Οι πληγές και τα δεινά που άφησε πίσω της η δικτατορία της 21ης Απριλίου μπορεί να έχουν επουλωθεί στο εκλογικό σώμα του λαού σχεδόν 40 χρόνια μετά, ωστόσο η μνήμη παραμένει ενεργή και ζώσα στην κοινωνία μας όσο ζουν ακόμη πρωταγωνιστές και θύματα μιας μακράς περιόδου που ξεκίνησε αμέσως μετά τον Εμφύλιο και κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1960. Μία από τις μεγαλύτερες βλάβες που η χώρα υπέστη ήταν η πορεία της προς τη μεγάλη οικογένεια της Ευρώπης.


Στις 3 Απριλίου 1962 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής συνόψιζε σε ομιλία του ενώπιον του Συμβουλίου Υπουργών της ΕΟΚ ως εξής τους λόγους που υπαγόρευαν την επιθυμία της χώρας για ένταξη στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες: «Ο ελληνικός λαός εισερχόμενος εις την Κοινότητα δεν αποβλέπει προς αυτήν ως μίαν δυνατότητα αντλήσεως οικονομικών μόνον πλεονεκτημάτων. Ο ελληνικός λαός αναλαμβάνει και υποχρεώσεις και έχει συναίσθησιν των καθηκόντων του. […] H γεωγραφική θέσις της Ελλάδος τόσον εν τη Βαλκανική Χερσονήσω αλλά ιδίως η γειτνίασίς της με τας χώρας της Μέσης Ανατολής εξυπηρετεί διττώς τους μεγάλους σκοπούς της Ευρώπης…» (βλ. σημείωμα Ελληνικής Αντιπροσωπείας στην ΕΟΚ, έγγραφο 109, έκδοση ΥΠΕΞ 2003).


Εξαρχής η Ελλάδα και ο Καραμανλής βρήκαν υποστηρικτές τη Γαλλία και πολύ γρήγορα την Ολλανδία. Μάλιστα σε επίσημη επίσκεψή του στη Χάγη (15 Μαρτίου 1963) ο Καραμανλής είχε ζητήσει να προωθηθεί η σύνδεση της Τουρκίας με την ΕΟΚ, διαδικασία που ο ίδιος εκτιμούσε ότι θα συνέβαλλε στην πολιτική και οικονομική σταθεροποίησή της. Βεβαίως ο Καραμανλής εισηγείτο και προνοούσε εγκαίρως ότι η συγκεκριμένη διαδικασία έπρεπε να γίνει έπειτα από διαβουλεύσεις με την Ελλάδα έτσι ώστε να μην περιέλθει σε δύσκολη θέση αν παραχωρούντο «εις την Τουρκίαν μόνον ωφελήματα χωρίς να αναληφθούν και εκ μέρους της υποχρεώσεις…» (βλ. έγγραφο 112 του ιδίου τόμου).


Οι ελληνικές προσπάθειες δεν ήταν ωστόσο μοιραίο να ολοκληρωθούν σε εκείνη τουλάχιστον τη χρονική περίοδο. H στάση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έναντι του στρατιωτικού καθεστώτος της χώρας στάθηκε εξαρχής αυστηρή και ξεκάθαρη. Εφόσον η χώρα εστερείτο των δημοκρατικών της ελευθεριών και ήδη γινόταν λόγος για καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για βασανιστήρια και εγκλεισμούς των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος, δεν είχε θέση ανάμεσα στα άλλα μέλη της ευρωπαϊκής οικογένειας.


Στις 10 Μαΐου 1967, σε συνεδρίαση της Πολιτικής Επιτροπής και Αντιπροσωπείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που λειτουργούσε στο πλαίσιο της Μεικτής Επιτροπής Συνδέσεως ΕΟΚ – Ελλάδας, ελήφθη η απόφαση «παγώματος» της σχετικής διαδικασίας. Τα «περί αδυναμίας λειτουργίας Μεικτής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής» εξαιτίας διαλύσεως της Ελληνικής Βουλής ματαίως προσπάθησε να ανατρέψει ως παραπειστικά επιχειρήματα ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της χώρας στην ΕΟΚ, διορισμένος από τους πραξικοπηματίες, Σταύρος Ρούσσος. Σε ολόκληρο το χρονικό διάστημα των επτά ετών ως την πτώση της δικτατορίας εφαρμόστηκαν μόνον οι αυτόματες διατάξεις από τη Συμφωνία των Αθηνών, όχι όμως και οι δυναμικές διατάξεις που αφορούσαν την εξέλιξη της Συνδέσεως και απαιτούσαν πολιτικές αποφάσεις από το Συμβούλιο Συνδέσεως σε επίπεδο υπουργών, το οποίο βεβαίως ουδέποτε συνήλθε κατά την περίοδο αυτή. Με το πάγωμα της Συμφωνίας Συνδέσεως διεκόπη φυσικά και η λειτουργία του Χρηματοδοτικού Πρωτοκόλλου, από το οποίο παρέμεινε αχρησιμοποίητο ποσό 55,7 εκατ. δολαρίων ΗΠΑ. Εκκρεμούσαν εν τω μεταξύ τα οδοποιητικά σχέδια Κρήτης (10 εκατ. δολ.), Θεσσαλονίκης – Κατερίνης (10 εκατ. δολ.) και το ενεργειακό σχέδιο της ΔΕΗ (6-7 εκατ. δολ.), ενώ στον τομέα των βιομηχανικών έργων εκκρεμούσαν, παρά τη μονογραφή τους, οι δανειακές συμβάσεις της ETBA και της ETEBA ύψους 9 εκατ. δολαρίων.


Στις 31 Ιανουαρίου 1968 η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης ασχολήθηκε με δύο αναφορές, εκ των οποίων η μία της Διεθνούς Αμνηστίας, που στηλίτευαν την καταπάτηση από τους δικτάτορες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Παττακός σχολίασε την απόφαση αυτή λέγοντας ότι το Συμβούλιο ενοχλεί την Ελλάδα όσο «ένα κουνούπι το κέρατο ενός βοδιού». Στις 25 Μαρτίου οι Σκανδιναβοί παρουσίασαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποδείξεις για βασανιστήρια. Στις 11 Απριλίου τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνει ο άγγλος υφυπουργός Εξωτερικών, ενώ στις 8 Μαΐου του ιδίου έτους ο ολλανδός αντιπρόσωπος στην Κοινοβουλευτική Ενωση Μαξ βαν ντερ Στουλ προσκόμισε ακόμη περισσότερα επιβαρυντικά στοιχεία. Τελικά η Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1969 με ανακοίνωση του τότε υπουργού Εξωτερικών Π. Πιπινέλη ανήγγειλε την αποχώρησή της από το Συμβούλιο της Ευρώπης λίγες ημέρες προτού το Συμβούλιο Υπουργών του Οργανισμού προβεί στην αναμενόμενη αποπομπή της χώρας από τους κόλπους του. H διεθνής απομόνωση της χώρας που συνεχίστηκε σε ολόκληρη την περίοδο της δικτατορίας ήταν γεγονός. Τα πλήρη κείμενα των εγγράφων περιέχονται στον α’ τόμο «H συμμετοχή της Ελλάδας στην πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. H κρίσιμη εικοσαετία 1948-1968», έκδοση ΥΠΕΞ 2003, επιμέλεια της υπογράφουσας.


H κυρία Φωτεινή Τομαή είναι προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών.