H Μαργαρίτα Παπανδρέου μιλάει σήμερα για την αγωνία που είχε πως ο Ανδρέας θα δολοφονηθεί από τους πραξικοπηματίες της 21ης Απριλίου. Αποκαλύπτει επίσης πως ο ισχυρός άνδρας της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα, εκείνη την εποχή, ο Νορμπ Ανσουτζ, είχε απειλήσει τον Ανδρέα λίγες ημέρες πριν από το πραξικόπημα, τονίζοντάς του ότι αν δεν βρεθεί κάποια διέξοδος στην πολιτική κρίση, ο ίδιος θα ήταν πλέον ένα «ζωντανό


πτώμα». H κυρία Παπανδρέου αναφέρεται στη διάσταση απόψεων ανάμεσα στον Γεώργιο Παπανδρέου και στον Ανδρέα για τις ευθύνες του τελευταίου σε σχέση με το πολιτικό αδιέξοδο που προκάλεσε το πραξικόπημα. H κυρία Παπανδρέου απαντά, τέλος, στις κατηγορίες για το αν ασκεί υπερβολική επιρροή στον γιο της και πρόεδρο του ΠαΣοΚ, όπως την κατηγορούσαν παλαιότερα σε σχέση με τον Ανδρέα.




– Φοβόσασταν για τη ζωή του Ανδρέα;


«Ειλικρινά, φοβόμουν ότι θα τον πήγαιναν σε κάποιο απομονωμένο μέρος εκεί κοντά και θα τον πυροβολούσαν. Αρχισα να φωνάζω στη μητέρα μου: «Μητέρα, θα τον σκοτώσουν, θα τον σκοτώσουν!». Ο γιος μου ο Νίκος με έβγαλε από την υστερία. Ηρθε και έβαλε το χέρι του γύρω από τη μέση μου. Ηταν μόλις εννέα ετών και μου είπε: «Δεν θα το κάνουν αυτό, δεν θα το κάνουν αυτό στον πατέρα μου». Κοίταξα το άσπρο πρόσωπό του, χαραγμένο από την ανησυχία. Το είπε αυτό με τέτοια πίστη, που ένιωσα ότι είχε δίκιο. Τότε βγήκα έξω και προσπάθησα να βρω κάποιον γείτονα που θα μπορούσε να με πάει στο Καστρί. Επρεπε να μάθω τι είχε συμβεί στον πεθερό μου».


– Μπορείτε να μας περιγράψετε την εκστρατεία που κάνατε για να σώσετε τη ζωή του Ανδρέα; Πώς καταφέρατε να έλθετε σε επαφή με τον πρόεδρο Τζόνσον;


«Δεν μπόρεσα να μάθω πού είναι ο Ανδρέας και τι του συμβαίνει, αν ήταν ζωντανός ή όχι. Νωρίς το πρωί της επόμενης ημέρας πήγα να δω τον Ανσουτζ, ο οποίος έμενε σε ένα σπίτι όχι μακριά από το δικό μας στο Ψυχικό. Δεν το έκανα ευχάριστα, επειδή ο Ανσουτζ στις αρχές του μήνα είχε συναντηθεί με τον Ανδρέα για έναν γρήγορο καφέ και του είχε πει ότι η Ενωση Κέντρου θα έπρεπε να συνεργαστεί με τη νέα κυβέρνηση στο πλαίσιο μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας και να αναβάλει τις εκλογές, από την καθορισμένη ημερομηνία τους τον Μάιο για το φθινόπωρο. Είχε πει στον Ανδρέα ότι ήταν «ζωντανό πτώμα» επειδή αν δεν υπήρχε συμβιβασμός, θα συνέβαιναν τρομερά πράγματα.


Αυτή η φράση ηχούσε στο μυαλό μου καθώς κατευθυνόμουν στην πόρτα του σπιτιού του και χτυπούσα το κουδούνι. Οταν τον είδα, του είπα ότι ανησυχούσα για τη ζωή του Ανδρέα και ήθελα να μάθω τι γνώριζε για την κατάσταση. Αυτό που με εντυπωσίασε ήταν ότι φάνηκε απόλυτα μπερδεμένος με αυτό που είχε συμβεί. Μου είπε ότι δεν περίμενε κάτι τέτοιο. Αναρωτήθηκα εκείνη τη στιγμή πώς είχε τότε νιώσει ότι ο Ανδρέας θα ήταν νεκρός αν δεν συμφωνούσε να ενδώσει. Με ρώτησε αν ήξερα οτιδήποτε. Μου άρεσε να νομίζω ότι ήξερα τα πάντα, αλλά δεν περίμενα να μου ζητάει πληροφορίες ένας πράκτορας της CIA. Του απάντησα ότι το μοναδικό που γνώριζα ήταν πως μία συμμορία στρατιωτών ήρθε στο σπίτι μας και άρπαξε τον Ανδρέα με την απειλή όπλων. H συζήτηση δεν κατέληγε πουθενά, οπότε του ζήτησα να κάνει ό,τι μπορούσε για να σώσει τη ζωή του Ανδρέα.


Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν κι εγώ καθώς έφευγα από το σπίτι του. Τι θα μπορούσα να κάνω για να εμποδίσω τη χούντα να σκοτώσει τον Ανδρέα; Οι σκέψεις μου πήγαν στις κινήσεις των ακτιβιστών για να φέρουν την αλλαγή: προσπαθούν να κερδίσουν την κοινή γνώμη με το μέρος τους και να πείσουν ανθρώπους που έχουν όνομα και φήμη να συμμετάσχουν στον αγώνα τους. Ο Ανδρέας κι εγώ είχαμε πολλούς φίλους στις ΗΠΑ από τις ακαδημαϊκές ημέρες μας και τις πολιτικές μας πράξεις μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα. Ενα μεγάλο όνομα ήταν ο Κένεθ Γκαλμπρέιθ. Ο Κένεθ ήταν πρόεδρος της οργάνωσης Αμερικανοί για Δημοκρατική Δράση και καθηγητής του Χάρβαρντ και μας ήξερε και τους δύο πολύ καλά. Ηταν πολύ δραστήριος στην κυβέρνηση Κένεντι και θεωρούνταν μεγάλη δύναμη μέσα στο σύστημα. Ξεκίνησα το γράμμα μου προς αυτόν με μια περιγραφή του άγριου τρόπου με τον οποίον έσυραν τον Ανδρέα έξω από το σπίτι, μετά συνέχισα με ένα πολιτικό μήνυμα – εγώ, η μικρή εγώ, να του λέω ότι ο λαός εδώ πιστεύει πως η δικτατορία δεν μπορεί να σταθεί δίχως την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών και ότι ο ρόλος της Αμερικής στην Ελλάδα, μαζί με το Παλάτι, θεωρούνταν τεράστιας σημασίας για τη μοίρα της χώρας. Πρόσθεσα με μεγάλα γράμματα: «ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ KAMIA ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ ΟΤΙ ΟΙ ΗΠΑ ΜΠΟΡΟΥΝ NA ΑΝΑΤΡΕΨΟΥΝ ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ», αν είχαν το θάρρος και τα κότσια να σταθούν στο πλευρό των λαών έστω για μία φορά και έτσι να αποκαταστήσουν την εικόνα τους στον κόσμο. Οταν τώρα κοιτάζω πίσω, την έκκλησή μου, αναρωτιέμαι πώς νόμιζα ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να επαναφέρουν την κατάσταση προ δικτατορίας. Και όμως, ακόμη πιστεύω ότι αν ήθελαν, θα μπορούσαν να το κάνουν. Ημουν βεβαίως απεγνωσμένη για τη ζωή του Ανδρέα και είχα επιπλέον ξεκάθαρη επίγνωση του τι σήμαινε για τον λαό η δικτατορία. Νομίζω ότι ήταν η σωστή προσέγγιση. Αυτό το γράμμα, μαζί με άλλα, έφυγαν από την Ελλάδα την επόμενη ημέρα με έναν φίλο που τυχαία πήγαινε στις ΗΠΑ και ταχυδρομήθηκαν από τη Νέα Υόρκη. Εστειλα γράμμα επίσης στον Στιβ Ρουσσέα, καθηγητή του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης με πρόσβαση στην κυβέρνηση, και στον Γιώργο Λιάνη, καθηγητή Αεροναυτικής Μηχανικής στο Πανεπιστήμιο του Περντιού, στην Ιντιάνα. Του είπα να κινητοποιήσει όλους τους ακαδημαϊκούς φίλους του Ανδρέα στην εκστρατεία να σωθεί η ζωή του. Εστειλα επίσης στον Στάνλεϊ Σέινμπαουμ, έναν προοδευτικό αμερικανό καθηγητή Οικονομικών που είχε πολλές διασυνδέσεις.


Μάλλον ήταν ο Γκαλμπρέιθ που μετέδωσε το μήνυμα στον Τζόνσον. Δεν έγραψα απευθείας στον πρόεδρο. Κάποια στιγμή αργότερα έμαθα ότι ο Τζόνσον είχε γυρίσει στον ανώτατο σύμβουλό του και του είχε πει: «Πάρε αυτούς τους τύπους που κυβερνούν στην Ελλάδα και πες τους να σταματήσουν να σαχλαμαρίζουν με αυτόν τον Παπανδρέου. Δεν θέλουμε να σκοτωθεί κανένας»».


– Πώς καταφέρατε να τον φυγαδεύσετε από την Ελλάδα;


«H στρατηγική μου από την αρχή που ξεκίνησα την εκστρατεία για να σώσω τη ζωή του Ανδρέα ήταν να συνεχίσω να κατακλύζω όλα τα δίκτυα των προοδευτικών ανθρώπων, όλα τα διαθέσιμα μίντια, όλες τις προσωπικότητες με κάποια πολιτική επιρροή, δίνοντάς τους πληροφορίες σχετικά με τη χούντα και τις δραστηριότητές της, ειδικά όσον αφορά τους βασανισμούς πολιτών. Ηθελα να ενισχύσω τον αγώνα για την επιστροφή της δημοκρατίας, έναν αγώνα για τον οποίον ο Ανδρέας εργάστηκε σκληρά από τη στιγμή που έφυγε από την Ελλάδα και ίδρυσε το ΠΑΚ. Καταλήξαμε να έχουμε ένα πολύ ισχυρό λόμπι κατά της δικτατορίας που εργαζόταν και για την απελευθέρωση του Ανδρέα. H αλήθεια είναι ότι, εκτός των πιέσεων, η χούντα δεν μπορούσε να βρει καμία απόδειξη ότι ο Ανδρέας συνωμοτούσε με τον Στρατό. Γινόταν ολοένα πιο δύσκολο να τον δικάσουν, ειδικά λόγω της υποστήριξης που είχε από ανθρώπους με μεγάλη δύναμη. Μετά την ερασιτεχνική προσπάθεια του βασιλιά να ανατρέψει τους συνταγματάρχες – ή ίσως απλώς προσπαθούσε να βρει τρόπο διαφυγής -, η χούντα αποφάσισε να απελευθερώσει τους περισσότερους φυλακισμένους. Ο Ανδρέας θεωρούνταν ο πιο σημαντικός από αυτούς και τον απελευθέρωσαν τελικά την παραμονή των Χριστουγέννων του 1967».


– Ο Ανδρέας κατηγορούσε τον εαυτό του κατά τις σκοτεινές ημέρες της φυλάκισής του για όσα είχαν συμβεί στην Ελλάδα; Ενιωθε πικρία για τα μάλλον δηκτικά σχόλια του πατέρα του;


«Οταν ένας άνθρωπος βρίσκεται στην απομόνωση, χωρίς να έχει κάποιον με τον οποίο να μπορεί να συνομιλήσει, είναι αναγκασμένος να συζητεί μόνο με τον εαυτό του. Σίγουρα ένας άνθρωπος με αίσθηση ευθύνης θα αναρωτηθεί σχετικά με τον δικό του ρόλο. Ο πατέρας του ήταν αρκετά επικριτικός για την ανυποχώρητη στάση του Ανδρέα και του επέρριπτε εμμέσως μερίδιο της ευθύνης για τις πράξεις των συνταγματαρχών. Ο Ανδρέας μού είπε μετά την απελευθέρωσή του ότι είχε μακρές συζητήσεις με τον εαυτό του κατά τις σκοτεινές ημέρες της φυλάκισης, προσπαθώντας να ανακαλύψει τι δεν πήγε καλά. Ο Ανδρέας αναζητούσε την αλήθεια – ένα θετικό χαρακτηριστικό, πιστεύω, όλων των διανοουμένων, όλων των σκεπτόμενων ανθρώπων.


Μην ξεχνάτε ότι από την αρχή, ακόμη και προτού μπει στην πολιτική, είχε την αίσθηση ότι οι δυνάμεις που υπήρχαν δεν θα τον άφηναν να αναλάβει την εξουσία και να πραγματώσει τις δημοκρατικές σοσιαλιστικές απόψεις του. Μένοντας επιμελώς πιστός στα ιδανικά του, ένιωθε ότι ίσως είχε προκαλέσει την αντίδραση του Στρατού. Και οι δύο συμφωνήσαμε ότι υπάρχει ένα τίμημα όταν αντιμετωπίζεις το κατεστημένο, φέρνοντας ένα σύστημα που δίνει μεγαλύτερη δύναμη στον λαό. Μολονότι τα επτά χρόνια της δικτατορίας ήταν μια σκληρή εμπειρία για όλον τον πληθυσμό, ετοίμασαν τον δρόμο για ένα νέο ξεκίνημα. Πιστεύω ότι η μεγάλη συνεισφορά του Ανδρέα σε αυτή την κοινωνία ήταν το φύτεμα βαθιών ριζών δημοκρατίας, και ο λαός έχει ωφεληθεί από την εγκαθίδρυση των δικαιωμάτων του και της προστασίας των ελευθεριών του».


– Θυμάστε την ημέρα της κηδείας του Γεωργίου Παπανδρέου;


«Ναι, ήταν μια ημέρα με ανάμεικτα συναισθήματα θλίψης και χαράς. Ο λαός είχε στενοχωρηθεί από τον θάνατο του Γεωργίου Παπανδρέου, αλλά η κηδεία του έφερε έξω έναν τεράστιο αριθμό ανθρώπων, που έδειξαν ότι ήταν έτοιμοι να προκαλέσουν τους δικτάτορες. Ηταν ένα σύμβολο δημοκρατίας και ελευθερίας και αναγνωρίστηκε ως ο αληθινός ηγέτης της Ελλάδας εκείνη την ημέρα του 1968. Δεν επετράπη στον Ανδρέα να έρθει· θα τον συνελάμβαναν μόλις έφθανε στη χώρα. Εγώ ήρθα από τη Σουηδία, όπου ζούσαμε τότε, με τον Γιώργο και τη Σοφία. Ο Γιώργος έγινε νεκροπομπός στην κηδεία. Θυμάμαι το σύνθημα που φώναζαν καθώς το φέρετρο περνούσε από τους δρόμους προς το νεκροταφείο: «Σήκω να μας δεις!». Το πλήθος ήθελε να ξέρει ο Γεώργιος Παπανδρέου ότι ήταν μαζί του, ότι πίστευε σε αυτόν. Ηταν επίσης μία ένδειξη ότι ο μύθος της μαζικής λαϊκής αποδοχής του καθεστώτος που είχαν προσπαθήσει να επιβάλουν οι δικτάτορες ήταν ψεύτικος. Αυτό με έκανε χαρούμενη επειδή ήταν μια τελευταία υπηρεσία που πρόσφερε στον λαό που πάντα αγαπούσε· με τέτοιον τρόπο θα ήθελε να φύγει ο πρόεδρος. Ηταν πάντα ένας μαχητής».


– Ποια είναι η τελευταία ανάμνηση που έχετε από την Ελλάδα προτού επιστρέψετε, το 1974;


«H ανάμνηση που έχω από τις τελευταίες ημέρες της διαμονής μας στην Ελλάδα προτού φύγουμε για την εξορία, είναι η εικόνα του τελευταίου δείπνου μας με τον Γεώργιο Παπανδρέου το βράδυ πριν από την προγραμματισμένη αναχώρησή μας. H συζήτηση που είχαμε στο τραπέζι δεν ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξη. Ηταν γεμάτη από τη συνειδητοποίηση ότι έπρεπε να πούμε αντίο, ότι οι πιθανότητες να κυβερνήσει ο Ανδρέας την Ελλάδα μία ημέρα είχαν μειωθεί σημαντικά και ότι ξεριζώναμε την οικογένεια για μία ακόμη φορά με άγνωστο προορισμό, προς ένα άγνωστο μέλλον. Καθώς αγκάλιαζα τον πεθερό μου στην μπροστινή βεράντα, φοβήθηκα ότι ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα. Με κρατούσε σφικτά, σαν να περνούσαν από το μυαλό του οι ίδιες σκέψεις. Καθώς έφθασα στην πύλη, γύρισα και κοίταξα πίσω. Ηταν ακόμη εκεί, χαιρετούσε, μια στάση που είχα δει συχνά όταν ήταν στο μπαλκόνι και έδινε λόγο στο κοινό που βρισκόταν από κάτω. Ηταν μια βασανιστικά επώδυνη στιγμή.


H άλλη σκηνή που θυμάμαι είναι η άφιξή μας στο αεροδρόμιο, στις 6 π.μ., με τα νυσταγμένα παιδιά μας πίσω από την κυρία Σοφία, τη μητέρα του Ανδρέα. Δεν καταλάβαιναν γιατί έπρεπε να τα ξυπνήσουμε στη μέση της νύχτας για να φύγουμε προς έναν άγνωστο τόπο και γιατί δεν θα πήγαιναν στο σχολείο την επόμενη ημέρα. Οι καλοί μας φίλοι Τίτος και Κυβέλη και κάποιοι άλλοι, τους οποίους είχαμε εμπιστευτεί να είναι παρόντες κατά την αναχώρησή μας, μας χαιρετούσαν καθώς μπαίναμε στο αεροπλάνο και μετά πήγαν σε ένα σημείο στην οροφή του αεροδρομίου στο Ελληνικό για να μας χαιρετίσουν όταν το αεροπλάνο θα απογειωνόταν. Θυμάμαι ότι σκεφτόμουν πως ήταν μόλις μία χούφτα από τους υποστηρικτές του Ανδρέα, αλλά πως την επόμενη φορά που θα βλέπαμε το αεροδρόμιο, θα υπήρχαν χιλιάδες για να μας χαιρετίσουν. Δεν είχα χάσει την εγγενή αισιοδοξία μου. Και είχα δίκιο για την επιστροφή μας».




– Ακουγόταν πάντοτε ότι επηρεάζατε πολύ τον Ανδρέα στις αποφάσεις του. Τώρα ακούγεται ότι κάνετε το ίδιο με τον πρόεδρο του ΠαΣοΚ, τον Γιώργο. Ισχύει;


«Δεν είμαι πολιτικός σύμβουλος του Γιώργου, όπως λένε κάποιοι. Εχει πολλούς συμβούλους, που είναι έξυπνοι, δυναμικοί και φρέσκοι. Προτιμώ να είμαι η μητέρα ενός νέου ανθρώπου που εργάζεται για το καλό της χώρας του και ο οποίος δεν χρειάζεται πια τη βοήθειά μου. Ο,τι πήρε από εμένα, το πήρε όταν μεγάλωνε, όταν ανέπτυσσε το σώμα και το μυαλό του, όταν επέλεγε τις αξίες του. Αν χρειάζεται τη γνώμη μου για κάποιο θέμα, ειδικά για θέματα ισότητας των γυναικών ή ειρήνης, ξέρει πού θα με βρει. Πρέπει να σας πω ότι μου αρέσει ο άνθρωπος που βλέπω και πιστεύω ότι θα είναι ένας καταπληκτικός ηγέτης της χώρας.


Μην ξεχνάτε ότι ο γιος μου έμαθε πολλά από τον πατέρα του, όπως και ο Ανδρέας από τον δικό του πατέρα. Εμαθε να ακούει τους ανθρώπους και με το μυαλό του και με την καρδιά του. Εμαθε να αγωνίζεται όταν χρειάζεται αγώνας και να είναι συμβιβαστικός και ειρηνοποιός όταν αυτό απαιτείται. Το κυριότερο όμως είναι ότι έμαθε και από τους δυο μας να μην ξεχνάει ποτέ τις βαθύτερες ανάγκες του κόσμου και τις φιλοδοξίες του για την Ελλάδα και το μέλλον της, κάτι που δεν είναι εύκολο στη ζούγκλα της πολιτικής.


Καμιά φορά του λέω τι χρώμα θα ήθελα να φοράει, να είναι στην ώρα του στα ραντεβού του ή να κοιμάται περισσότερο. Μια μητέρα ποτέ δεν σταματάει να σκέπτεται σαν μάνα, για εκείνη ο ώριμος άνδρας είναι ακόμη ο μικρός γιος. Εμπιστεύομαι τόσο πολύ όμως τις ικανότητές του ώστε νιώθω ελεύθερη να κάνω τα δικά μου πράγματα, αυτά στα οποία πιστεύω βαθιά ή αυτά που μου αρέσουν. Είμαι σαν ένα πουλί έξω απο το κλουβί, μπορώ να πετάξω ελεύθερα, να διαλέξω την κατεύθυνση που θα ακολουθήσω ελεύθερα, κουβαλώντας πάντοτε το πάθος και τα ιδανικά που έγιναν κομμάτι της ζωής μου όλα αυτά τα χρόνια. Θα συνεχίσω πάντοτε να αγωνίζομαι για έναν καλύτερο κόσμο».