Στις προτάσεις της κυβερνήσεως για την αναθεώρηση του Συντάγματος, με έκπληξη διαπίστωσα ότι δεν περιλαμβάνεται το άρθρο 86 το οποίο ρυθμίζει την ποινική ευθύνη των υπουργών για αδικήματα που διέπραξαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.


H ποινική ευθύνη των υπουργών αποτέλεσε μέλημα των ελληνικών Συνταγμάτων ήδη από το 1844, το οποίο στο άρθρο 83 προέβλεπε την έκδοση σχετικού νόμου. Ο πρώτος νόμος περί ευθύνης υπουργών ήταν ο ΦΠΣτ του 1876, όπως τροποποιήθηκε από τον N. XE του 1873. Το νομοθετικό αυτό καθεστώς διατηρήθηκε σε ισχύ για έναν αιώνα μέχρι την έκδοση του ΝΔ 802/1971. Οι ρυθμίσεις του τελευταίου, οι οποίες πάντως επαναλαμβάνουν τις ως τότε ισχύουσες αρχές, διατηρήθηκαν σε ισχύ και από το Σύνταγμα του 1975 με ρητή μεταβατική διάταξη (άρθρο 115 παρ. 1) «ώσπου να εκδοθεί ο από το άρθρο 86 παρ. 1 προβλεπόμενος νόμος». Ο νόμος αυτός εκδόθηκε μόλις τον Ιούλιο του 1997 (N. 2509/1997) μετά τις πολιτικές και νομικές περιπέτειες του τόπου την επαύριον των σκανδάλων του 1989.


Οι διατάξεις όμως εκείνες είχαν επικριθεί έντονα και έτσι κρίθηκε η ανάγκη τροποποιήσεώς τους. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο το σχετικό άρθρο 86 του Συντάγματος αναθεωρήθηκε το 2001. Ομως και η νέα αυτή διατύπωση δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες μιας σύγχρονης δικαιοκρατικής κοινωνίας. Διότι θεσμοθετήθηκε μια εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία για την ποινική δίωξη των υπουργών, η οποία πολύ δύσκολα μπορεί να καταλήξει στην παραπομπή τους στο ακροατήριο. Συγκεκριμένα, χρειάζεται να αποφασίσει το Κοινοβούλιο δύο φορές, με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, ώστε να ασκηθεί ποινική δίωξη. Την πρώτη φορά, για να συσταθεί η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και τη δεύτερη, όταν το πόρισμα της επιτροπής αυτής εισαχθεί στην Ολομέλεια, η οποία τελικά αποφασίζει για την άσκηση ή μη διώξεως.


Είναι προφανές ωστόσο ότι αν ο «εγκαλούμενος» υπουργός ανήκει στο κόμμα που διαθέτει την πλειοψηφία στη Βουλή, τότε η λήψη αποφάσεως της Βουλής, τόσο για τη σύσταση της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής που θα διενεργήσει την προκαταρκτική εξέταση όσο και την τελική κρίση για τη δίωξη, καθίσταται σχεδόν αδύνατη.


H εγγενής αυτή δυσχέρεια θα μπορούσε να αποφευχθεί αν γινόταν δεκτή η πρότασή μου για σύσταση Συμβουλίου της Δημοκρατίας, στην αρμοδιότητα του οποίου θα υπήγετο και η παραπομπή των υπουργών στο Ειδικό Δικαστήριο. Δυστυχώς όμως η πρότασή μου αυτή δεν έγινε δεκτή. Και έτσι το πρόβλημα παραμένει.


Αξίζει να σημειωθεί ότι με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού του βουλευτών, η Βουλή μπορεί να ανακαλέσει την απόφασή της ή να αναστείλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία, οποτεδήποτε, δηλαδή και αν ακόμη έχει περαιωθεί η ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου και αναμένεται η έκδοση της αποφάσεώς του.


Το πλέον όμως σκανδαλώδες είναι το προτελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 86Σ, σύμφωνα με το οποίο «η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της (να συστήσει δηλαδή επιτροπή και να ασκήσει δίωξη) μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος». Με τη διάταξη αυτή η ατιμωρησία καθίσταται σχεδόν βεβαία για τα αδικήματα που τελέστηκαν κατά την τελευταία σύνοδο της προηγούμενης βουλευτικής περιόδου εφόσον το ίδιο κόμμα κερδίσει τις εκλογές. H προθεσμία αυτή είναι προφανές ότι είναι ασφυκτική και οδηγεί στην εξάλειψη του αξιόποινου των πράξεων μέσα σε ελάχιστα χρόνια από την τέλεσή τους.


Αλλά και ο εκδοθείς κατ’ επιταγήν του Συντάγματος σχετικός νόμος περί ευθύνης υπουργών (N. 3126/2003) προβλέπει (άρθρο 3) ότι οι αξιόποινες πράξεις των υπουργών (πλημμελήματα, κακουργήματα) παραγράφονται με τη συμπλήρωση 5 ετών από την ημέρα που τελέστηκαν.


Θα πρέπει, βέβαια, να γίνει δεκτό ότι δεν θα πρέπει να αιωρούνται επί μακρόν κατηγορίες κατά υπουργών για υποθέσεις που αναφέρονται στην άσκηση των καθηκόντων τους, για αυτό θα ήταν δυνατόν να θεσπισθεί συντομότερη παραγραφή, από αυτήν που προβλέπει η ποινική νομοθεσία, η οποία όμως σε καμία περίπτωση δεν θα οδηγεί στην ατιμωρησία του υπουργού. Διότι οι διατάξεις που ισχύουν σήμερα παραβιάζουν κάθε έννοια ισότητας και δικαίου και αντίκεινται στην ουσία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, το οποίο δεν ανέχεται την ύπαρξη τέτοιων φαινομένων. Και ακόμη προσβάλλουν και εκθέτουν ολόκληρο τον πολιτικό κόσμο διότι δημιουργείται – και ευλόγως – η εντύπωση στην κοινή γνώμη ότι θεσπίστηκαν για να καλύπτουν «αμαρτίες».


Καθίσταται λοιπόν προφανές ότι επιτακτικό καθήκον της κυβερνήσεως είναι να περιλάβει στις αναθεωρητέες διατάξεις και το άρθρο 86, ιδίως όσον αφορά την παραγραφή, τους συμμετόχους, τη δίωξη και τη δυνατότητα ανάκλησής της, καθώς και τη σύνθεση του Ειδικού Δικαστηρίου.


Ο κ. Ιωάννης M. Βαρβιτσιώτης είναι επικεφαλής της Ομάδας των Ευρωβουλευτών της Νέας Δημοκρατίας και τ. υπουργός Δικαιοσύνης.