Η πλήρης ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση την 1η Μαΐου 2004 χαρακτηρίζεται δικαίως ως η μεγαλύτερη πολιτική επιτυχία των κυβερνήσεων Αθηνών και Λευκωσίας μετά την καταστροφή του 1974. Από το τριτοκοσμικό Κίνημα των Αδεσμεύτων η Κύπρος οδηγήθηκε με σοφά βήματα στην αγκαλιά της ΕΕ δημιουργώντας έτσι νέες προκλήσεις, αλλά κυρίως μεγαλύτερες ευκαιρίες για τον κύπριο-ευρωπαίο πολίτη.

Δεν ήταν καθόλου εύκολη η πορεία αυτή. Οχι μόνο γιατί έπρεπε να πείσουμε τα κράτη-μέλη για τη σημασία της ένταξης της Κύπρου. Αλλά και διότι η ευρωπαϊκή προοπτική υπονομευόταν εκ των έσω.

Λίγοι είχαν πιστέψει στη σημασία αυτού του εγχειρήματος και στις δυνατότητες που δημιουργούσε για το μέλλον της Κύπρου.

Πολλοί ήταν εκείνοι που το πολέμησαν. Πώς φθάσαμε, λοιπόν, στην ένταξη;

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 Θεόδωρος Πάγκαλος και Γιάννος Κρανιδιώτης (μαζί τους και ο Χρήστος Στυλιανίδης από την Κύπρο) έθεταν τα θεμέλια για μια νέα στρατηγική η οποία θα δημιουργούσε δυναμική απεγκλωβισμού του Κυπριακού από την τουρκική ομηρία και θα λειτουργούσε ως «καταλύτης» για τη λύση του προβλήματος. Μετά την ανακήρυξη «κράτους» στα Κατεχόμενα το Κυπριακό περιήλθε σε πλήρη στασιμότητα. Η ευρωπαϊκή προοπτική προέβαλε τότε ως μια ελπιδοφόρα πολιτική επιλογή η οποία θα έθετε ένα νέο πλαίσιο αντιμετώπισης της τουρκικής αδιαλλαξίας και προώθησης λύσης του Κυπριακού. Παρά τα προφανή πλεονεκτήματα, πολλοί ήταν εκείνοι που αντέδρασαν αρνητικά και προσπάθησαν να σταματήσουν την προσπάθεια αντικρίζοντας τα πράγματα μέσα από μια οπισθοδρομική και συντηρητική σκοπιά. Ωστόσο, έπειτα από πολλές συζητήσεις η κυπριακή κυβέρνηση έκανε το μεγάλο βήμα και κατέθεσε αίτηση ένταξης το 1990. Οι μετέπειτα εξελίξεις δικαίωσαν την πολιτική αυτή.

Ο δρόμος της Κύπρου προς την ένταξη δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Εκτός της εσωτερικής αμφισβήτησης, Αθήνα και Λευκωσία έπρεπε να αντιμετωπίσουν και την έντονη επιφυλακτικότητα των Ευρωπαίων οι οποίοι δεν ήθελαν να εντάξουν στην ΕΕ ένα κράτος με άλυτο ένα σοβαρό πολιτικό πρόβλημα. Ωστόσο, με προσεκτικούς χειρισμούς, μέσα στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής, οι κυβερνήσεις του ΠαΣοΚ σε πλήρη συνεργασία και συντονισμό με τις κυβερνήσεις του Γλαύκου Κληρίδη αντιμετώπισαν με επιτυχία τα προβλήματα που ανέκυψαν.

Στην πορεία προς την ένταξη ξεχωρίζουν τρεις σημαντικοί σταθμοί:

(α) Το 1995, ύστερα από έντονες διαπραγματεύσεις ο Γιάννος Κρανιδώτης ως αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών και ο γάλλος υπουργός Εξωτερικών Αλέν Ζιπέ καταλήγουν στη λεγόμενη «φόρμουλα Ζιπέ-Κρανιδιώτη». Ετσι οδηγηθήκαμε στη συμφωνία-απόφαση της 6ης Μαρτίου 1995 με την οποία εξασφαλίστηκε η έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων ΕΕ-Κύπρου έξι μήνες μετά το τέλος της Διακυβερνητικής Διάσκεψης του 1996 και η άρση του ελληνικού βέτο για την εφαρμογή της Τελωνειακής Ενωσης ΕΕ-Τουρκίας.

(β) Το 1999 Κώστας Σημίτης και Γιώργος Παπανδρέου επιτυγχάνουν στο Ελσίνκι μια ιστορική απόφαση του Συμβουλίου Κορυφής της ΕΕ η οποία άνοιξε νέες προοπτικές διευθέτησης τόσο του Κυπριακού όσο και των ελληνοτουρκικών. Το «Ελσίνκι» (το οποίο λοιδορήθηκε ακατάσχετα τόσο στην Αθήνα όσο και στη Λευκωσία) έδωσε στην Τουρκία την ιδιότητα του υποψήφιου μέλους και εξασφάλισε ότι η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ θα γίνει χωρίς η προηγούμενη λύση του Κυπριακού να είναι προϋπόθεση. Τα γεγονότα από το 1999 και μετά επιβεβαίωσαν ότι η στρατηγική επιλογή του Ελσίνκι από την Αθήνα ήταν επιβεβλημένη και πολιτικά σοφή. Το Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά συζητούνται, πλέον, σε ευρωπαϊκό πλαίσιο και η Τουρκία μπήκε κάτω από τη στενή εποπτεία της ΕΕ.

(γ) Καταλυτικός σταθμός στην πορεία προς την ένταξη το Συμβούλιο Κορυφής της ΕΕ στην Κοπεγχάγη τον Δεκέμβριο του 2002: Σημίτης, Παπανδρέου και Γλαύκος Κληρίδης, με αριστοτεχνικούς χειρισμούς, από τη μία απομόνωσαν και εξέθεσαν την τουρκική αδιαλλαξία και από την άλλη, με την αξιοπιστία και το πολιτικό τους εκτόπισμα, έπεισαν τους αρχηγούς των κρατών-μελών ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είχε όλες τις προϋποθέσεις να καταστεί πλήρες μέλος και δεν μπορούσε να παραμένει όμηρος της τουρκικής απροθυμίας να οδηγήσει το Κυπριακό σε συνολική λύση. Με απλά λόγια, οι χειρισμοί που έγιναν και η απόφαση αυτή «κλείδωσαν» την «καθαρή» ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ.

Το ότι η Κύπρος είναι σήμερα πλήρες μέλος της ΕΕ το χρωστά κατά κύριο λόγο στην Ελλάδα και στο όραμα των ΣημίτηΠαπανδρέου- Πάγκαλου- Κρανιδιώτη, του Γλαύκου Κληρίδη και στη δουλειά του Γιώργου Βασιλείου. Ως Κύπριοι οφείλουμε μεγάλη ευγνωμοσύνη στην Ελλάδα και σ΄ αυτούς που πίστεψαν και έκαναν το όραμα πραγματικότητα. Τρία χρόνια όμως μετά την ένταξη το Κυπριακό παραμένει άλυτο και ο κίνδυνος de jure διχοτόμησης (χωρίς ανταλλάγματα) μέσα από συνομοσπονδιακές ρυθμίσεις είναι άμεσος. Αθήνα και Λευκωσία φαίνονται ανίκανες (ή δεν θέλουν) να τον αντιμετωπίσουν. Δυστυχώς τρία χρόνια μετά η Κύπρος αντιμετωπίζεται από τους ευρωπαίους εταίρους ως «προβληματικό» κράτος-μέλος με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται.

Ο κ. Φ. Σαββίδης είναι διεθνολόγος, επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Στρατηγικών και Αναπτυξιακών Μελετών (ΙΣΤΑΜΕ)-«Ανδρέας Παπανδρέου».