H συζήτηση για τα μη κρατικά πανεπιστήμια τείνει σήμερα από πολλούς να μετατραπεί σε ένα μανιχαϊστικό δίλημμα στο οποίο η απάντηση οφείλει να είναι μονολεκτική και να δοθεί σε κλάσματα δευτερολέπτου.


Στο ίδιο πάντα πλαίσιο και μέσα από συμβολισμούς που ασφαλώς και διατηρούν τη σημασία τους, το «ναι» στο δίλημμα αυτό ταυτίζεται με την πρόοδο και τους ανοιχτούς ορίζοντες, ενώ το «όχι» με τη συντήρηση και την ακινησία. Υπάρχει όμως και η αντίστροφη ανάγνωση που ταυτίζει το «ναι» με την εμπορευματοποίηση και την κυριαρχία της αγοράς, τη στιγμή που το «όχι» λειτουργεί ως θεματοφύλακας του κοινωνικού αγαθού της δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης. Αν κανείς θελήσει να αντιμετωπίσει το ζήτημα με σοβαρότητα και ευθύνη, οφείλει προφανώς να αγνοήσει αυτές τις προσεγγίσεις και να τοποθετηθεί με έναν ολοκληρωμένο και πολυεπίπεδο τρόπο που υπερβαίνει τη λογική του άσπρου μαύρου και απαντά έχοντας υπόψη του όλες τις παραμέτρους και όλους τους πιθανούς «κινδύνους».


Οι υπάρχουσες υποδομές της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν έχουν μπορέσει ως σήμερα να απορροφήσουν τη ζήτηση και να αποτρέψουν το φαινόμενο της φοιτητικής μετανάστευσης που εξακολουθεί να έχει μεγάλες διαστάσεις.


Την ίδια στιγμή το φαινόμενο της ίδρυσης και λειτουργίας «παραρτημάτων» πανεπιστημίων άλλων χωρών στη χώρα μας, παράλληλα με τη λειτουργία Κέντρων Ελευθέρων Σπουδών, χωρίς πλαίσιο λειτουργίας και χωρίς τη δυνατότητα ενός κεντρικού ελεγκτικού μηχανισμού αποτελεί μια πραγματικότητα την οποία δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Θα προσέθετα μάλιστα ότι καθώς σε αυτά τα κέντρα ελευθέρων σπουδών φοιτούν κατά τεκμήριο σπουδαστές από τα πιο αδύνατα κοινωνικά στρώματα η δυνατότητα της ρυθμιστικής κρατικής παρέμβασης καθίσταται επιτακτική για λόγους κοινωνικής προστασίας.


Υπό το πρίσμα αυτό η συνταγματική πρόβλεψη για την δυνατότητα ίδρυσης μη κρατικών μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων ως συμπλήρωμα της κοιτίδας εκπαίδευσης της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, που αποτελεί το δημόσιο πανεπιστήμιο, είναι ένα στοίχημα το οποίο μπορούμε να κερδίσουμε.


H αναβάθμιση και η ενίσχυση του δημόσιου ελληνικού πανεπιστημίου, η ακαδημαϊκή και η διοικητική του αυτονομία, η επαρκής χρηματοδότησή του και η ανασυγκρότηση του γνωστικού και ερευνητικού του πεδίου αποτελούν κρίσιμο θέμα και μείζονα προτεραιότητα για το εκπαιδευτικό ζήτημα της χώρας. Επεται όμως η επιβολή κανόνων στο σημερινό άναρχο και επιβλαβές για τη δημόσια εκπαίδευση τοπίο, ούτως ώστε η συμπληρωματική του λειτουργία να εξασφαλίζει συνθήκες εκπαιδευτικής ποιότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης.


Προϋποθέσεις για να συμβούν αυτά είναι:


α) Ο μη κερδοσκοπικός και κοινωφελής χαρακτήρας των ιδρυμάτων αυτών.


β) H αξιοκρατική επιλογή των φοιτητών τους με την επέκταση της ισχύος του τρόπου εισαγωγής των φοιτητών στα δημόσια τριτοβάθμια ιδρύματα.


γ) H αξιοκρατική επιλογή των διδασκόντων με τα ίδια ακαδημαϊκά και επιστημονικά εχέγγυα που απαιτούνται για την πρόσληψη μονίμων μελών ΔΕΠ.


δ) H εφαρμογή της μεθόδου αξιολόγησης που ισχύει για τα δημόσια AEI και TEI της χώρας. Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις θα μπορούσε κανείς ευλόγως να υποθέσει ότι ιδιωτικά επιχειρηματικά συμφέροντα που βλέπουν τον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ως παρθένο πεδίο που προσφέρεται για εύκολο και γρήγορο πλουτισμό θα αποθαρρυνθούν και θα στρέψουν σε άλλα πεδία τα έτσι και αλλιώς περιορισμένα επενδυτικά τους κεφάλαια. H γνώση απαιτεί σοβαρές επενδύσεις και δεν είναι ανταποδοτική παρά μόνο ως εθνικό απόθεμα.


Είναι γι’ αυτόν τον λόγο η σοβαρή χρηματοδότηση των πανεπιστημίων από το κράτος η μόνη βέβαιη επένδυση στο μέλλον και για επίσης τον ίδιο λόγο και υπό τις προϋποθέσεις που προανέφερα δεν έχουμε κανένα επιχείρημα για να αφαιρέσουμε αυτή τη δυνατότητα από χορηγούς ή δωρητές που θα θελήσουν να αναλάβουν αυτή την αποστολή.


H κυρία Μιλένα Αποστολάκη είναι βουλευτής του ΠαΣοΚ.