Ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ έχει προτείνει την αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής καθώς και την επανεξέταση της άμεσης εκλογής του από τον λαό. Οι δύο προτάσεις όμως έχουν εντελώς διαφορετική λογική μεταξύ τους.


H αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου από τη διάλυση της Βουλής (π.χ. με την εκλογή του αντί 150 ψήψων από την υπάρχουσα Βουλή) θα αφαιρέσει το δικαίωμα μιας ισχυρής αντιπολίτευσης (αυτής που ξεπερνά δηλαδή τις 120 έδρες) να οδηγεί τη χώρα σε εκλογές κατά την προεδρική εκλογή. Πρόκειται για σωστή αλλαγή. Δεν υπάρχει κανένας λόγος σε ένα κοινοβουλευτικό πολίτευμα να έχει η αντιπολίτευση τέτοιο δικαίωμα. Αντίθετα, υπάρχουν πολλοί λόγοι γιατί να μην την έχει: ώστε να μπορεί η κυβέρνηση να σχεδιάζει για τέσσερα χρόνια, να αποφεύγεται η πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα, ώστε να μην ταυτίζεται το πρόσωπο του προέδρου (που οφείλει να είναι ουδέτερος ρυθμιστής, κατά το Σύνταγμά μας) με την εκλογή μιας νέας κυβέρνησης. H λογική της προτεινόμενης ρύθμισης ενισχύει το κοινοβουλευτικό πολίτευμα και διαφυλάσσει τον επικουρικό και ρυθμιστικό ρόλο του Προέδρου έναντι των πολιτικών κομμάτων.


Μήπως η αλλαγή αυτή επιτρέπει στο κυβερνών κόμμα να ορίσει Πρόεδρο μονομερώς, έτσι ώστε να μην εγγυάται την ουδετερότητά του; Και όμως ο κίνδυνος είναι μικρότερος από ό,τι φαίνεται. Μια μονομερής επιλογή του πλειοψηφούντος κόμματος, αν είναι εσφαλμένη, θα τιμωρηθεί στις επόμενες εκλογές. Και είναι αδιανόητο ότι ο μονομερώς εκλεγμένος Πρόεδρος θα αγνοήσει τις υποχρεώσεις του. Κανείς από τους μονομερώς εκλεγέντες προέδρους της σύγχρονης ιστορίας μας (π.χ. Καραμανλής, Σαρτζετάκης) δεν άσκησαν τα καθήκοντά τους μεροληπτικά.


Αντίθετα, η άμεση εκλογή του Προέδρου από τον λαό κινείται σε μια αντίστροφη λογική, αυτήν της ενίσχυσης τού πολιτικού ρόλου του. Τα κέρδη από την αλλαγή αυτή είναι εξαιρετικά ασαφή καθώς ο αρχηγός του κράτους έχει συμβολικά και ρυθμιστικά καθήκοντα, όχι στενά πολιτικά. H πολιτική νομιμοποίηση του Προέδρου διά μέσου της άμεσης εκλογής του θα δημιουργήσει τρεις νέους κινδύνους. Ο πρώτος είναι ότι ο εκλεγόμενος Πρόεδρος θα θεωρήσει – εύλογα, αλλά εσφαλμένα – ότι έχει αυξημένο πολιτικό ρόλο, όχι δηλαδή αυστηρά ρυθμιστικό. Αν διαπράξει τέτοιο σφάλμα, δεν υπάρχει συνταγματικός τρόπος να συνετισθεί, αφού δεν υπόκειται στον έλεγχο του Κοινοβουλίου. Δεύτερον, ο λαός μπορεί να εκλέξει κάποιον Πρόεδρο για τους εντελώς λάθος λόγους (π.χ. για να εκφράσει τη διαμαρτυρία του προς την κυβέρνηση και όχι διότι ο υποψήφιος είναι ο καταλληλότερος Πρόεδρος). Ο νέος Πρόεδρος μπορεί έτσι να γίνει de facto ηγέτης μιας διαμαρτυρίας, κάτι που θα καταστρέψει την ουδετερότητά του. Τρίτον, η συνύπαρξη δύο εκλεγμένων αξιωμάτων, Προέδρου και Πρωθυπουργού, είτε από διαφορετικές είτε (πιθανώς πολύ χειρότερο) από την ίδια πολιτική παράταξη, μπορεί να οδηγήσει σε αυστηρά προσωπικές τριβές και συγκρούσεις λόγω των προσωπικοτήτων τους. Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις, που δεν είναι υπερβολικές, ο συμβολικός ρόλος του Προέδρου ως παράγοντα ενότητας θα κλονιστεί.


Ο κ. Παύλος Ελευθεριάδης είναι Fellow του Mansfield College στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.