Εχουν ηλικία εξήντα και πλέον χρόνων οι βλέψεις της Τουρκίας στο Αιγαίο. Στη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου Πολέμου δύο φορές, το 1942 και το 1943, «έδειξε ενδιαφέρον» για τα Δωδεκάνησα και όταν στη διάσκεψη για την ειρήνη, το 1946 στο Παρίσι, η Ελλάδα αξίωσε την ενσωμάτωσή τους, οι Τούρκοι κατέβαλαν κάθε προσπάθεια να απορριφθεί το εθνικό αίτημα. Πιο συγκεκριμένα όμως εκδηλώθηκαν το 1958 και το 1960 στη διάσκεψη της Γενεύης για το Δίκαιο της Θάλασσας. Οι επεκτατικές αξιώσεις της απέκτησαν και οικονομική μορφή όταν η Ελλάδα το 1973 έδωσε δικαιώματα εκμετάλλευσης πετρελαίου (γεωτρήσεις «Πρίνος» κ.ά.). Με την υποστήριξη της Τυνησίας ισχυρίστηκε ότι τα νησιά «αποτελούν ειδικές» περιπτώσεις και ζήτησε από τον ΟΗΕ να λαμβάνονται τέσσερα στοιχεία για τον καθορισμό του νησιωτικού περιβάλλοντος – το μέγεθος, ο πληθυσμός, η γεωγραφική θέση και η γεωλογική διαμόρφωση. H πρόταση απορρίφθηκε αλλά η Αγκυρα παρεχώρησε δικαιώματα έρευνας και εκμετάλλευσης έξω από τα τουρκικά χωρικά ύδατα σε τουρκική εταιρεία, μάλιστα σε συνοδευτικό χάρτη σημειώνονταν οι περιοχές – δυτικά των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου, δηλαδή εντός της ελληνικής επικράτειας…


Αυτό έγινε τον Οκτώβριο του 1973. Είναι η ημέρα που γεννήθηκε το «πρόβλημα της υφαλοκρηπίδας» του Αιγαίου και το οποίο αποτελεί το πραγματικό αγκάθι στις σχέσεις Αθήνας – Αγκυρας ως σήμερα. Το πρόβλημα κατά καιρούς πήρε διαστάσεις κρίσης, απασχόλησε τις τότε δύο υπερδυνάμεις, έγραψε ιστορία στο Συμβούλιο Ασφαλείας και στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και επί τριάντα και πλέον χρόνια πυροδοτεί εθνικιστικές εξάρσεις στην Τουρκία που δύο φορές ανέτρεψαν κυβέρνηση. Μια πρόχειρη, νηφάλια εξέταση του ιστορικού αυτής της τριακονταετίας δείχνει την Αγκυρα να προβάλλει συνεχώς αξιώσεις, να απειλεί, να παρασπονδεί, ακόμη και να υπαναχωρεί από συμφωνίες τις οποίες η ίδια υποστήριξε και την Αθήνα να τηρεί στάση συμβιβαστική, να υποβάλλει προτάσεις και όχι σε λίγες περιπτώσεις να υποχωρεί είτε υπό πίεση είτε από κακό υπολογισμό.


Τον Ιούνιο του 1974 ένα τουρκικό υδρογραφικό σκάφος βγήκε στην ελληνική υφαλοκρηπίδα συνοδευόμενο από 32 (!) πολεμικά, αλλά το γεγονός αντιμετωπίστηκε με ανταλλαγή διακοινώσεων και δεν πήρε διαστάσεις. Ακολούθησαν τα γεγονότα στην Κύπρο και η Μεταπολίτευση και το πρόβλημα του Αιγαίου πέρασε σε δεύτερη μοίρα ως τον Ιανουάριο του 1975, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έκανε μία σοβαρή χειρονομία προς την Τουρκία. Πρότεινε να παραπεμφθεί από κοινού το πρόβλημα της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης με από κοινού συντεταγμένο συνυποσχετικό. Ο τούρκος πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετζεβίτ δέχθηκε κατ’ αρχήν την πρόταση, δήλωσε όμως ότι η Τουρκία θα συνεχίσει τις έρευνές της στο Αιγαίο και για πρώτη φορά χαρακτήρισε το πρόβλημα «πολιτικό» – ως τότε η Αγκυρα το χαρακτήριζε «απλώς τεχνικό» ή «νομικό» -, γεγονός που σηματοδοτούσε νέα διάσταση για την Τουρκία. Ακολούθησαν επαφές σε διπλωματικό επίπεδο χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα διότι, ενώ η Αθήνα παρουσίασε τρία κείμενα συνυποσχετικού, η Αγκυρα δεν παρουσίασε κανένα. Πάντως τον Μάιο του 1975 συναντήθηκαν στις Βρυξέλλες ο K. Καραμανλής με τον νέο τούρκο ομόλογό του Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ και συμφώνησαν δύο πράγματα – να γίνει προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο και να επιταχυνθεί η διαδικασία της σύνταξης του συνυποσχετικού.


H ελπίδα ότι «επιτέλους, κάτι θα γίνει», την οποία είχε και ο Καραμανλής, αιφνιδίως διαλύθηκε. Οι Τούρκοι θα δέχονταν «να συζητήσουν» με τους Ελληνες όχι όμως για το συνυποσχετικό αλλά μόνο για τη «συνεκμετάλλευση» του Αιγαίου. Ετσι τερματίστηκε η ιδέα τής «από κοινού» προσφυγής στη Χάγη, διότι βεβαίως η Αθήνα απέρριψε την τουρκική πρόταση. Εκτοτε έγιναν και άλλες προσπάθειες από ελληνικής πλευράς για «κάποια διευθέτηση ενός χρόνιου προβλήματος», όπως το χαρακτήρισε το 1984 ο Ανδρέας Παπανδρέου, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Το καλοκαίρι του 1976 οι Τούρκοι επιχείρησαν ένα fait accompli στέλνοντας το υδρογραφικό «Σισμίκ» ως το κεντρικό Αιγαίο παρά τις διαμαρτυρίες της Ελλάδας και την (παρασκηνιακή) παρέμβαση της Ουάσιγκτον, η οποία ζήτησε «ψυχραιμία» και «χαμηλούς τόνους» από τους τούρκους στρατηγούς. Ηταν φανερό ότι ήθελε να επιβάλει τη «νομιμότητα της τουρκικής παρουσίας» στο κεντρικό Αιγαίο, την ελληνικότητα του οποίου «θεωρούσε υπό αμφισβήτηση», όπως ανέφερε τουρκική ανακοίνωση. H Αθήνα όμως έκρινε ότι θα έπρεπε να δοκιμάσει και άλλα μέσα. Ετσι τον Αύγουστο του 1976 προσέφυγε συγχρόνως στο Συμβούλιο Ασφαλείας και στο Διεθνές Δικαστήριο ζητώντας και από τα δύο σώματα να ληφθούν προσωρινά μέτρα κατά της Τουρκίας διότι «η απειλή για την ειρήνη είναι (…) κατόπιν τούτου προφανής» και να εξετάσουν την ουσία του προβλήματος. Κατά κάποιον τρόπο η προσφυγή στον ΟΗΕ υποστηρίχθηκε και από την τότε Σοβιετική Ενωση, η οποία με διακοίνωσή της στις δύο πρωτεύουσες ζητούσε «αυτοσυγκράτηση (…) αποφυγή χρήσεως βίας και ειρηνική επίλυση των διαφορών» (ταυτόχρονο διάβημα, 13 Αυγούστου).


Δεν υπήρχε φυσικά περίπτωση να ικανοποιηθεί το ελληνικό αίτημα και η Αθήνα το είχε υπόψη της. Το πρόβλημα όμως του Αιγαίου απασχόλησε τώρα διεθνή όργανα και αυτό ήταν σημαντικό. Υπήρξε άλλωστε και κάποιο κέρδος. H απόφαση 395 του Συμβουλίου Ασφαλείας της 25ης Αυγούστου ζητούσε από τα δύο μέρη να αρχίσουν απευθείας συνομιλίες και να περιμένουν την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου, απέρριψε όμως τη λήψη μέτρων κατά της Τουρκίας. H Αγκυρα δήλωσε ότι «δεν αποδέχεται» την απόφαση. H Χάγη, την οποία η Τουρκία αγνόησε εξ αρχής, απέρριψε την ελληνική προσφυγή, αλλά σημείωνε δύο πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Πρώτον, ότι το Διεθνές Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασχοληθεί με το ζήτημα – κάτι που αμφισβητούσε η Τουρκία – και, δεύτερον, ότι «η δραστηριότητα» του «Σισμίκ» δεν δημιουργούσε δικαιώματα υπέρ της Τουρκίας. Καλούσε, τέλος, τις δύο χώρες να καταθέσουν προτάσεις «επί της ουσίας της διαφοράς» εντός έξι μηνών, κάτι που ήθελε η Ελλάδα. Οι Τούρκοι αγνόησαν τη σύσταση.


H Ελλάδα «πιστεύοντας ότι κανένα πρόβλημα δεν είναι άλυτον εάν επικρατήσει η καλή πίστις και κυρίως η λογική» (K. Καραμανλής) συνέχισε την προσπάθεια για επίλυση των προβλημάτων με διαπραγματεύσεις. Τον Νοέμβριο του 1976, ύστερα από ανταλλαγή μηνυμάτων σε διπλωματικό επίπεδο, συναντώνται στην Ελβετία οι πρέσβεις κκ. Τζούνης και Μπιλγκέ και υπογράφουν το Πρακτικό της Βέρνης με το οποίο τα δύο μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση «να απόσχουν πάσης πρωτοβουλίας ή πράξεως σχετικής προς την υφαλοκρηπίδα», αναγνωρίζοντας όμως ότι και οι δύο πλευρές διατηρούν τις θέσεις τους για το πρόβλημα. Αποφασίστηκε επίσης να συνεχιστούν οι συνομιλίες. Και αυτή η προσπάθεια της Αθήνας έμεινε δίχως ανταπόκριση καθώς η Αγκυρα παρέμενε αμετακίνητη στις αξιώσεις της, μάλιστα προχώρησε σε σειρά προκλήσεων, ορισμένες από τις οποίες επικρίθηκαν ακόμη και από το ΝΑΤΟ (Αύγουστος 1983).


H πολιτική του «μη πολέμου»


Τον Μάρτιο του 1987, το υδρογραφικό «Πίρι Ρέις» συνοδευόμενο από πέντε τουρκικά πολεμικά έφθασε ως τα ανοικτά της Χαλκιδικής. Ηταν μια προκλητική «δοκιμή της αντοχής» της (νέας) κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου, η οποία παραλίγο να οδηγήσει σε σύγκρουση, επικράτησε όμως ψυχραιμία και τελικώς η κρίση οδήγησε σε μια πιο ρεαλιστική αντιμετώπιση της κατάστασης. Υστερα από διαβουλεύσεις οι πρωθυπουργοί A. Παπανδρέου και Τουργκούτ Οζάλ συναντώνται τον Φεβρουάριο του 1988 στο Νταβός της Ελβετίας και το ανακοινωθέν για τις συνομιλίες τους υιοθετεί την – ιστορική έκτοτε – φράση «μη πόλεμος». H Ελλάδα όμως δεσμεύθηκε να μην εκτελεί έρευνες στο Αιγαίο πέραν των έξι μιλίων της αιγιαλίτιδας ζώνης. Πάντως το Νταβός οδήγησε την Αγκυρα σε λιγότερο επιθετική στάση αναφορικά με το Αιγαίο και άνοιξε τον δρόμο για τις συνομιλίες των υπουργών K. Παπούλια και M. Γιλμάζ, που κατέληξαν στο Μνημόνιο της Βουλιαγμένης (Μάιος 1988) για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και στο αντίστοιχο Μνημόνιο της Κωνσταντινούπολης (Σεπτέμβριος 1988).


Απαιτήσεις σε… 3.000 ελληνικά νησιά


Δεν περιορίζονται στην υφαλοκρηπίδα οι τουρκικές αξιώσεις στο Αιγαίο. H Αγκυρα δημιουργεί προβλήματα και με την αιγιαλίτιδα ζώνη, όπως και με τον ελληνικό εναέριο χώρο, παρ’ όλο που αυτά έχουν καθοριστεί με συνθήκες της δεκαετίας του ’30 και ειδικά για τα χωρικά ύδατα με τη Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας, του 1982, η οποία επιτρέπει «σε κάθε κράτος να έχει το δικαίωμα καθορισμού του εύρους της χωρικής του θάλασσας (…) σε πλάτος ως 12 μιλίων». Οσον αφορά τον εναέριο χώρο, η Σύμβαση του Σικάγου, του 1944, την οποία δέχεται η Ελλάδα αλλά και η Τουρκία, ορίζει ότι το εύρος του εκτείνεται «υπεράνω του χερσαίου εδάφους και της αιγιαλίτιδος ζώνης». Το 1995 η Τουρκία πρόσθεσε στα «προβλήματα του Αιγαίου» και τις λεγόμενες «γκρίζες ζώνες» ενισχύοντας το οπλοστάσιο των αξιώσεών της για επανεξέταση αυτού που ονομάζει «ολικό πρόβλημα» Αιγαίου.


Το πρόβλημα των λεγόμενων «γκρίζων ζωνών» ανέκυψε όταν τα Χριστούγεννα του 1995 ο πλοίαρχος ενός τουρκικού φορτηγού που προσάραξε σε μια νησίδα των Ιμίων αρνήθηκε τη βοήθεια ελληνικού ναυαγοσωστικού υποστηρίζοντας ότι βρίσκεται «εντός τουρκικών χωρικών υδάτων». Μία εβδομάδα αργότερα ακολούθησε τουρκική διακοίνωση επισημοποιώντας τη δήλωση του τούρκου πλοιάρχου.


Αυτό ήταν η αρχή των, χρονολογικά πιο πρόσφατων, ισχυρισμών και απαιτήσεων της Αγκυρας που αμφισβητούν την ελληνική κυριαρχία σε ακαθόριστο αριθμό βράχων, νησίδων κτλ. του Αιγαίου. Θυμίζω ότι η πρωθυπουργός κυρία Τσιλέρ μίλησε για «χίλια και πλέον νησιά» και κάποιος τούρκος στρατηγός πλειοδότησε, το 1998, αυξάνοντάς τα σε 3.000. Πιο μετριοπαθής ο πρόεδρος Ντεμιρέλ έναν χρόνο αργότερα περιόρισε τις τουρκικές αξιώσεις σε 937 βραχονησίδες με το επιχείρημα ότι αυτές ανήκαν κάποτε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (!) και συμπλήρωσε ο τότε υπουργός Εξωτερικών κ. Γκιονένσαϊ δίνοντας το όνομα «γκρίζες ζώνες» στις απαιτήσεις της Αγκυρας για τους «γεωγραφικούς σχηματισμούς στο Αιγαίο».


H Τουρκία ζητεί από την Ελλάδα να δεχθεί «διαπραγματεύσεις για καθορισμό του νομικού καθεστώτος» των βραχονησίδων κτλ. και στηρίζει την αξίωσή της:


* Στο γεγονός ότι οι διεθνείς συνθήκες που καθορίζουν τα κυριαρχικά στοιχεία στο Αιγαίο δεν καλύπτουν όλα τα νησιά, στο ότι η ελληνική κυριαρχία περιορίζεται μόνο σε όσα αναφέρονται ονομαστικά σε διεθνή κείμενα.


* Ειδικά για τα Ιμια, το καθεστώς των οποίων καθορίστηκε με την ιταλο-τουρκική συμφωνία της Αγκυρας του 1932 και δυνάμει αυτής περιήλθαν στην Ιταλία, δεν υπάρχει νομική κάλυψη επειδή η συμφωνία δεν εγκρίθηκε από την τουρκική Εθνοσυνέλευση, ούτε καταχωρήθηκε στην Κοινωνία των Εθνών. Αλλωστε, προσθέτει η Αγκυρα, τα Ιμια απέχουν περισσότερο από την πλησιέστερη ελληνική γη (Κάλυμνος) παρά από την τουρκική ακτή.


H Ελλάδα αποκρούσει τις τουρκικές απαιτήσεις και η θέση της στηρίζεται σε σαφείς ρήτρες, διατάξεις και όρους διεθνών συνθηκών για το νομικό καθεστώς των νήσων του Αιγαίου, αρχίζοντας από τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923) και φθάνοντας ως τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων (1947) και τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982). Τα σχετικά κείμενα καθορίζουν ότι όλα τα νησιά του Αιγαίου περιέρχονται στην Ελλάδα, εκτός της Ιμβρου και της Τενέδου, καθώς και τα νησιά που βρίσκονται «εντός 3 μιλίων από τις ασιατικές ακτές». Εξάλλου με τις ιταλικές αποζημιώσεις «εκχωρήθηκαν» στην Ελλάδα τα τότε ιταλικά Δωδεκάνησα και η περιοχή των Ιμίων η οποία είχε περιέλθει στην Ιταλία το 1932.


H Τουρκία σε απάντηση προβάλλει ότι (α) στη δεκαετία του ’50 η Ελλάδα ζήτησε από την Αγκυρα «επιβεβαίωση» της Συνθήκης του 1932 και ότι (β) παραιτήθηκε από δικαιώματα στα νησιά του Αιγαίου αλλά όχι από δικαιώματα στις βραχονησίδες. H ελληνική θέση επ’ αυτών είναι ότι, όπως καθορίζουν διεθνείς συνθήκες, δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ νήσων, βραχονησίδων κτλ. και ότι ακόμη και η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας η οποία κάνει τον διαχωρισμό περιορίζει τη διάκριση μόνο στην οικονομική πτυχή και στον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας τους.