Τα προβλήματα της Δικαιοσύνης κορυφώνονται στο πεδίο του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, γιατί εκεί ο δικαστής μπορεί να «εξουδετερώσει» τις επιλογές του νομοθέτη που φέρει την πολιτική ευθύνη των αποφάσεών του ενώπιον του Λαού. H Ελλάδα ανήκει στη μικρή μειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών στις οποίες δεν λειτουργεί ειδικό δικαστήριο για την επίλυση των συνταγματικών διαφορών, είτε αυτό ονομάζεται Συνταγματικό Δικαστήριο είτε διαφορετικά (π.χ. ανώτατο δικαστήριο ή δικαστήριο διαιτησίας ή συνταγματικό συμβούλιο). Ο διάχυτος έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων από όλα τα δικαστήρια, όλων των βαθμών και των δικαιοδοσιών, είναι στοιχείο συνυφασμένο στην ελληνική παράδοση με το κράτος δικαίου και την υπεροχή του Συντάγματος.


H πραγματική όμως εικόνα του ελληνικού συστήματος είναι πολύ πιο σύνθετη, καθώς ο έλεγχος συγκεντρώνεται στο επίπεδο των τριών ανωτάτων δικαστηρίων, είτε μέσω των ενδίκων μέσων που ασκούνται κατά των αποφάσεων των κατωτέρων δικαστηρίων είτε μέσω ενδίκων βοηθημάτων (όπως η αίτηση ακυρώσεως) ή άλλων δικονομικών οδών που οδηγούν τον έλεγχο, κατά τρόπο άμεσο και ευθύ, στο Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο, αλλά για ορισμένες κρίσιμες υποθέσεις ακόμη και στον Αρειο Πάγο. Το Σύνταγμα του 1975 προέβλεψε έναν σοβαρό μηχανισμό συγκέντρωσης του ελέγχου μέσω του ΑΕΔ του άρθρου 100, ενώ με την αναθεώρηση του 2001 προστέθηκε στο άρθρο 100 η παρ. 5 που προβλέπει την υποχρέωση των τμημάτων των τριών ανωτάτων δικαστηρίων να παραπέμπουν τα ζητήματα αντισυνταγματικότητας στην ολομέλεια.


Το ζήτημα της συνταγματικής δικαιοσύνης είναι συνεπώς πάντα ανοιχτό καθώς χρειάζονται αναμφίβολα προσαρμογές που θα καθιστούν τον έλεγχο διαφανή, συστηματικό και δικονομικά προσιτό, χωρίς μεθοδεύσεις ή τυχαίες εξελίξεις που στερούν από τους πολίτες το δικαίωμα έννομης προστασίας. Αυτό συμβαίνει όταν ένα ζήτημα συνταγματικότητας που αφορά μεγάλο αριθμό προσώπων κρίνεται ερήμην των προσώπων αυτών, επειδή τέθηκε παρεμπιπτόντως με κάποια άλλη αφορμή και άρα χωρίς να ακουστούν οι ενδιαφερόμενοι.


H πρόταση της Νέας Δημοκρατίας αφήνει σκοτεινά τα πιο κρίσιμα σημεία και κυρίως τη σύνθεση και τον τρόπο επιλογής των μελών του δικαστηρίου αυτού, ενώ προβλέπει την ανάθεση σε ένα τέτοιο δικαστήριο αρμοδιοτήτων αμιγώς πολιτικού χαρακτήρα που αφορούν ουσιαστικά το εσωτερικό των κομμάτων. Μια τέτοια πρόταση είναι αντιφατική, αόριστη και δεν γίνεται δεκτή από το ΠαΣοΚ.


H επόμενη Βουλή ως αναθεωρητική μπορεί με την αυξημένη πλειοψηφία των 180 τουλάχιστον βουλευτών να αναζητήσει το σχήμα εκείνο, το οποίο αφενός μεν θα σέβεται και θα αναβαθμίζει τον διάχυτο έλεγχο, αφετέρου δε θα αναβαθμίζει τη συνταγματική δικαιοσύνη και τη δικαστική προστασία του πολίτη. Αυτό πρέπει να συνδεθεί και με την πρόταση του ΠαΣοΚ για αναβάθμιση του ρόλου της Βουλής ως προς την επιλογή των κορυφαίων κλιμακίων της Δικαιοσύνης.


Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι βουλευτής του ΠαΣοΚ, καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου.