Αν ισχύει η μακιαβελική ρήση για την πολιτική σύμφωνα με την οποία δύο είναι οι τρόποι για να δίνεις τη μάχη, «να είσαι και αλεπού και λιοντάρι», τότε αυτή εκφράστηκε κατ’ αναλογία στην πρώτη ευθεία αντιπαράθεση που εκδηλώθηκε την περασμένη Πέμπτη στη Βουλή μεταξύ του κ. Ευ. Βενιζέλου και του κ. Αλ. Αλαβάνου. Αφορμή ήταν η πρόταση του δεύτερου για τη διενέργεια δημοψηφίσματος σχετικά με το ασφαλιστικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης. Ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ με την αιφνιδιαστική κίνησή του δικαίωσε τον φλωρεντινό πολιτικό στοχαστή ως προς το σκέλος της «αλεπούς» και ο πρώην υπουργός του ΠαΣοΚ, αντιστοίχως, ως προς την πυγμή του «λιονταριού» που επέδειξε ασκώντας για πρώτη φορά δημόσια κριτική στον εκπρόσωπο του πολιτικού χώρου που εδώ και καιρό «πολιορκεί» από τα αριστερά το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποσπώντας τις προτιμήσεις μεγάλης μερίδας των ψηφοφόρων του. Παράλληλα, ωστόσο, η στάση του κ. Βενιζέλου είχε διττό περιεχόμενο: απευθυνόταν και εντός ΠαΣοΚ, επιδιώκοντας να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για τη στάση αμηχανίας που τηρεί παρακολουθώντας τον κ. Αλαβάνο να αναδεικνύεται σε πρωταγωνιστή των εξελίξεων στο πεδίο της αντιπολίτευσης προς την κυβέρνηση.


Ο αιφνιδιασμός του κ. Αλαβάνου ενεργοποίησε διαφορετικά αντανακλαστικά στο ΠαΣοΚ. Ο μεν κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος κ. Χρ. Παπουτσής έσπευσε να αποδεχθεί την πρόταση για διενέργεια δημοψηφίσματος, σημειώνοντας ότι έρχεται να ανταποκριθεί στην πρόταση του κ. Γ. Παπανδρέου «για ευρύτερη συνεργασία των δυνάμεων της Αριστεράς». Μάλιστα συνεργάτες του προέδρου του ΠαΣοΚ εκτιμούσαν ότι «έβαλε νερό στο κρασί του ο Αλαβάνος που λίγα 24ωρα πριν έθετε όρους και προϋποθέσεις ακόμη και για επί μέρους συγκλίσεις».


* «Ανάχωμα» προς τα Αριστερά


Ο κ. Βενιζέλος ανέλαβε να θέσει όρια έναντι του ΣΥΡΙΖΑ δηλώνοντας ότι «δεν έχει ανάγκη η μεγάλη κοινωνική προοδευτική πλειοψηφία από αυτοαιφνιδιασμούς» και ότι «θέλει στρατηγική, θέλει σοβαρότητα, θέλει να αξιοποιούμε το κοινωνικό και κοινοβουλευτικό momentum με ωριμότητα και όχι να ψαρεύουμε στα θολά νερά μιας συγκυρίας». Η παρέμβαση Βενιζέλου είχε δύο πλευρές: η μία ήταν η θεσμική-συνταγματική και η άλλη η πολιτική. Στην πρώτη περίπτωση η πρόταση για διενέργεια δημοψηφίσματος για ψηφισμένο νομοσχέδιο (όπως προβλέπεται η δυνατότητα αυτή από το άρθρο 44 παρ. 2 του Συντάγματος ύστερα από διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας) θα έπρεπε, σύμφωνα με το σκεπτικό του, να μην είναι βεβιασμένη και να υποβληθεί κατά τα προβλεπόμενα, δηλαδή μετά την ψήφιση επί του συνόλου του νομοσχεδίου, διαδικασία η οποία προσδιορίστηκε για την προσεχή Τετάρτη, ώστε να ακολουθήσει κατόπιν η σχετική διήμερη κοινοβουλευτική συζήτηση. Ετσι, προηγουμένως, σύμφωνα με το σκεπτικό του, θα είχαν γίνει οι απαραίτητες συνεννοήσεις μεταξύ των κομμάτων, για να συγκεντρωθεί ο απαιτούμενος αριθμός των 120 βουλευτών που απαιτείται για να κατατεθεί η συγκεκριμένη πρόταση. Στη δεύτερη περίπτωση, ο κ. Βενιζέλος επιχείρησε να ανακόψει την ορμή του κ. Αλαβάνου και κυρίως να ανατρέψει την εικόνα που εμφάνιζε το ΠαΣοΚ να σύρεται πίσω από τις πρωτοβουλίες του ΣΥΡΙΖΑ. «Πρέπει να αντιληφθεί ο κ. Αλαβάνος ότι η αριθμητική και ο Κανονισμός της Βουλής υπαγορεύουν κάποιους αναγκαστικούς χειρισμούς» είπε. Το βαθύτερο νόημα της παρέμβασής του ωστόσο δεν ήταν το διαδικαστικό, αλλά να προβάλει ανάχωμα έναντι των αιφνιδιασμών του κ. Αλαβάνου και να οριοθετήσει τον χώρο του, οι κρουνοί του οποίου έχουν ανοίξει και οι διαρροές ψηφοφόρων προς τον ΣΥΡΙΖΑ αποτυπώνονται σταθερά πια στις άκρως ανησυχητικές για το ΠαΣοΚ έρευνες της κοινής γνώμης. Για κάποιους μάλιστα έκρυβε μια έμμεση προτροπή προς το ίδιο του το κόμμα: να κάνει κάτι για να ανακόψει το «τσουνάμι Αλαβάνου» που σαρώνει το ΠαΣοΚ και παράλληλα «να ανατρέψει τους ισχυρισμούς εκείνους που αφήνονται να διαρρεύσουν στο παρασκήνιο ότι οι «βενιζελικοί» είναι εκείνοι οι οποίοι ενισχύουν στις δημοσκοπήσεις τον ΣΥΡΙΖΑ», όπως έλεγαν χαρακτηριστικά κάποιοι βουλευτές.


* Συμπάθειες και αντιπάθειες


Οσοι αναρωτιόνταν ποια μπορεί να είναι η «χημεία» ανάμεσα στους δύο πολιτικούς άνδρες, σίγουρα θα αντιλήφθηκαν μετά την πολιτική «κόντρα» που εκδηλώθηκε στη Βουλή ότι «δεν ταιριάζουν καθόλου τα χνότα τους». Αν με τον πρόεδρο του ΠαΣοΚ κ. Γ. Παπανδρέου υπάρχει μια ομολογημένη συμπάθεια μεταξύ του ιδίου και του κ. Αλαβάνου, παρά τις διακηρυγμένες διαφορές τους, με τον κ. Βενιζέλο υπάρχει μια ανομολόγητη πολιτική αντιπάθεια. Η θερμή χειραψία και η εγκάρδια συνομιλία που είχαν οι κκ. Αλαβάνος και Παπανδρέου στη Βουλή την ημέρα της εκλογής Προέδρου της Βουλής στα τέλη Σεπτεμβρίου, και ενώ μαινόταν στο εσωτερικό του ΠαΣοΚ η διαμάχη για την αρχηγία του κόμματος, είχε συμβολίσει για κάποιους τη στήριξη του πρώτου προς τον δεύτερο. Αν και ο κ. Αλαβάνος είχε τηρήσει προσεκτικές αποστάσεις από την εσωκομματική σύγκρουση στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όλοι γνώριζαν ότι «στηρίζει Γιώργο».


Με τον κ. Βενιζέλο τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Εκπρόσωποι δύο διαφορετικών πολιτικών σχολών, ο μεν κ. Αλαβάνος εισήγαγε τον τύπο του αντισυμβατικού πολιτικού που διαθέτει έντονα ακτιβιστικά χαρακτηριστικά και αναλαμβάνει ρίσκα θέτοντας ριψοκίνδυνους στόχους, ο δε κ. Βενιζέλος έχει καθιερωθεί ως ένας δυναμικός πολιτικός με θεσμικό προφίλ και στάτους. Κοινό σημείο τους είναι ότι και οι δύο παράγουν πολιτικά γεγονότα, αλλά προς διαφορετικές κατευθύνσεις.


Ο κ. Αλαβάνος σχολιάζοντας τη στάση του κ. Βενιζέλου στη Βουλή σημείωνε σε συνομιλία του με δημοσιογράφους ότι «το ΠαΣοΚ εμφανίστηκε με δύο θέσεις, κάτι που αποδυναμώνει τη στάση της αντιπολίτευσης», ενώ ακόμη πιο αιχμηρός δήλωνε: «Οποιος δεν θέλει τη φθορά της ΝΔ θα διαφωνήσει με την πρότασή μας». Ο κ. Αλαβάνος χαρακτήριζε την παρέμβαση Βενιζέλου «εκτός κλίματος», διαχωρίζοντάς την έναντι του «επίσημου ΠαΣοΚ το οποίο την αποδέχθηκε», όπως έλεγε. Ωστόσο και η αποδοχή της δεν συνιστά για τον ίδιον κάτι πέραν αυτού που συνέβη εντός του Κοινοβουλίου με τη σύμπηξη κοινού μετώπου της αντιπολίτευσης στη βάση της πρωτοβουλίας του για δημοψήφισμα.


* «Εχουμε κατακτήσει ηγεμονικό ρόλο»


Για τον κ. Αλαβάνο «δεν σημαίνει ότι υπάρχει σύγκλιση ΣΥΡΙΖΑ – ΠαΣοΚ». «Αποδείξαμε ότι είμαστε το κόμμα που έχει κατακτήσει ηγεμονικό ρόλο στο πεδίο των κοινών πρωτοβουλιών της αντιπολίτευσης παρά τις υπαρκτές διαφορές μας» έλεγε ο κ. Αλαβάνος σε συνομιλητές του, διευκρινίζοντας ότι «προγραμματική συμφωνία με το ΠαΣοΚ δεν υπάρχει». Γνωρίζει άλλωστε και το δηλώνει ότι με το ΠαΣοΚ βρίσκονται «σε απέναντι όχθες». Αυτό στο οποίο προσβλέπει άλλωστε ο κ. Αλαβάνος είναι η δημιουργία μιας νέας μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας με επίκεντρο την Αριστερά, που θα περιλαμβάνει και τον σοσιαλιστικό χώρο και «όχι ένας συμπληρωματικός ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ στ’ αριστερά του ΠαΣοΚ». Η τακτική του καρότου και του μαστιγίου που έχει επιλέξει ήταν εμφανής με την εμφάνιση του προέδρου του ΣΥΝ κ. Αλ. Τσίπρα στο συνέδριο του ΠαΣοΚ, ο οποίος εμφανίστηκε ανοιχτός στις επιθέσεις φιλίας του κ. Παπανδρέου, ενώ λίγες ώρες αργότερα ο κ. Αλαβάνος φρόντιζε να κλείσει κάθε χαραμάδα προγραμματικής σύγκλισης.


Η αυτοδυναμία και οι συνεργασίες


Η άποψη του κ. Βενιζέλου απέναντι στη ρητορική των συνεργασιών που διατυπώνεται τόσο εντός του ΠαΣοΚ όσο και εντός του ΣΥΡΙΖΑ, έστω και από διαφορετικές αφετηρίες και πάντα υπό προγραμματικές προϋποθέσεις, εκφράστηκε στο συνέδριο του ΠαΣοΚ: «Ο στόχος μας δεν μπορεί παρά να είναι η αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία» και «δεν χρειάζεται να ζαλίζουμε τους πολίτες με υποτιθέμενες δεξιές ή αριστερές στροφές», είχε πει. Η διατυπωμένη θέση του είναι ότι η πρόκληση για το ΠαΣοΚ είναι η ανασυγκρότηση μιας προοδευτικής κοινωνικής πλειοψηφίας «την οποία να μπορεί να εκφράσει πολιτικά και εκλογικά το ΠαΣοΚ» και παράλληλα να διαθέτει αμφίπλευρη δυναμική προς τους προοδευτικούς πολίτες που ψηφίζουν ΝΔ, αλλά και τον χώρο της Αριστεράς και της Οικολογίας. Ο κ. Βενιζέλος αμφισβητεί το «μοντέλο» Αλαβάνου – Τσίπρα. «Ενα καινούργιο πρόσωπο με αντισυμβατικό ύφος γίνεται ευπρόσδεκτο από μια κοινωνία που έχει κουραστεί από τα ίδια και τα ίδια πρόσωπα» δήλωνε προσφάτως. Εξάλλου έχει εκφράσει ευθέως την αντίθεσή του σε τυχόν τακτικές «ψευτοεισοδισμού» από πλευράς του ΣΥΡΙΖΑ προς το ΠαΣοΚ. Θεωρεί δε προϋπόθεση τη νίκη του ΠαΣοΚ στις εκλογές για να ευδοκιμήσουν ευρύτερες προοδευτικές συνεργασίες και συναινέσεις, ενώ στην περίπτωση που το κόμμα του απολέσει τον πλειοψηφικό του χαρακτήρα, τότε, όπως έχει πει, «αποκλείεται όχι μόνον ο σχηματισμός δικής του αυτοδύναμης κυβέρνησης, αλλά και η πιθανότητα διαμόρφωσης ευρύτερων συνεργασιών».