Οι βαρύτατες καταγγελίες της ιδιαιτέρας γραμματέως του κ. Αριστείδη Αλαφούζου για «πακέτα» εκατομμυρίων που έστελνε ο εφοπλιστής σε πολιτικούς, αφού αγόρασε την «Καθημερινή» * Τι απαντά ο κ. Μητσοτάκης και τι υποστηρίζει ο κ. Ν. Κωνσταντόπουλος, που ομολογεί ότι ήταν νομικός σύμβουλος του εφοπλιστή-εκδότη ως το 1996, ενώ από το 1993 ήταν και αρχηγός του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου * Τι καταγγέλλει από την τηλεοπτική εκπομπή του ο κ. Μ. Τριανταφυλλόπουλος και πώς κατονομάζει τον κ. Κωνσταντόπουλο ως όργανο του κ. Αλαφούζου με συγκεκριμένες αναφορές σε ρητορικές επιθέσεις που έκανε στη Βουλή ο τέως αρχηγός του Συνασπισμού εναντίον αντιπάλων και επαγγελματικών ανταγωνιστών του εφοπλιστή εντολέως του * Η ιδιαιτέρα γραμματεύς υποστηρίζει ότι ο εργοδότης της είχε επιχειρηματικά συμφέροντα στην Ελλάδα. Ο κ. Τριανταφυλλόπουλος υπενθυμίζει ότι ο κ. Αλαφούζος ξεκίνησε τις δουλειές του ως εργολάβος δημοσίων έργων: έχει κατασκευάσει, επί κυβερνήσεων ΕΡΕ, το Μον Παρνές και την πλατεία Ομονοίας, έργα που είχαν καταγγελθεί τη δεκαετία του ’50 από τη δημοκρατική Αντιπολίτευση ως σκάνδαλα * Υπαινιγμοί και καταγγελίες για τις απαιτήσεις (ραδιόφωνα, τηλεοπτικές άδειες κ.ά.) του κ. Ιωάννη Αρ. Αλαφούζου και τις πολιτικές μεταμορφώσεις του * Με μαγνητοφωνημένες δηλώσεις του ιδίου του κ. Αλαφούζου εναντίον του κ. Μητσοτάκη και αποκαλυπτικές περιγραφές «πληρωμών» απαντά ο κ. Τριανταφυλλόπουλος στις διαψεύσεις του κ. Αλαφούζου. Ποια θα είναι η συνέχεια…


Οι πρόσφατες καταγγελίες στην υπόθεση του λεγόμενου «μαύρου πολιτικού χρήματος» μετέτρεψαν ορισμένους από τους γνωστότερους «εισαγγελείς» του δημόσιου βίου σε κατηγορουμένους. Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι εμφανίζονται να διαπλέκονται σε δίκτυο οικονομικών και πολιτικών συναλλαγών εκδότες, επιχειρηματίες και πολιτικοί οι οποίοι (κατά τα άλλα) σταδιοδρομούν χρόνια τώρα ως φλογεροί πολέμιοι της διαπλοκής εκδοτών, επιχειρηματιών και πολιτικών! Και όλα αυτά σε φόντο «βρώμικου ’89», το οποίο (όπως φαίνεται) ακόμη δεν λέει να καθαρίσει.


Οι αποκαλύψεις της πρώην γραμματέως του κ. Αρ. Αλαφούζου στον δημοσιογράφο κ. Μ. Τριανταφυλλόπουλο για διακίνηση «μαύρου χρήματος» προς πολιτικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων οι κκ. Κ. Μητσοτάκης και Ν. Κωνσταντόπουλος, προκάλεσαν την έντονη αντίδραση των καταγγελλομένων, οι οποίοι απειλούν με προσφυγές στη Δικαιοσύνη και στο Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Ο κ. Τριανταφυλλόπουλος, από την πλευρά του, δηλώνει «εγώ θα συνεχίσω τις αποκαλύψεις, με μαρτυρίες και στοιχεία και από άλλα πρόσωπα. Η έρευνα δεν στηρίχτηκε μόνο στην κυρία Χατζηβασιλείου».


Η κυρία Καίτη Χατζηβασιλείου είναι η επί 28 έτη γραμματέας του κ. Αρ. Αλαφούζου, η οποία αποκάλυψε σε εκπομπή του κ. Μ. Τριανταφυλλόπουλου ότι την περίοδο 1989-1993 ο πρώην πρωθυπουργός κ. Κ. Μητσοτάκης και ο τέως πρόεδρος του Συνασπισμού κ. Ν. Κωνσταντόπουλος εισέπρατταν σημαντικά χρηματικά ποσά από τον κ. Αλαφούζο. Η κυρία Χατζηβασιλείου, όπως λέει, γνώριζε από πρώτο χέρι τις συναλλαγές αυτές αφού τις εκτελούσε η ίδια, κατ’ εντολήν του εργοδότη της, και παράλληλα κρατούσε αρχείο των λογαριασμών και των ποσών που ελάμβαναν οι δύο πολιτικοί.


Για τον κ. Μητσοτάκη είπε ότι έστελνε τον οδηγό του, ο οποίος έπαιρνε φεύγοντας σακ βουαγιάζ με μετρητά (τα είχε γεμίσει η ίδια, τρεις φορές με το ποσόν των 30 εκατ. δρχ. – 88.041 ευρώ). Ο οδηγός κατευθυνόταν σε κεντρική οδό της Αθήνας όπου βρίσκονται τα γραφεία της ΝΔ, αλλά επειδή εκεί κοντά είναι και το σπίτι του κ. Μητσοτάκη δεν ήξερε πού ακριβώς κατέληγαν οι τσάντες με τα λεφτά.


Ο κ. Κωνσταντόπουλος, σύμφωνα πάντα με τη μαρτυρία της κυρίας Χατζηβασιλείου, πήγαινε ο ίδιος στο γραφείο του κ. Αλαφούζου και έφευγε με επιταγές. Αυτό, είπε, έγινε τρεις-τέσσερις φορές, όχι μόνο σε προεκλογικές περιόδους, και ότι ο κ. Κωνσταντόπουλος εμφανιζόταν ως άτυπος νομικός σύμβουλος του επιχειρηματία αφού επισήμως δεν ανελάμβανε υποθέσεις του.


Η κυρία Χατζηβασιλείου πρόσθεσε ότι δεν είχε δει ποτέ το όνομα του κ. Κωνσταντόπουλου ως νομικού συμβούλου στις επιχειρήσεις Αλαφούζου. Εξέφρασε επίσης την εκτίμηση ότι λειτουργούσε «σαν τη φωνή του επιχειρηματία στη Βουλή» αφού πολλές φορές είχε υπερασπιστεί εκεί τις θέσεις του επιχειρηματία. Σύμφωνα με τον κ. Τριανταφυλλόπουλο, ο κ. Κωνσταντόπουλος επετίθετο εκ συστήματος στη Βουλή εναντίον όσων ο κ. Αλαφούζος είχε επιχειρηματικές ή άλλες διαφορές.


Η πρώην γραμματέας είπε ακόμη ότι γνώριζε και άλλους πολιτικούς που επισκέπτονταν τον κ. Αλαφούζο με σκοπό να πάρουν χρήματα. Για τα στοιχεία αυτά η κυρία Χατζηβασιλείου έχει καταθέσει υπόμνημα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Γ. Σανιδά.


Οσα είπε η κυρία Χατζηβασιλείου προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων. Ο κ. Μητσοτάκης ανακοίνωσε ότι θα προσφύγει στη Δικαιοσύνη κατά του κ. Τριανταφυλλόπουλου επειδή «εξαπέλυσε μια επιμελώς σκηνοθετημένη συκοφαντική εκστρατεία» εναντίον του. Υπενθύμισε επίσης ότι ο δημοσιογράφος «αναμασά παλαιές συκοφαντίες του 1993, που όλες ξεκαθάρισαν από τότε και για τις οποίες προσφάτως αποφάσισε η Δικαιοσύνη».


Ο κ. Μητσοτάκης φέρεται να έχει ζητήσει τρεις φορές τις κασέτες της εκπομπής από τον τηλεοπτικό σταθμό Alter χωρίς να πάρει απάντηση και κάθε φορά κοινοποιεί τα αιτήματά του στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Οταν ένας τηλεοπτικός σταθμός αρνείται να παραχωρήσει επίμαχο υλικό σε όποιον έχει έννομο συμφέρον, κινδυνεύει με κυρώσεις.


«Ψευδή και συκοφαντικά» χαρακτήρισε τα όσα ειπώθηκαν στην εκπομπή και ο πρόεδρος της «Καθημερινής» κ. Αρ. Αλαφούζος και δήλωσε ότι θα προσφύγει στη Δικαιοσύνη, τόσο κατά του κ. Τριανταφυλλόπουλου όσο και κατά της κυρίας Χατζηβασιλείου. Ο κ. Αλαφούζος μιλάει για «προσπάθεια διασυρμού του» και για «οργανωμένη επίθεση» εναντίον του η οποία «εξυπηρετεί πολλαπλούς στόχους – να κλονίσει το όνομα και την αξιοπιστία του ως πολίτη και επιχειρηματία, και να πλήξει πολιτικά πρόσωπα διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα και την ιστορία».


Ο κ. Κωνσταντόπουλος χαρακτήρισε τον κ. Τριανταφυλλόπουλο «θλιβερή μαριονέτα» και αναρωτήθηκε «ποιος κρύβεται πίσω από αυτή την επίθεση». Μίλησε για «χοντροκομμένα ψέματα» εναντίον του καθώς θεωρεί ότι η επαγγελματική του διαδρομή δεν ήταν κρυφή ούτε λειτουργούσε ως άτυπος νομικός σύμβουλος του κ. Αλαφούζου.


Αντιθέτως, λέει, ως το 1996 ήταν νομικός σύμβουλος της Ερμής ΑΕ, ιδιοκτήτριας εταιρείας της «Καθημερινής» και του Σκάι, καθώς και των κκ. Αρ. και Ι. Αλαφούζου, και νομικός συνεργάτης (μαζί με άλλους δικηγόρους) σε υποθέσεις που αφορούσαν στελέχη των δύο μέσων. Επίσης δηλώνει ότι ήταν επί δέκα χρόνια νομικός σύμβουλος της «Ελευθεροτυπίας» και δικηγόρος πολλών άλλων εφημερίδων, περιοδικών, αλλά και εκδοτών και δημοσιογράφων.


Αν και διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Τζαννετάκη το 1989, ο ίδιος περιγράφει με μελανά χρώματα τη σχέση του με την οικογένεια Μητσοτάκη εξαιτίας της υπεράσπισης ατόμων που κατηγορούνταν για τρομοκρατία (Ρασίντ, Σκυφτούλης, Σερίφης κ.ά.), της ιστορίας του Σκάι και της αντίθεσής του στον λεγόμενο «τρομονόμο».


Στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε την περασμένη Τρίτη επισήμανε ακριβώς αυτό το γεγονός: «Ολοι οι δημοσιογράφοι ξέρουν τη σύγκρουσή μου τότε για συγκεκριμένες υποθέσεις με την τότε κυβέρνηση, τα σχόλια του γραφείου Τύπου της ΝΔ. Επιπροσθέτως υπάρχει και κάτι το οποίο δικαιούμαι να επικαλεστώ. Ολες οι υποθέσεις που χειρίστηκα οδηγήθηκαν στα δικαστήρια και υπήρξαν αθωωτικές αποφάσεις ή απαλλακτικά βουλεύματα».


Είναι βέβαιο πάντως ότι εκπροσώπησε την οικογένεια Αλαφούζου σε όλες τις μεγάλες ποινικές εμπλοκές της, από τις υποθέσεις λαθρεμπορίας πετρελαίου και τη μήνυση της κυρίας Μαρίκας Μητσοτάκη κατά της «Καθημερινής» για δημοσιεύματα που αφορούσαν το ίδρυμα για παιδιά με ειδικές ανάγκες ως την υπόθεση των υποκλοπών της περιόδου 1990-1993 κ.ά. Ο κ. Κωνσταντόπουλος εξελέγη πρόεδρος του Συνασπισμού τον Δεκέμβριο του 1993, πράγμα που σημαίνει ότι, κατά δήλωσή του, επί τρία (τουλάχιστον) έτη ήταν παράλληλα αρχηγός κόμματος και νομικός σύμβουλος εκδοτών και εφοπλιστών.


Εκείνη την εποχή (1993-1996) ο Συνασπισμός έμεινε εκτός Βουλής, οπότε ο κ. Κωνσταντόπουλος επικαλείται την ανάγκη να εργασθεί και να διατηρήσει δραστήριο το δικηγορικό του γραφείο. Αλλά το 1998 υπογράφει ως δικηγόρος το απολογητικό υπόμνημα του κ. Τεγόπουλου κατά του κ. Σ. Κόκκαλη, ο οποίος προσέφυγε στη Δικαιοσύνη για σειρά σχολίων της «Ελευθεροτυπίας» όπου ο επιχειρηματίας χαρακτηριζόταν «μεγαλομιζαδόρος, μαυραγορίτης, μεγαλέμπορος δημοσίων υπαλλήλων, νονός όλων των τυχερών παιχνιδιών» κ.ά. Ο Συνασπισμός είχε επιστρέψει στη Βουλή ήδη από το 1996. Ο κ. Κωνσταντόπουλος έχει ξεκινήσει συναντήσεις με την Πρόεδρο της Βουλής, τους αρχηγούς των κομμάτων, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τις ενώσεις των δημοσιογράφων και των ιδιοκτητών ΜΜΕ σε μια προσπάθεια να ιδρύσει ινστιτούτο, κατά «των τηλεδερβίσηδων», όπως λέει.



Η αρχή των γεγονότων που οδήγησαν στις πρόσφατες αποκαλύψεις βρίσκεται περίπου 20 χρόνια πίσω. Το 1988, μετά τη φυγή του Γ. Κοσκωτά στη Βραζιλία, ο κ. Αρ. Αλαφούζος με τη σύμφωνη γνώμη του τότε προέδρου της ΝΔ κ. Κ. Μητσοτάκη αγόρασε την εφημερίδα «Καθημερινή» και τον ραδιοφωνικό σταθμό Σκάι.


Εναν χρόνο μετά, επήλθε ρήγμα στις σχέσεις των δύο ανδρών. Την αιτία αποκάλυψε τέσσερα χρόνια αργότερα ο ίδιος ο κ. Αλαφούζος σε κατάθεση που έδωσε (Αύγουστος 1993) στον ειδικό ανακριτή εφέτη κ. Αχ. Νταφούλη. «Το 1988, όταν ήθελα να αγοράσω την «Καθημερινή» συζήτησα με τον νυν Πρωθυπουργό και εκείνος με παρακάλεσε αν μπορώ να βοηθήσω το κόμμα. Εγώ δέχτηκα και έδωσα εκατοντάδες εκατομμυρίων στο κόμμα. Ομως διαπίστωσα ότι κόμμα και Μητσοτάκης είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Ρώτησα κι άλλους και μου είπαν ότι τα χρήματα δεν πήγαν στο κόμμα. Γι’ αυτό όταν στα τέλη του 1989 με παρακάλεσε πάλι, του είπα ότι δεν είναι δυνατόν να του δίνω χρήματα και να μην πηγαίνουν στο κόμμα και δεν είμαι διατεθειμένος να βοηθήσω στις εκλογές. Αυτός θύμωσε και ήταν ο μοναδικός λόγος που άρχισε να με κυνηγάει». Ο κ. Αλαφούζος αργότερα ανακάλεσε αυτή την κατάθεση, ο κ. Τριανταφυλλόπουλος όμως υποστήριξε ότι η ανάκληση των κατηγοριών δεν αφορούσε τα χρήματα των σακ βουαγιάζ, για τα οποία δεν έχει γίνει καμία έρευνα.


Σε συνέντευξη που έδωσε εκείνη την εποχή στη δημοσιογράφο της εφημερίδας «Τα Νέα» κυρία Τζώρτζια Κοντράρου και η οποία παρουσιάστηκε την Πέμπτη από τηλεοράσεως, ο κ. Αλαφούζος ακούστηκε να λέει ότι «επειδή του Μητσοτάκη τού ξεφεύγουν κουβέντες κατάλαβα ότι τα χρήματα (σ.σ.: περίπου 90 εκατ. δραχμές – 264.123 ευρώ) σε σακ βουαγιάζ τα διέθετε σε όχι θεμιτούς σκοπούς. Εγώ δυσφόρησα». Κατόπιν αποκαλύπτει ότι επί οικουμενικής κυβερνήσεως«πληροφορήθηκε ότι έστελνε τα χρήματα σε ψευδομάρτυρα που χρησιμοποιούσε για την παραπομπή του Ανδρέα».


Στις αρχές του 1991 πολλοί διεκδίκησαν τηλεοπτικές άδειες, μεταξύ των οποίων και ο κ. Ι. Αλαφούζος, γιος του Αριστείδη. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, η οποία δεχόταν σκληρές επιθέσεις από τον Σκάι, αρνήθηκε να του δώσει άδεια. Τότε εκείνος πήγε στον Υμηττό με σκοπό να εγκαταστήσει κεραίες και βρέθηκε αντιμέτωπος με αστυνομικές δυνάμεις. Η σύγκρουση θα γενικευθεί.


Ο κ. Μητσοτάκης με δήλωσή του σε τηλεοπτικό σταθμό κατηγόρησε τον κ. Αλαφούζο ότι κάνει λαθρεμπόριο πετρελαίου. Το 1992 ο κ. Ι. Αλαφούζος και πέντε συνεργάτες του παραπέμφθηκαν από τον εισαγγελέα στη Δικαιοσύνη για λαθρεμπόριο καυσίμων με τα πλοία «Ενάλιος Αίθρα» και «Ασπρονήσι». Η τελευταία δίκη έγινε το 1995 και ήταν αθωωτική για τους κατηγορουμένους.


Την άνοιξη του 1993 ήλθε στην επιφάνεια η υπόθεση των υποκλοπών τηλεφωνικών συνομιλιών του Α. Παπανδρέου και άλλων στελεχών του ΠαΣοΚ από τους Μαυρίκη – Γρυλλάκη, από τα υπόγεια της Ρηγίλλης, του Μεγάρου Μαξίμου και του ΟΤΕ στην Πατησίων, για λογαριασμό του κ. Κ. Μητσοτάκη. Τότε η κυβέρνηση έστειλε σε δίκες πολλούς εκδότες εφημερίδων, μεταξύ των οποίων και τον κ. Αλαφούζο, επειδή δημοσίευσαν το περιεχόμενο των κασετών. To 2001 o στρατηγός Νίκος Γρυλλάκης, στενός συνεργάτης του κ. Μητσοτάκη, αποκαλύπτει στο βιβλίο του «τέρατα και σημεία» για την περίοδο εκείνη, καθώς μέσα από περιγραφές για συνωμοσίες, παγιδεύσεις ανθρώπων και τηλεφώνων, μεθοδεύσεις, εκβιασμούς, δωροδοκίες αναδύεται ένα ζοφερό παρακράτος το οποίο έδρασε ανενόχλητο για περίπου τέσσερα χρόνια.


Τον Ιούνιο του 1993 ο κ. Αλαφούζος κατέθεσε στον εισαγγελέα κ. Γ. Ζορμπά ότι «ηθικός αυτουργός των υποκλοπών είναι ο κ. Μητσοτάκης» και τον Αύγουστο αποκάλυψε τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω στον κ. Νταφούλη. Στις 8 Οκτωβρίου 1993, λίγες ημέρες πριν από τη διεξαγωγή των εθνικών εκλογών, ο κ. Αλαφούζος πήρε την εκδίκησή του, λέγοντας δημόσια ότι είχε χρηματοδοτήσει τον κ. Μητσοτάκη προσωπικά. Στις 10 Οκτωβρίου η ΝΔ έχασε τις εκλογές από το ΠαΣοΚ με διαφορά 7,5 μονάδων.


Η ιστορία του «μαύρου χρήματος» που λέγεται ότι διακινήθηκε μεταξύ Αλαφούζου – Μητσοτάκη δεν ξεχάστηκε. Το 2001 ήλθε ξανά στην επικαιρότητα με την υπόθεση Mayo. Ο κ. Κ. Λαλιώτης, τότε υπουργός ΠΕΧΩΔΕ, αποκάλυψε ότι μέσω τροφοδότη λογαριασμού της λιβεριανής εταιρείας Mayo Investments Corporation, η Νέα Δημοκρατία και η οικογένεια του κ. Μητσοτάκη διακινούσαν χρήματα την περίοδο 1989-1993.


Ο κ. Λαλιώτης έδωσε στη δημοσιότητα δύο αποδείξεις της Εθνικής Τράπεζας, εκ των οποίων η πρώτη έδειχνε την κατάθεση σε ειδικό λογαριασμό της ΝΔ στην Εθνική Τράπεζα ποσού 600.000 δολαρίων, που είχε καταθέσει ο κ. Αρ. Αλαφούζος στο Λονδίνο σε λογαριασμό τής Mayo. Η δεύτερη απόδειξη έδειχνε ότι την ίδια ημέρα (8.6.1989) δραχμοποιήθηκαν οι 600.000 δολάρια (αντιστοιχούσαν σε 101.425.100 δρχ. – 297.652,5 ευρώ) και πιστώθηκαν σε τρεχούμενο λογαριασμό της Νέας Δημοκρατίας. Οι κκ. Μητσοτάκης και Λαλιώτης αλληλομηνύθηκαν για συκοφαντία και εξύβριση, ζητώντας ο καθένας από τον άλλον αποζημίωση 1 δισ. δρχ. – 2.934.703 ευρώ. Τον περασμένο Ιούνιο το Εφετείο Αθηνών επέβαλε και στους δύο την καταβολή χρηματικών αποζημιώσεων για ηθική βλάβη, 100.000 ευρώ στον κ. Λαλιώτη και 22.000 ευρώ στον κ. Μητσοτάκη.


Στην εκπομπή της Πέμπτης του κ. Τριανταφυλλόπουλου ειπώθηκε ότι ο κ. Αλαφούζος υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους εργολήπτες, ο οποίος είχε αναλάβει την πλειονότητα των μεγάλων έργων τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Περισσότερο γνωστά είναι το καζίνο Μον Παρνές στην Πάρνηθα, το ξενοδοχειακό συγκρότημα του Αστέρος Βουλιαγμένης και ο Πύργος του Πειραιά. Είχε αναλάβει επίσης σημαντικά έργα στον Αξιό, στον Νέστο και της ΔΕΗ στην Πτολεμαΐδα. Με τα τεράστια κέρδη που απεκόμισε από τα δημόσια έργα στράφηκε στη ναυτιλία. Η κυρία Χατζηβασιλείου πρόσθεσε ότι και προσφάτως ο κ. Αλαφούζος είχε πάρει τουλάχιστον ένα έργο μεταφορών για τη ΔΕΗ, αλλά η οχλαγωγία των καλεσμένων εκείνη τη στιγμή δεν της επέτρεψε να συνεχίσει.