Το πολίτευμα της χώρας είναι η «προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία» (άρθρο 1 του Συντάγματος) και το πρώτο τη τάξει όργανο σε αυτήν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, είναι ο «ρυθμιστής του πολιτεύματος» (άρθρο 30). Εν τούτοις, αυτή η περιεκτική σχεδίαση του πολιτεύματος της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, που θεμελιώθηκε με τρόπο υποδειγματικό μετά την κατάρρευση του αυταρχικού καθεστώτος της δικτατορίας των συνταγματαρχών, κατέστη στη διάρκεια της περιόδου που μεσολάβησε αντικείμενο μιας αντιφατικής και εν πολλοίς απρόσφορης ερμηνείας και εφαρμογής.

Ετσι, από το σύστημα των «υπερεξουσιών» με τις οποίες εξοπλίστηκε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά το Σύνταγμα του 1975 και περιελάμβαναν όχι μόνο τη δυνατότητα κύρωσης των νόμων, την προκήρυξη δημοψηφίσματος και τη σύγκληση του Συμβουλίου της Δημοκρατίας, αλλά ακόμη και το δικαίωμα παύσης της κυβέρνησης και διάλυσης της Βουλής, φτάσαμε στο σύστημα της «αδειανής καρέκλας». Και τούτο, διότι με την Αναθεώρηση του 1986 αφαιρέθηκε μαζί με τις «υπερεξουσίες» και το σύνολο σχεδόν των ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, με συνέπεια να μην έχει πλέον ο θεσμός άλλο δικαίωμα παρά μόνο αυτό του λόγου (ή της εύγλωττης σιωπής) και της παραίτησης.

Αν, μάλιστα, τελεσφορούσε και η πρόταση, που διατυπώθηκε από τους τότε κυβερνητικούς κύκλους κατά την αναθεωρητική διαδικασία του 2001, για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από την εκάστοτε θητεύουσα Βουλή έστω και με απλή πλειοψηφία, τότε ο θεσμός του ρυθμιστή του πολιτεύματος θα ωδηγείτο σε περαιτέρω μείωση του κύρους και της σημασίας του.

Μια «μέση λύση», λοιπόν, η οποία θα συνέβαλλε ενδεχομένως στη μεγαλύτερη εξισορρόπηση των συντεταγμένων θεσμών και οργάνων της πολιτείας και στη βελτίωση της ποιότητας της δημοκρατίας, θα μπορούσε ίσως να αναζητηθεί προς την κατεύθυνση, αφενός, της μερικής ενίσχυσης των ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας και, αφετέρου, της υιοθέτησης ενός «μεικτού» συστήματος εκλογής του. Ειδικότερα, δεν θα μειωνόταν η αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης, αν αναγνωριζόταν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας η δυνατότητα να συγκαλεί διάσκεψη των αρχηγών των κομμάτων σε περίπτωση σοβαρής εθνικής κρίσης ή διακύβευσης κρίσιμων εθνικών συμφερόντων. Ούτε θα ήταν υπερβολή να δοθεί σε αυτόν η δυνατότητα να απευθύνει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, διάγγελμα προς τον λαό έπειτα από γνώμη (απλή, όχι σύμφωνη) του Πρωθυπουργού.

Εξάλλου, ως προς τη διαδικασία της εκλογής του, δεν θα αλλοίωνε τη λειτουργία του πολιτεύματος η πρόβλεψη ότι, αν δεν κατάφερνε η εκάστοτε θητεύουσα Βουλή να εκλέξει Πρόεδρο με την αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των βουλευτών, τότε και μόνο τότε θα μπορούσε αυτός να εκλέγεται απευθείας από το εκλογικό σώμα, δίχως να διαλύεται η Βουλή και να προκηρύσσονται γενικές εκλογές.

Είναι αλήθεια ότι το ζήτημα της εκλογής και των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν είναι το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει τώρα ο τόπος, μια και λειτουργεί ο θεσμός ομαλά στην πράξη. H αναζήτηση, όμως, τρόπων μεγαλύτερης και πιο αρμονικής εξισορρόπησης των εξουσιών στο κράτος προβληματίζει, ιδίως από τη σκοπιά της ενίσχυσης των ποιοτικών χαρακτηριστικών της δημοκρατίας στον τόπο μας.

Ο κ. Αντώνης Μακρυδημήτρης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.