Δύο (αιώνιοι) αντίπαλοι κάτω από την ίδια στέγη


Οι δύο άλλοτε «αιώνιοι αντίπαλοι» εντός του ΚΚΕ κκ. Μ. Ανδρουλάκης και Ν. Κοτζιάς βρίσκονται σήμερα κάτω από την ίδια πολιτική στέγη του ΠαΣοΚ και κατά ειρωνική σύμπτωση σε αντίστοιχες θέσεις ευθύνης με εκείνες που κατείχαν στην κορύφωση της κομματικής τους καριέρας στα τέλη της σημαδιακής δεκαετίας του 1980: ο μεν πρώτος ως συντάκτης τώρα των πολιτικών θέσεων για την επανίδρυση του ΠαΣοΚ, ο δε δεύτερος ως «θεωρητικός» του Κινήματος από τη θέση του προέδρου του Ινστιτούτου Στρατηγικών και Αναπτυξιακών Μελετών (ΙΣΤΑΜΕ) «Ανδρέας Παπανδρέου». Το 1989 ο κ. Ανδρουλάκης συμμετείχε πρωταγωνιστικά στη διαμόρφωση των πολιτικών θέσεων του ΚΚΕ που οδήγησαν στη σύγκλιση με την τότε ΕΑΡ του κ. Λ. Κύρκου, στη δημιουργία του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου και στην (συγ)κυβέρνηση Τζαννετάκη. Την ίδια περίοδο ο ιδεολογικός υπεύθυνος του ΚΚΕ κ. Κοτζιάς επέλεγε την πόρτα της εξόδου, καταγγέλλοντας «δεξιά παρέκκλιση» του κόμματος και «πρακτικές συνεργασίας με το μεγάλο κεφάλαιο με το άλλοθι της «κάθαρσης»».


Παρά τις αγεφύρωτες διαφορές εκείνης της κρίσιμης πολιτικής φάσης, τα δύο άλλοτε «τρομερά παιδιά» του Περισσού κατέληξαν ύστερα από διαφορετικές διαδρομές στο ίδιο σημείο – στο ΠαΣοΚ του κ. Γ. Παπανδρέου, υπέρ του οποίου τάχθηκαν αναφανδόν στη μεγάλη αναμέτρηση για την αρχηγία του κόμματος. Στον κ. Κοτζιά πιστώνεται άλλωστε και η «στρατηγική» σύγκρουσης με τον κ. Ευ. Βενιζέλο, κατά του οποίου δεν δίστασε να επιτεθεί μέσω των συνεντεύξεών του. Ωστόσο η «σκιώδης» παρουσία του κ. Κοτζιά στο ΠαΣοΚ αποκτά πλέον άλλο χαρακτήρα. Οπως εκτιμούν ορισμένοι, η τοποθέτησή του στο ΙΣΤΑΜΕ, το think tank του Κινήματος, «σηματοδοτεί την έλευσή του από το παρασκήνιο στο προσκήνιο». Οσοι όμως γνωρίζουν καλά τις κατά καιρούς «τρικυμιώδεις» – και παρά ταύτα φιλικές – σχέσεις του με τον πρόεδρο του ΠαΣοΚ, δεν βιάζονται να προεξοφλήσουν το πολιτικό του μέλλον.


Ανθρωπος επίμονος, με άποψη για την οποία μάχεται αδυσώπητα, ο κ. Κοτζιάς αναλαμβάνει είκοσι χρόνια σχεδόν μετά την αποχώρησή του από το ΚΚΕ τα θεωρητικά ηνία του ΠαΣοΚ, και μάλιστα σε μια περίοδο ρευστότητας στο πολιτικό σκηνικό και διεργασιών στο κόμμα το οποίο κάποτε βρισκόταν στο ιδεολογικό στόχαστρό του.


Πώς βρέθηκε όμως ένας πρώην μαρξιστής-λενινιστής θεωρητικός στο ΠαΣοΚ; Η περίπτωση του κ. Κοτζιά, αν και όχι μοναδική, παρουσιάζει ένα ειδικό πολιτικό ενδιαφέρον. Αν για τον κ. Ανδρουλάκη και άλλα πρώην στελέχη του ΚΚΕ, όπως η κυρία Μαρία Δαμανάκη, η πορεία συνάντησής τους με τη σοσιαλδημοκρατία ήταν εν πολλοίς προδιαγεγραμμένη, για τον κ. Κοτζιά τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά.


Την περίοδο της χούντας ο κ. Κοτζιάς ανήκε στην ΚΝΕ εξωτερικού ως φοιτητής στη Γερμανία, όπου σπούδασε οικονομικά, πολιτικές επιστήμες και φιλοσοφία. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα θα δραστηριοποιηθεί στην ΚΝΕ και σύντομα στο ΚΚΕ. Το 1977 θα πρωτοστατήσει ως γραμματέας της οργάνωσης περιοχής Στερεάς Ελλάδας – Εύβοιας στη μεγάλη απεργία των 110 ημερών που έγινε στη ΛΑΡΚΟ, μένοντας μέσα στο εργοστάσιο με τους απεργούς εργάτες, ενώ αργότερα θα περάσει στην Ιδεολογική Επιτροπή του κόμματος. Θεωρούνταν από τα χαρισματικά στελέχη του ΚΚΕ και διακρινόταν για τη θεωρητική του κατάρτιση.


Ως επικεφαλής της Ιδεολογικής Επιτροπής το 1989 διαφώνησε με την κυβέρνηση Τζαννετάκη και ήλθε αντιμέτωπος με τον κ. Ανδρουλάκη και τους «ανανεωτικούς» που πρωτοστάτησαν στη δημιουργία του Συνασπισμού, οδηγώντας το ΚΚΕ στη συνεργασία με τη ΝΔ υπό τον κ. Κ. Μητσοτάκη. Ηταν από τους πρώτους που είχαν καταγγείλει προηγουμένως το κοινό πόρισμα ΚΚΕ – ΕΑΡ, το οποίο οδήγησε στη δημιουργία του Συνασπισμού, ως απαράδεκτο συμβιβασμό με ανεπίτρεπτες υποχωρήσεις εκ μέρους του κόμματός του. Στην επιστολή παραίτησης που έστειλε τον Ιούλιο του 1989 στην Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, της οποίας ήταν μέλος, σημείωνε: «Δεν υπάρχει η απαιτούμενη συνείδηση της ιστορικής διάστασης και των επιπτώσεων των πράξεών μας». Ενώ κατακεραύνωνε τη συμμαχία με τη ΝΔ λέγοντας ότι «στο όνομα της «κάθαρσης» στηρίζουμε την ηγεμονία της άρχουσας τάξης». Οσον αφορούσε το ΠαΣοΚ θεωρούσε ότι έτσι «δεν δώσαμε μάθημα στο ΠαΣοΚ, όπως χαίρονται κάποιοι, αλλά το διευκολύναμε να συσπειρώσει τον κόσμο του». Ως θεωρητικός του ΚΚΕ ο κ. Κοτζιάς είχε ασχοληθεί συστηματικά με τη μελέτη του φαινομένου ΠαΣοΚ. Το 1985 εξέδωσε διά της επίσημης κομματικής οδού το βιβλίο «Ο τρίτος δρόμος του ΠαΣοΚ», όπου ασκούσε κριτική στα θεωρητικά σχήματα που είχε εισαγάγει στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα ο Ανδρέας Παπανδρέου. Η αμηχανία που επικρατούσε στο εσωτερικό του ΚΚΕ εκείνης της πρώτης περιόδου της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠαΣοΚ είχε πυροδοτήσει έντονες διαφωνίες, οι οποίες κρατούνται έως σήμερα ως επτασφράγιστο μυστικό. Μεταξύ αυτών που απαιτούσαν εντονότερη κριτική από την πλευρά του Περισσού προς το ΠαΣοΚ για τη «δεξιά πολιτική της ηγεσίας του» ήταν και ο κ. Κοτζιάς. Μάλιστα στην επιστολή παραίτησής του διατύπωνε το παράπονο: «Δεν μπορεί να μη θυμηθεί κανείς παρά με πίκρα την κριτική, τις παρατηρήσεις και τις επιθέσεις της καθοδήγησης του κόμματος σε κάθε κριτική απέναντι στο ΠαΣοΚ».


Ο κ. Κοτζιάς ανήκε στην «αριστερή» άποψη που υπήρχε στην ΚΕ του ΚΚΕ, η οποία επεδίωκε να ανοίξει γρήγορα μέτωπο με το ΠαΣοΚ, η δυναμική έλευση του οποίου είχε επιδράσει καταλυτικά στις «λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις» της εποχής. Οι προσεγγίσεις του ωστόσο συναντούσαν τα εμπόδια που όρθωναν οι «γέροντες» του κόμματος υπό τον Χαρίλαο Φλωράκη. Είχε δεχθεί μάλιστα αυστηρή κριτική για άρθρα του που αφορούσαν τη «δεξιά πολιτική» της ηγεσίας του ΠαΣοΚ, για την οποία παρατηρούσε από νωρίς ότι στο εσωτερικό της «υπήρχαν δυνάμεις που ήθελαν να τα βρουν με τμήματα της αστικής τάξης και να χρησιμοποιήσουν το κράτος ως λάφυρο». Αργότερα πια, όταν οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο κόμματα είχαν φτάσει στο ναδίρ και το «ταξικό μίσος» για το κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου περίσσευε, ο κ. Κοτζιάς διαπίστωνε: «Δεν καταφέραμε να ισορροπήσουμε απέναντι στο φαινόμενο ΠαΣοΚ. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τη συχνά επαναλαμβανόμενη φράση που ακούγεται στις γραμμές μας: «Το ΠαΣοΚ είναι χειρότερο από τη Δεξιά». Η διατύπωση αυτή εκφράζει πολλές αλήθειες, αλλά δεν είναι σωστή» έγραφε σε επιστολή του προς το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ τον Δεκέμβριο του 1988 και συμπλήρωνε: «Πράγματι η σημερινή κυβέρνηση είναι χειρότερη από τις μεταχουντικές κυβερνήσεις της Δεξιάς. Είναι όμως και από τις μελλοντικές;».


Παράλληλα όμως θεωρούσε ότι η επιστροφή της ΝΔ «θα ξεπερνούσε σε αντιδραστικότητα το ΠαΣοΚ». Επιπλέον, ασκούσε κριτική στην τότε κομματική ηγεσία διότι με τη συνεργασία ΚΚΕ – ΝΔ «θα έχουμε ιστορικά ξεκόψει από μεγάλη μερίδα προοδευτικών ανθρώπων – διότι ο κόσμος του ΠαΣοΚ δεν είναι μόνο ο αυριανοτομπρισμός».


Μετά την αποχώρησή του από το ΚΚΕ μαζί με άλλα στελέχη του, μεταξύ των οποίων οι Κώστας Κάππος και Γιώργος Γράψας, οι κκ. Κ. Μπατίκας, Γ. Μανιάτης, Κ. Τζιαντζής, η κυρία Νάντια Βαλαβάνη κ.ά., ο νυν πρόεδρος του ΙΣΤΑΜΕ βρέθηκε για λίγο διάστημα στο Νέο Αριστερό Ρεύμα που συγκρότησαν οι διαφωνούντες με τη συγκυβέρνηση Τζαννετάκη, ενώ σύντομα απομακρύνθηκε και αφοσιώθηκε στις ακαδημαϊκές του ενασχολήσεις. Την ίδια περίοδο θα βρεθεί στο ΥΠΕΞ ως εμπειρογνώμων και εκεί θα γνωρίσει τον κ. Παπανδρέου, με τον οποίο συνεργάστηκε στενά κατά τη διάρκεια της υπουργίας του (όπως και άλλο ένα πρώην στέλεχος της Ιδεολογικής Επιτροπής του ΚΚΕ και προσωπικός του φίλος, ο σημερινός βουλευτής του ΠαΣοΚ κ. Ευ. Παπαχρήστος) και έκτοτε βρίσκεται πλάι του.


Εκφραστής της λεγόμενης «σκληροπυρηνικής» μαρξιστικής αντίληψης, ο κ. Κοτζιάς θα έλθει σε ιδεολογική και πολιτική σύγκρουση με τον «ρεφορμιστή» κ. Ανδρουλάκη και τα στελέχη που εξέφραζαν τη δεκαετία του 1980 την τάση για «εκσυγχρονισμό» του ΚΚΕ, στο πνεύμα και των αλλαγών που πυροδοτούσε στο παγκόσμιο τότε κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα η «περεστρόικα» και η «γκλάσνοστ» του κ. Μ. Γκορμπατσόφ στην άλλοτε ΕΣΣΔ μετά την ανάδειξή του στην ηγεσία του ΚΚΣΕ το 1985. Ηταν μοιραίο να βρει μπροστά του τον κ. Ανδρουλάκη και ως καθοδηγητή της Ιδεολογικής Επιτροπής εκ μέρους του Πολιτικού Γραφείου. Οι δυο τους βρίσκονταν πάντα σε διαφορετικούς άξονες, με αποκορύφωμα το ζοφερό 1989.


Ο κ. Ανδρουλάκης ήταν – σε αντίθεση με τον ανήσυχο αλλά δίχως να έχει περιθώρια κινήσεων στην εσωκομματική σκακιέρα κ. Κοτζιά – ένα ενεργό πολιτικό στέλεχος, με πρωταγωνιστικό ρόλο και έντονη επιρροή στη δυναμική μερίδα του κομματικού μηχανισμού που συγκροτούσαν στελέχη της γενιάς του. Κάποιοι από αυτούς δεν θα διστάσουν πολύ αργότερα – και αφού είχε μεσολαβήσει η διάσπαση του ΚΚΕ το 1991 – να πουν σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους: «Μας πήρε στον λαιμό του ο Μίμης…».


Προερχόμενος από την Επαναστατική Οργάνωση «ΚΟ Μαχητής», ο κ. Ανδρουλάκης πέρασε στη δικτατορία στην Αντι-ΕΦΕΕ και στην ΚΝΕ, διώχθηκε από το καθεστώς, ήταν μέλος της συντονιστικής επιτροπής κατάληψης του Πολυτεχνείου και συμμετείχε στο πρώτο Γραφείο του Κεντρικού Συμβουλίου της ΚΝΕ στη μεταπολίτευση. Ανθρωπος που γρήγορα «κατέκτησε» με την πολιτική διορατικότητά του και τις προωθημένες απόψεις του την ιστορική ηγεσία του κόμματος και προσωπικά τον Χαρίλαο Φλωράκη, οι οποίοι πίστεψαν ότι επιτέλους το ΚΚΕ θα μπορούσε να διαδραματίσει έναν ρυθμιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα από κυβερνητικές θέσεις.


Εγινε το δεξί χέρι του Χαρίλαου, λογογράφος του και ο έχων τις επαφές με τα μέσα ενημέρωσης ως υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου του κόμματος σε μια κρίσιμη περίοδο. Επαιξε κυρίαρχο ρόλο – και στο προσκήνιο και στο παρασκήνιο – στη λήψη σημαντικών αποφάσεων που είχαν να κάνουν με την πολιτική «εξωστρέφεια» του κόμματος και τα τολμηρά ανοίγματα που πραγματοποίησε, με αποκορύφωμα: την προσέγγιση με τους άλλοτε «αναθεωρητές» της ΕΑΡ, τη μετεξέλιξη του ΚΚΕ Εσωτερικού, τη δημιουργία του Συνασπισμού και τη συγκατοίκησή του με τη ΝΔ.


Το «παιχνίδι της εξουσίας» ήταν κάτι που δελέαζε τον κ. Ανδρουλάκη, ο οποίος αναζητούσε διεξόδους στην κατεύθυνση του «κυβερνητισμού» και λύσεις που υπερέβαιναν πολιτικά και ιδεολογικά τον χώρο στον οποίο ανήκε. Για κάποιους ο απώτερος στόχος εκείνης της «παρά φύσιν» συγκυβέρνησης ήταν ο διεμβολισμός του ΠαΣοΚ, ο οποίος ωστόσο δεν υλοποιήθηκε. Το αντίθετο μάλιστα. Το ΠαΣοΚ παρά τα πλήγματα που υπέστη επανήλθε μετά τη «δεξιά παρένθεση» του 1990-1993 στην εξουσία αναβαπτισμένο. Οσον αφορά την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου, ο κ. Ανδρουλάκης συνηθίζει να λέει σε όσους τον ρωτούν για την πρωτοβουλία που είχε πάρει ενώ τα γεγονότα βρίσκονταν σε εξέλιξη, για να αναιρεθούν οι αρνητικές συνέπειες του ’89 στην πολιτική ζωή, για να ακυρωθεί η παραπομπή με βάση τη σχετική συνταγματική πρόβλεψη και να κλείσει το χάσμα ΠαΣοΚ – Αριστεράς στην κατεύθυνση μιας «στρατηγικής σύγκλισης και ανασύνθεσης Κεντροαριστεράς και δημοκρατικής Αριστεράς».


Πρόκειται για τη θέση που ανέπτυξε στη συνέχεια στο βιβλίο του «Μετά» και η οποία ουσιαστικά τον έθεσε εκτός παιχνιδιού για σειρά ετών. «Δυστυχώς η ηγεσία της ιστορικής Αριστεράς δεν το άντεξε, αναδιπλώθηκε, με διέγραψε και έτσι εγκατέλειψα την ενεργό πολιτική, ενώ έκτοτε στήριζα κριτικά το ΠαΣοΚ σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις» έχει δηλώσει.


Για ένα «νέο ΠαΣοΚ»


Ο κ. Ανδρουλάκης διαγράφηκε από τον ΣΥΝ το 1993 επί προεδρίας της κυρίας Δαμανάκη με αφορμή δηλώσεις του για τα χρέη του Ολυμπιακού. Ηταν όμως ήδη «αλλού». Η προσέγγισή του με το ΠαΣοΚ πέρασε μια μακρά φάση αναμονής, λόγω και του ρόλου του το ’89, ώσπου το 2004 ο κ. Παπανδρέου τον τοποθέτησε στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας, μαζί με την κυρία Δαμανάκη, στο πλαίσιο της αμφίπλευρης διεύρυνσης του κόμματος τόσο προς τα αριστερά όσο και προς τα δεξιά (με τους «φιλελεύθερους» κκ. Στ. Μάνο και Α. Ανδριανόπουλο). Σήμερα ο κ. Ανδρουλάκης τάσσεται υπέρ ενός «νέου ΠαΣοΚ» και όχι υπέρ ενός νέου κόμματος. «Ενα νέο ΠαΣοΚ, ανοιχτό σε πολιτικές συμμαχίες, ανοιχτό στην ανασύνθεση μιας μεγάλης πολυφωνικής προοδευτικής Αριστεράς – Κεντροαριστεράς» λέει. Κάποιοι περιμένουν επ’ αυτού να διαπιστώσουν και τις ακριβείς θέσεις του κ. Κοτζιά, ο οποίος έχει ζητήσει «αλλαγή προσωπικού, νοοτροπίας και κατεύθυνσης», δίχως να αποκλείουν ότι ίσως βρεθούν ξανά οι δύο άλλοτε ιδεολογικοί αντίπαλοι σε απέναντι όχθες.