καλύτερη κατεύθυνση. Δυστυχώς όμως η πλήρης ανατροπή της ξεφεύγει από τις δυνατότητές μας. Η σημερινή επομένως ιστορική συγκυρία – παγκοσμιοποίηση, «ανασυγκρότηση» του κόσμου σε μεγάλα κρατικά σύνολα, π.χ. Ευρώπη, ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία κ.λπ.- δεν είναι αναστρέψιμη από μεμονωμένες ομάδες πολιτών ή ακόμη και από επιμέρους πολιτειακές οντότητες, ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν αυτές αποτελούν μικρά κράτη, όπως είναι η Ελλάδα. Η χώρα μας, λοιπόν, καλείται μέσα στη σημερινή συγκεκριμένη παγκόσμια συγκυρία να επιλέξει τους καλύτερους όρους λειτουργίας του δικού της συστήματος (για χάρη των πολιτών της), ώστε να είναι αυτό συμβατό με τη μεγάλη προσπάθεια της οικοδόμησης του νέου μεγάλου «ευρωπαϊκού κράτους».

Η προσπάθεια συνεπώς να παραμείνει το «σχολικό μέσο» αποκλειστικά στην εξουσία του κρατικού τομέα- όσο θελκτικό και «προκλητικό» και αν φαντάζει για μεγάλο αριθμό πολιτών- δεν είναι ρεαλιστική, αφού δεν είναι προσαρμοσμένη στις διεθνείς ανάγκες. Εξάλλου εκ των πραγμάτων οι δημόσιες υπηρεσίες έχουν εισέλθει – λόγω της παγκοσμιοποίησης- σε φάση χαμηλών αποδόσεων. Συνεπώς, αν δεν εισαχθούν και δεν λειτουργήσουν παράλληλα και «ιδιωτικές»- έστω και ως «αντίπαλο δέος»- τότε είναι καταδικασμένες σε μεγαλύτερη παρακμή και αδυναμία αντιμετώπισης των σύγχρονων παγκόσμιων απαιτήσεων.

Είναι ανάγκη, λοιπόν, η χώρα μας να προχωρήσει σε όλες εκείνες τις μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα καταστήσουν την Παιδεία μας συμβατή απέναντι στις οικουμενικές αλλαγές, οι οποίες συντελούνται στον σημερινό «μετα-βιομηχανικό» κόσμο και να αποκτήσει ένα αποτελεσματικό εκπαιδευτικό πρότυπο.

Η θέσπιση όμως ενός εκπαιδευτικού συστήματος συμβατού με το ευρωπαϊκό σχέδιο δεν γίνεται στα επιμέρους κράτη-μέλη χωρίς εμπόδια. Γιατί πάντοτε οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, σε κρατικό επίπεδο, προσκρούουν κυρίως στο «επιχείρημα» της μη «προσαρμοστικότητάς» τους στα εθνικά πρότυπα. Ποια όμως χώρα στη σημερινή παγκόσμια συγκυρία θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτελεσματικά στη λογική της «εθνικής μοναδικότητας»; Και δεν θα περιθωριοποιούνταν άραγε η νεολαία εκείνη που τα εφόδιά της, οι γνώσεις και η νοοτροπία της δεν θα ήταν συμβατά με τα πρότυπα τα οποία η παγκόσμια συγκυρία επιβάλλει; Γι΄ αυτό κάθε εκλεγμένη και δημοκρατική εξουσία οφείλει όχι απλά να φανεί αρεστή, αλλά και χρήσιμη και παραγωγική απέναντι στα αγωνιώδη- και συχνά δυσάρεστα- αιτήματα των νέων ανθρώπων. Οι κυβερνήσεις συνεπώς των εθνικών ευρωπαϊκών κρατών οφείλουν να προχωρήσουν σε άμεσες και συνειδητοποιημένες μεταρρυθμίσεις στον τομέα της Παιδείας, ώστε οι κάτοχοι πτυχίων και γνώσεων να μπορούν να διεκδικήσουν με επιτυχία θέσεις εργασίας και στον Δημόσιο αλλά και στον καθημερινά διευρυνόμενο Ιδιωτικό τομέα, σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη. Το «σχολείο» λοιπόν- με τη γενική έννοια- θα πρέπει να «ανοιχτεί» στη ζωή και να προσαρμοσθεί στη σημερινή «μετα-εθνική» εκπαίδευση, η οποία οφείλει να αντιστοιχεί στις πραγματικότητες, στα αποδεκτά πρότυπα και στις αναγκαιότητες των σύγχρονων παγκόσμιων ρευμάτων. Η χώρα μας εξάλλου έχει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο: να προασπίσει δηλαδή μια δημιουργική και ανοικτή εκπαιδευτική πολιτική, έτσι ώστε να μπορέσει να ενώσει την ανθρώπινη διάσταση με την «ειδικευμένη γνώση». Συγχρόνως, οφείλει να οικοδομήσει και ένα σύστημα «μάθησης- παιδείας- πολιτισμού», το οποίο θα συμπορεύεται με τα εθνικά πρότυπα, την ιστορία και τις παραδόσεις μας. Κάθε όμως εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δεν θα πρέπει να λειτουργεί φοβικά και συνεπώς εναντίον κάποιου «αντιπάλου». Γιατί κάθε πολιτική «αντί», είναι κακή πολιτική, αφού τις περισσότερες φορές οδηγεί τους πολίτες στον μη σεβασμό της δημοκρατικής νομιμότητας και της «κοινωνικής κοσμιότητας».

Ο κ. Σ. Χατζηγάκης είναι α΄ αντιπρόεδρος της Βουλής.