Εκ νέου επί… τάπητος αλλαγών τίθεται το Σύνταγμα, μόλις πέντε χρόνια μετά την προηγούμενη ευρεία αναθεώρησή του. Καθώς ιδιαίτερη βαρύτητα έχει η κριτική των συνταγματολόγων επί των προτάσεων που διατυπώθηκαν από τη ΝΔ και το ΠαΣοΚ, «Το Βήμα» παρουσιάζει τις απόψεις τριών καθηγητών Συνταγματικού Δικαίου για τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις. Τα κρίσιμα ζητήματα που αναδεικνύουν στην κριτική τους οι συνταγματολόγοι κκ. K. Χρυσόγονος, Γ. Σωτηρέλης και Στ. Τσακυράκης αφορούν – ως προς την κυβερνητική πρόταση αναθεώρησης – την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, την τροποποίηση του άρθρου 24 για την προστασία των δασών, τη συνταγματική απαγόρευση της επιδίκασης αναδρομικών σε βάρος του Δημοσίου και την τροποποίηση του άρθρου 103 περί μονιμότητας στο Δημόσιο. Επί των προτάσεων του ΠαΣοΚ, οι παρατηρήσεις τους εστιάζονται κυρίως στο θέμα της άμεσης εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, στο οποίο οι απόψεις διίστανται, ενώ διατυπώνονται επιφυλάξεις για κινδύνους που ελλοχεύουν σχετικά με την πρόταση για τα μη κρατικά – μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια.


«Kάποιες από τις προτεινόμενες από την κυβέρνηση μεταρρυθμίσεις είναι ορθές: βουλευτική ασυλία, κωλύματα βουλευτών, ευθύνη δημοσίων υπαλλήλων, βασικός μέτοχος. Χάνονται όμως μέσα σε άλλες που δεν είναι παρά γενικόλογες προγραμματικές εξαγγελίες (προμετωπίδα στο άρθρο για την Παιδεία που τη συνδέει με τον ελληνικό πολιτισμό, έμφαση στην αναβάθμιση των νησιωτικών περιοχών της χώρας, διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής) ή είναι περιττές (ρητή αναφορά ότι η έννοια της ιδιοκτησίας περιλαμβάνει την πνευματική ιδιοκτησία) ή έχουν αμφίβολο κανονιστικό περιεχόμενο (καθιέρωση ελαχίστου χρόνου εντός του οποίου να παρέχεται η προσωρινή δικαστική προστασία).


Το χειρότερο όμως είναι ότι όλος ο σωρός μπορεί να μας αποπροσανατολίσει από τη σημασία των δύο μεγάλων θεσμικών αλλαγών, οι οποίες χαρακτηρίζουν την πρόταση αναθεώρησης: την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου και το ζήτημα προστασίας του περιβάλλοντος. Αυτές δεν είναι απλώς λανθασμένες αλλά επικίνδυνες. Στο θέμα της προστασίας του περιβάλλοντος, η εκτελεστική – νομοθετική εξουσία ευθύνεται για το όργιο αυθαιρεσίας που επικρατεί και αν δεν είχε κάποιο φραγμό από το Συμβούλιο Επικρατείας δεν θα άφηνε δάσος για δάσος όρθιο. Κάθε επέμβαση στην ήδη υπάρχουσα συνταγματική ρύθμιση ανοίγει τον δρόμο στην επόμενη Βουλή που θα προσδιορίσει την αλλαγή να αποδυναμώσει την προστασία.


H ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου ανατρέπει όλη την παράδοση του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων του ελληνικού κράτους. Αφαιρεί από τον δικαστή τη μεγαλύτερη εξουσία που έχει, να μην εφαρμόζει αντισυνταγματικούς νόμους. H μόνη λογική που έχει η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου στις μέρες μας είναι ο περιορισμός του δικαστικού ελέγχου της πλειοψηφίας. Θα αποφεύγεται η άμεση συνέπεια της μη εφαρμογής αντισυνταγματικής διάταξης και το ζήτημα θα παραπέμπεται στις καλένδες και στην κρίση ενός νεοϊδρυθέντος (με την προσδοκία ότι μπορεί να είναι και φιλικό) δικαστηρίου.


Αναρωτιέται κανείς τι προβλήματα υπήρξαν με τον υπάρχοντα σήμερα διάχυτο έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Τα μόνα που έχουν ακουστεί δεν προέρχονται από πολίτες αλλά από την εκάστοτε κυβέρνηση που γκρινιάζει με τη νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας. Το πιο εξειδικευμένο στον έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων δικαστήριο είναι ο στόχος και η αποδυνάμωση του ελέγχου ο ανομολόγητος σκοπός της αναθεώρησης. Το γεγονός αυτό ενισχύεται και από την περίεργη πρόταση που φαίνεται να αφαιρεί από το ΣτΕ τον δικαστικό έλεγχο της σύναψης των δημοσίων συμβάσεων».


Ο κ. Σταύρος Τσακυράκης είναι επίκουρος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.