H θυσία του σμηναγού Ηλιάκη και η παρέμβαση του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας αφύπνισαν την κοινή γνώμη για τις συνέπειες της πολιτικής της «μη πολιτικής» που έχει επιλέξει η κυβέρνηση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ακολούθησε μια πανικόβλητη αμυντική στάση, όπου μέσα από ανακρίβειες και νεόκοπα επιχειρήματα καλλιεργήθηκε η καινοφανής εντύπωση ότι η παραπομπή των διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο (ΔΔ) της Χάγης προσέκρουε στην έλλειψη ικανοποιητικής προόδου των διερευνητικών επαφών. Από τα υπηρεσιακά πρακτικά, σημαντικό νέο υλικό τεκμηρίωσης και την έκθεση που παρέδωσα στη νέα πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΞ προκύπτει ότι στις συναντήσεις αυτές είχε επιτευχθεί μια σημαντική εκατέρωθεν αποσαφήνιση θέσεων, είχαν εξεταστεί πιθανές διαδικασίες, είχαν εντοπιστεί προβλήματα και υπήρχε μια ουσιαστική τεχνική προεργασία.


H προεργασία αυτή είχε προετοιμάσει το έδαφος της μετάβασης σε μια διαδικασία πολιτικής διαπραγμάτευσης που θα κατέληγε στο συνυποσχετικό. Ο μοχλός των αποφάσεων του Συμβουλίου του Δεκεμβρίου δημιουργούσε ισχυρές πιθανότητες αποτελέσματος. H κυβέρνηση θα μπορούσε – αν ενδιαφερόταν – να επιδιώξει περαιτέρω επεξεργασία σε θέματα της επιλογής της. Διέθετε άλλους έξι-επτά μήνες. Δεν το έκανε, ούτε δήλωσε ποτέ ότι είχε πρόβλημα τεχνικής προετοιμασίας. H σκόπιμη σύγχυση που καλλιεργείται μεταξύ προόδου διερευνητικών επαφών και συνυποσχετικού που θα ακολουθούσε εμφανίζει την κυβέρνηση να αρνείται να αντιληφθεί τον διαχωρισμό τεχνικής προετοιμασίας και πολιτικής διαδικασίας. H πρώτη είχε προχωρήσει, η δεύτερη δεν ακολούθησε ποτέ.


Αλλωστε οι αποφάσεις της νέας – τότε – κυβέρνησης δεν χρειάζονταν την υφιστάμενη προεργασία ούτε μια ενδεχόμενη συμπλήρωσή της, καθώς απλούστατα είχε αναιρεθεί η κεντρική επιδίωξη της αξιοποίησης των αποφάσεων του Ελσίνκι. Ετσι, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου του 2004 αφενός εγκαταλείφθηκε κάθε δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα για την επίλυση των διαφορών και αφετέρου το ΔΔ, που στο Ελσίνκι είχε επιβληθεί στην Τουρκία ως «μη διαπραγματεύσιμη υποχρέωση», μετατράπηκε για αυτήν σε «προαιρετική – διαπραγματεύσιμη επιλογή».


Το κρίσιμο θέμα όμως είναι το μέλλον. H Τουρκία περνάει σήμερα μια φάση έντονων αβεβαιοτήτων στο εσωτερικό της, στις ευρωπαϊκές σχέσεις της, ακόμη και στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, με άγνωστες προεκτάσεις για την Ελλάδα. Το Ελσίνκι και η «ευρωπαϊκή» απόφαση για υποχρέωση της Τουρκίας να προσφύγει στο ΔΔ είχαν το πλεονέκτημα ότι δρομολογούσαν μια διαδικασία επίλυσης και ταυτοχρόνως αποσυνέδεαν την εξέλιξη αυτής της διαδικασίας από τις διακυμάνσεις των ενταξιακών διαπραγματεύσεων Τουρκίας – EE, που είναι ήδη ορατές. H ευκαιρία αυτή χάθηκε.


Το ζητούμενο για το μέλλον είναι:


α) Να ξεκαθαρίσουμε αν είναι συμφέρον για τη χώρα να λύσουμε διαφορές και ποιες ή αν προκρίνουμε τη συνέχιση της σημερινής κατάστασης. Οι συνέπειες από τη διατήρηση της εκκρεμότητας είναι πολλές, όπως:


– Παγώνει η δυνατότητα της Ελλάδας να προχωρήσει στην επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης.


– Ακυρώνεται η δυνατότητα πραγματικής άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων, όπως η εκμετάλλευση της υφαλοκρηπίδας.


– Επιτρέπει στην Τουρκία να αξιοποιεί ευκαιρίες για να δημιουργεί νέα ζητήματα.


– Συντηρεί ανοικτή τη δυνατότητα να υπάρξει μείζονα κρίση, με απώλειες ζωών και άλλες δυσβάστακτες συνέπειες. Αν η Ελλάδα εξέλθει από μια τέτοια κρίση χωρίς διεθνή πολιτική στήριξη, οι εθνικές συνέπειες θα είναι εξαιρετικά αρνητικές συγκρινόμενες με το αποτέλεσμα μιας διεθνούς διαδικασίας επίλυσης διαφορών.


β) Αν επιλεγεί η λογική της επίλυσης, η κυβέρνηση πρέπει να ξεκαθαρίσει με ποια (ρεαλιστική) εναλλακτική διαδικασία συμφέρει τη χώρα να την προωθήσει.


γ) Αν η κυβέρνηση αναθεωρήσει την αρνητική θέση της ως προς το ΔΔ, πρέπει να οικοδομήσει μια πολιτική διαδικασία με την οποία η Τουρκία θα πιεστεί ή θα πειστεί σε μια κοινή προσφυγή. H Χάγη το 1999 δεν προέκυψε από συμφωνία της Τουρκίας. Της επιβλήθηκε γιατί η ελληνική πολιτική δημιούργησε την κατάλληλη στιγμή τους κατάλληλους όρους. Το αρνητικό δεδομένο είναι ότι έχουν πλέον ξεκινήσει οι διαπραγματεύσεις της και ότι η Ελλάδα έχει συμφωνήσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο να μετατραπεί η υποχρεωτική προσφυγή στο ΔΔ σε προαιρετική.


Ελλάδα και Τουρκία έχουν εγκλωβιστεί σε ένα πλέγμα διαφορών, η υπέρβαση των οποίων απαιτεί λύσεις για ένα πλέγμα θεμάτων και όχι απλώς για μεμονωμένα ζητήματα. Διαφορετικά λύση δεν υπάρχει. «Πλέγμα» δεν σημαίνει κάθε πιθανό θέμα. Επίσης, η επίλυση επί μέρους θεμάτων που συγκροτούν το «πλέγμα» δεν μπορεί να υπακούσει σε μια ενιαία διαδικασία ή να συντελεστεί με μονομερή προσφυγή της χώρας μας στο ΔΔ. Ειδικότερα:


α) H οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας για περιοχές που θα προσδιορισθούν θα προέλθει από το Διεθνές Δικαστήριο (ή από διμερείς διαπραγματεύσεις).


β) Ο αναπροσδιορισμός της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης πέρα από τα ισχύοντα 6 μίλια και σε έκταση που να είναι συμβατή με το διεθνές δίκαιο, τις διεθνείς πρακτικές και τις σχέσεις καλής γειτονίας δεν μπορεί να κριθεί από κανένα διεθνές όργανο. Προϋποθέτει μονομερή απόφαση της Ελλάδας, αλλά και την ανταπόκριση των γειτονικών χωρών, δηλαδή της Τουρκίας. H ενέργεια πρέπει να γίνει με τρόπο ώστε μια κακόπιστη ή καταχρηστική άρνηση της Τουρκίας να μπορεί να αξιοποιηθεί σε όφελός μας.


γ) H διαφορά έκτασης θαλάσσιου και εναέριου εθνικού χώρου μπορεί να μην απασχολεί την Ελλάδα, απασχολεί όμως την Τουρκία.


Στόχος της ελληνικής πλευράς πρέπει να είναι η ίδια η EE να οδηγήσει την Τουρκία στο ΔΔ. Μια υποψήφια για ένταξη χώρα οφείλει να αποδεχθεί διαδικασίες που θα εξομαλύνουν διαφορές της με χώρα-μέλος της EE και αυτό αποτελεί ζήτημα αρχής για την Ενωση, που μπορεί εύλογα να διεκδικήσει η Ελλάδα. Το ΔΔ δεν μπορεί να επιληφθεί θεμάτων που έχουν εξαιρεθεί. Θέματα αμφισβήτησης εθνικής κυριαρχίας, αν δεν αποτελούν διαπραγματευτικό εργαλείο, οφείλουν να μείνουν εκτός ΔΔ. Στην ουσία πρέπει να προσδιοριστεί ένα «στενότερο πλέγμα» θεμάτων που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής και να επιλυθούν. Αν η Τουρκία αρνηθεί μια τέτοια οριοθέτηση και επιμένει σε «ευρύτερο πλέγμα», σημαίνει ότι αρνείται μια έστω μερική, αλλά σημαντική εξομάλυνση των σχέσεων. H ελληνική διπλωματία μπορεί να αξιοποιήσει προς όφελος της χώρας μια τέτοια αρνητική στάση. H Ελλάδα όμως πρέπει να δείξει ότι είναι διατεθειμένη να ακολουθήσει τους διεθνείς κανόνες. Μισόλογα, αντιφατικότητες και γενικές αρνήσεις θα αναπαραγάγουν τη σημερινή θολή ή και επικίνδυνη προοπτική.


Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι πρώην υπουργός Εξωτερικών.