Ο τέως πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης έχει τη φήμη ενός μάλλον ψύχραιμου ανθρώπου. Για να φθάσει λοιπόν στο σημείο να γράψει στο πρόσφατο βιβλίο του ότι «προβλήματα με την Επιτροπή δημιουργούσαν ορισμένοι υπάλληλοί της, που διαφωνούσαν πολιτικά με την κυβέρνηση και επιδίωκαν για πολιτικούς λόγους την αντιπαράθεση» (Κ. Σημίτης, «Πολιτική για μια δημοκρατική Ελλάδα», σελ. 211) θα πρέπει να είχε πραγματικά αγανακτήσει μαζί τους.


Δεν ήταν άλλωστε ο μόνος. Τη δεκαετία 1994-2004 όλοι οι εκπρόσωποι των ελληνικών Αρχών που πηγαινοέρχονταν στις Βρυξέλλες είχαν την ευκαιρία να διαπιστώσουν ότι τα μεγαλύτερα προβλήματα δεν τα αντιμετώπιζαν από άγγλους, γάλλους και γερμανούς ευρωυπάλληλους, αλλά από Ελληνες. Ελληνες και δη γαλάζιους.


Οι πρωτεργάτες της αντιπολίτευσης αυτού του είδους και αυτής της ποιότητας στις Βρυξέλλες υπήρξαν χωρίς αμφιβολία δύο: Ο κ. Σ. Τσιτουρίδης, ο οποίος ως υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (δηλαδή πριν πολιτευθεί) έστειλε χιλιάδες φαξ από τις Βρυξέλλες στη Ρηγίλλης και ο κ. Α. Τρακατέλλης, ο οποίος ως ευρωβουλευτής κατάθεσε εκατοντάδες επερωτήσεις-καταπέλτες κατά της Ελλάδας.


Μέσα σε αυτό το πολιτικό κλίμα δεν ήταν λίγα τα μέλη της ΝΔ στις Βρυξέλλες που προτίμησαν να αποστασιοποιηθούν. Κυρίως δε κατά την περίοδο Σημίτη, όπου η εικόνα της Ελλάδας στην ΕΕ είχε αναβαθμισθεί όσο ουδέποτε στο παρελθόν και οι προαγωγές των ελλήνων ευρωυπαλλήλων ήταν ευκολότερες παρά ποτέ. Οι περισσότεροι ωστόσο παρέμειναν στο κόμμα. Είτε επειδή ήταν μέλη της ΝΔ εξ απαλών ονύχων είτε επειδή δεν εγκαταλείπει κανείς ένα πλοίο, το οποίο μετά από πολύχρονες ταλαιπωρίες προσεγγίζει επιτέλους λιμάνι.


Με την επικράτηση της ΝΔ στις εκλογές του 2004 άνοιξε λοιπόν ο δρόμος για την κάθοδο σειράς ευρωκρατών προσκείμενων στη ΝΔ στην Αθήνα. Πράγμα όχι κατ’ ανάγκην αρνητικό αφού η γνώση τους και η εμπειρία τους από τη θητεία τους στις Βρυξέλλες θα μπορούσαν να αποδειχθούν χρήσιμες για τη χώρα. Υπό τον όρο βέβαια ότι η νέα διακυβέρνηση θα τους αξιοποιούσε σε θέσεις σχετικές με την επαγγελματική τους εμπειρία στην ΕΕ. Κάτι που σε γενικές γραμμές δεν συνέβη αφού η λογική που επικράτησε ήταν «ας βολευτούν τα δικά μας παιδιά, έστω και σε θέσεις άσχετες με τα προσόντα τους».


Ετσι ο νομικός κ. Ν. Γιαννής βρέθηκε πρόεδρος του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς. Για λίγο καιρό βέβαια αφού η συμβίωση με τον υπουργό Ναυτιλίας κ. Εμμ. Κεφαλογιάννη αποδείχθηκε εξαιρετικά επικίνδυνη για αυτόν υπόθεση, που τον υποχρέωσε να αναζητήσει έξοδο κινδύνου. Ανάλογες περιπέτειες είχε και ο κ Δ. Μαμωνάς ο οποίος εκλήθη να δώσει τα φώτα του στον κ. Θ. Ρουσόπουλο, λίγο μετά το φιάσκο του βασικού μετόχου. Σύντομα και αυτός αναζήτησε «έξοδο κινδύνου» προς το υπουργείο Απασχόλησης, όπως άλλωστε και ο κ. Κ. Τσουτσοπλίδης, ο οποίος μετά τη θητεία του στη Γενική Διεύθυνση Διεύρυνσης της Επιτροπής βρέθηκε για κάποιο χρονικό διάστημα στην Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης.


Σε θέση σχετική με την καριέρα του στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή βρέθηκε ο κ. Κ. Μουσουρούλης, ο οποίος ευθύς μετά τις εκλογές εγκατέλειψε τις υπηρεσίες του αρμοδίου για τα διαρθρωτικά ταμεία Επιτρόπου κ. Μ. Μπαρνιέ για να ακολουθήσει τον κ. Χ. Φώλια στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Οπως άλλωστε και ο κ. Ν. Σοφός, ο οποίος ωστόσο γρήγορα αποφάσισε να μεταναστεύσει εκ νέου στις Βρυξέλλες. Θέση κατέλαβε και ο πολυσυζητημένος πλέον κ. Π. Αδαμόπουλος, αφού από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της ΕΕ βρέθηκε στη θέση του γενικού διευθυντή της Επιτροπής Ανταγωνισμού.


Τέλος, στις Βρυξέλλες παραμένει ένας από τους επιφανέστερους ευρωκράτες της ΝΔ, ο κ. Μ. Σχοινάς. Μετά από μακρά θητεία στο γραφείο της υπερσυντηρητικής επιτρόπου κυρίας Λογιόλα ντε Παλάθιο, όπου ασχολήθηκε για χρόνια με την Ολυμπιακή, ο κ. Σχοινάς εξακολουθεί να ελπίζει ότι κάποια στιγμή θα γίνει ευρωβουλευτής. Για να συμβεί όμως αυτό θα πρέπει κάποιος εκ των ευρωβουλευτών της ΝΔ να υπουργοποιηθεί, αφού ο κ. Σχοινάς είναι ο πρώτος επιλαχών. Ως τότε θα παραμείνει επικεφαλής του γραφείου του κύπριου επιτρόπου κ. Μ. Κυπριανού.