H πρόθεση για εγγυημένο ελάχιστο εισόδημα δεν μπορεί να αξιολογηθεί γιατί είναι ασαφής. Αν κάτι θα μπορούσε να γίνει, λοιπόν, θα ήταν να προσπαθήσουμε να περιγράψουμε τις πτυχές και τις πιθανές επιδράσεις της στο κοινωνικό μας περιβάλλον.


Οποιαδήποτε κοινωνική παροχή, όπως π.χ. η θέσπιση ενός εγγυημένου ελάχιστου εισοδήματος, δημιουργεί άμεση απαίτηση σε τρεις κοινωνικές ομάδες. Πρώτη είναι εκείνη που σήμερα ανήκει στην περιοχή των κριτηρίων όπου εφαρμόζεται το μέτρο. Δεύτερη είναι εκείνη που τυχαία μπορεί να βρεθεί. Τρίτη είναι εκείνη που κινούμενη από ιδιοτελή ατομικά κίνητρα προσβλέπει σε μελλοντικές απαιτήσεις. Θεωρούμε περιττό να υπενθυμίσουμε ότι ταυτόχρονα το μέτρο δημιουργεί μια διαφορετικού είδους απαίτηση για το σύνολο των πολιτών έναντι της πολιτείας. Είναι λογικό για παράδειγμα οι φορολογούμενοι να ενδιαφέρονται για τον αποτελεσματικό συντονισμό της εφαρμογής του μέτρου. Οσο καλά γνωρίζει το ελληνικό Δημόσιο πόσους υπαλλήλους απασχολεί ή πόσους συνταξιούχους καλύπτει τόσο καλά θα πρέπει να ελέγχει και αν όσοι εισπράττουν το εισόδημα είναι και εκείνοι που θέλουμε να το εισπράττουν. Πρόθεση για παροχή εγγυημένου εισοδήματος αποκτά νόημα όταν εκείνοι που την προτείνουν αποφασίσουν να ποσοτικοποιήσουν τις απαιτήσεις.


Ας προβληματιστούμε λίγο με την πρακτική πλευρά αποδεχόμενοι την αρχή του μέτρου. Υποθέτουμε ότι δικαιούνται το εισόδημα όσοι έχουν μικρότερο του ελαχίστου είτε σήμερα είτε στο μέλλον, ανεξάρτητα αν εργάζονται ή είναι συνταξιούχοι. Αριστα, αρκεί να προσδιορίσουμε το ελάχιστο. Επειδή όμως δεν γνωρίζουμε διαδικασίες κοινωνικής επιλογής που να μας οδηγούν σε κάποιο ελάχιστο, αποδεχόμαστε έναν αυθαίρετο προσδιορισμό που δεν θίγει την κοινή λογική, π.χ. ένα ποσοστό του ετήσιου βασικού μισθού.


Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι προσδιορίζοντας ένα ελάχιστο επηρεάζουμε ταυτόχρονα τα κίνητρα για εργασία. Δεν είναι δεδομένο αναγκαστικά ότι τα επηρεάζουμε προς την κοινωνικά αρνητική τους σκοπιά αλλά είναι σίγουρο ότι όσο μεγαλύτερο είναι το ελάχιστο τόσο αυξάνονται οι αρνητικές του επιπτώσεις.


Μια δεύτερη έχει να κάνει με τα χαρακτηριστικά εκείνων των πολιτών που εντάσσονται στην κατηγορία όσων διεκδικούν το εισόδημα. Πρέπει να έχουν εργαστεί κάποια στιγμή ή και όσοι δεν έχουν εργαστεί από δική τους επιλογή θα το απαιτήσουν; Θα είναι οικογενειακό ή ατομικό; Θα έχουν δικαίωμα όσοι είναι έλληνες πολίτες ή όσοι «εργάζονται» ή θα μπορούσαν να εργάζονται στη χώρα;


Μια τρίτη συνδέεται με το εγγυημένο. Θα μπορεί κάποια εταιρεία αμοιβαίου κεφαλαίου να προεξοφλήσει από όλους τους πολίτες αυτή την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου και να τους δώσει ένα ομόλογο; Αν κάποιος πολίτης εγγυημένα διεκδικεί 1.000 ευρώ τον χρόνο ως ελάχιστη εισοδηματική ενίσχυση, θα μπορεί να προεξοφλήσει αυτό το δικαίωμα στην κεφαλαιαγορά; Θα μπορούσε να εξοφλήσει μέρος ενός καταναλωτικού του δανείου; Το δημόσιο χρέος αναλαμβάνει σήμερα αυτή τη συνολική εγγύηση στο διηνεκές;


Συμπέρασμα: Είναι άσκοπο να προβληματιζόμαστε για πολιτικές προθέσεις και ιδιαίτερα οικονομικής πολιτικής όταν η ασάφειά τους γεννά υποψίες πολιτικής ιδιοτέλειας.


Ο κ. Νίκος Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.