H Μαργαρίτα Παπανδρέου εξιστορεί τη βασανιστική διαδικασία στην οποία υποβλήθηκαν με τον Ανδρέα ώσπου να αποφασίσουν να επιστρέψουν μόνιμα στην Ελλάδα το 1963, αφού πέρασαν μία διετία προσωρινής εγκατάστασης εδώ, την περίοδο 1959-60. Τότε γνώρισαν και τον μετέπειτα «θανάσιμο» αντίπαλο Κώστα Μητσοτάκη, «ο οποίος φαινόταν δυναμικός και σθεναρός». Ο Ανδρέας βρισκόταν μάλιστα στο σπίτι του κ. Μητσοτάκη όταν του τηλεφώνησε ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος και του ζήτησε να συναντηθούν επειγόντως. Ο Κωνσταντίνος τον πήρε με ένα ανοικτό αυτοκίνητο και πήγαν στον Γεώργιο Παπανδρέου στο Καστρί. Το Παλάτι ήθελε να τον πείσει να δεχθεί μια κρίσιμη αλλαγή του εκλογικού νόμου για τις εκλογές του 1961, την οποία οι Παπανδρέου απέρριψαν. H κυρία Παπανδρέου αποκαλύπτει ακόμη ότι ο σταθμάρχης της CIA Λοκ Κάμπελ ζήτησε από τον Ανδρέα να παρέμβει υπέρ του ίδιου εκλογικού νόμου, προκαλώντας την έντονη αντίδρασή του.


Στη συνέντευξή της παραδέχεται ότι «ως τη στιγμή που ο Ανδρέας επέστρεψε στην Ελλάδα, ναι, ο Μητσοτάκης θεωρούνταν ως ο πιθανός διάδοχος στην ηγεσία του κόμματος». Ο Ανδρέας δεν είχε ακόμη αποφασίσει αν θα μείνει στην Ελλάδα. Επιπλέον δεν σκεφτόταν ότι θα «κληρονομούσε» ένα κόμμα.


H κυρία Παπανδρέου θυμάται την πρώτη προεκλογική ομιλία του Ανδρέα στην Πάτρα όπου «δεν ήξερε καθόλου να ξεσηκώνει το πλήθος». Κατά την άποψή της, ο κ. Μητσοτάκης ήταν ο άνθρωπος που επηρέασε τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, μετά τις εκλογές του 1964, να τοποθετήσει τον γιο του υπουργό παρά τω πρωθυπουργώ «για να τον κάψει», αφού θα ανακατευόταν με ρουσφέτια και άλλα θέματα που δεν γνώριζε.


Παράλληλα υποστηρίζει ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου παρουσίαζε μεγάλη αντίφαση, από τη μία ήταν ιδεολογικά κατά της βασιλείας και από την άλλη «είχε έναν ρομαντικό συναισθηματισμό έναντι της μοναρχίας». «Εμείς δεν είχαμε κανένα πρόβλημα» τονίζει «να αντιμετωπίζει ο Γ. Παπανδρέου τον Κωνσταντίνο ως εγγονό, εφόσον η συμπεριφορά περιελάμβανε δυο ξυλιές στον πισινό όταν παρεκτρεπόταν…».


Ακόμη μιλάει για την ένταση στις σχέσεις των Παπανδρέου με τις ΗΠΑ και επιβεβαιώνει ότι τόσο η ίδια όσο και ο Ανδρέας «ήταν εναντίον του σχεδίου Ατσεσον για την επίλυση του Κυπριακού». H κυρία Παπανδρέου θεωρεί πως ο «Γέρος» έπρεπε να προχωρήσει σε ανοικτή ρήξη με το Παλάτι και τον Στρατό όταν σημειώθηκαν οι πρώτες αντιδράσεις τους στην έρευνα για τη «βία και νοθεία» στις εκλογές του 1961. Για τον ΑΣΠΙΔΑ αναφέρει ότι όλη η συνωμοσία βασιζόταν σε μια συνάντηση του λοχαγού Μπουλούκου με τον Ανδρέα στο πολιτικό γραφείο του.


H κυρία Παπανδρέου ήταν στο Καστρί όταν έφθασε με αγγελιοφόρο η πρώτη βασιλική επιστολή που οδήγησε στην Αποστασία. «Ενιωθα κεραυνοβολημένη» αναφέρει· και προσθέτει: «Αυτό το 25χρονο παιδάκι κατηγορούσε έναν από τους πιο δημοκρατικούς και έντιμους ανθρώπους…; Τι είδους παρανοϊκή φαντασίωση ήταν αυτή;». Στο κρίσιμο ερώτημα γιατί παραιτήθηκε στις 15 Ιουλίου 1965 ο Γ. Παπανδρέου αντί να ζητήσει προσφυγή στις κάλπες, η κυρία Παπανδρέου απαντά: «Ηξερε από συζητήσεις μας ότι ένιωθα ότι δεν πρέπει να παραιτηθεί, ότι δεν παραβιάζουν τα δικαιώματά του, ότι έπρεπε να τα υπερασπισθεί. Ισως είχε κουραστεί από το παιχνίδι…». H κυρία Παπανδρέου υποστηρίζει: «Γνωρίζαμε από αξιόπιστες πηγές ότι μοιράζονταν αμερικανικά δολάρια με σκοπό την εξαγορά βουλευτών».


Για την περίοδο πριν από το πραξικόπημα αναφέρει το βαθύ ρήγμα του Ανδρέα με τον πατέρα του, όταν δεν ενημερώθηκε για τη μυστική συμφωνία με τον Κωνσταντίνο και τον Κανελλόπουλο ως προς τη διεξαγωγή εκλογών τον Μάιο του 1967. Ο Ανδρέας, σύμφωνα με την κυρία Παπανδρέου, είχε έναν έμπιστο πληροφοριοδότη στην ομάδα των στρατηγών που σχεδίαζαν κίνημα. Το «βαθύ λαρύγγι» τον είχε ενημερώσει ότι το κίνημα είχε αναβληθεί και γι’ αυτό βρέθηκε να κοιμάται σπίτι του το βράδυ της 21ης Απριλίου.


Αποκαλυπτική τέλος είναι η κυρία Παπανδρέου για το τι σκεπτόταν ο Ανδρέας μετά την 21η Απριλίου. «Ο πατέρας του ήταν αρκετά επικριτικός για την ανυποχώρητη στάση του Ανδρέα και του επέρριπτε εμμέσως μερίδιο ευθύνης για τις πράξεις των συνταγματαρχών» θυμάται· και προσθέτει: «Ο Ανδρέας μού είπε μετά την απελευθέρωση ότι είχε μακρές συζητήσεις με τον εαυτό του κατά τις σκοτεινές ημέρες της φυλάκισης, προσπαθώντας να ανακαλύψει τι δεν πήγε καλά».


«Πώς γνώρισα τον Ανδρέα»




– Πότε συναντήσατε για πρώτη φορά τον Ανδρέα Παπανδρέου; Ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που σας έκανε εντύπωση πάνω του;


«Αυτό που τελικά θα εξελισσόταν σε μια μεγάλη ρομαντική σχέση ξεκίνησε στο πιο πεζό μέρος, στην αίθουσα αναμονής ενός οδοντιατρείου στη Μινεάπολη. Ο Ανδρέας ήταν τότε 29 ετών και εγώ 24. Καθόμουν στην αίθουσα περιμένοντας τη σειρά μου και έγραφα ένα κείμενο για μια διαφήμιση ενός πελάτη, για τον οποίον έκανα δημόσιες σχέσεις. Κάποια στιγμή χρειαζόμουν μια φράση στα γαλλικά. Εριξα μια ματιά στον άνδρα που καθόταν απέναντί μου και είδα ότι μάλλον ήταν ξένος. «Με συγχωρείτε, μήπως γνωρίζετε γαλλικά; » τον ρώτησα. Κατάλαβε ότι χρειαζόμουν τη βοήθειά του, σηκώθηκε αμέσως και ήρθε δίπλα μου.


Το αποτέλεσμα ήταν μια πρόσκληση για ποτό στο ξενοδοχείο «Ράντισον» που ήταν εκεί κοντά. Μετά το ποτό πήγαμε για φαγητό και μετά για χορό. Ηταν η αρχή μιας υπέροχης σχέσης, ενός γάμου που κράτησε 40 χρόνια, έφερε τέσσερα μωρά στον κόσμο και συμπεριλάμβανε τη ζωή στην ακαδημαϊκή και πολιτική σφαίρα, ένα πραξικόπημα, τη συμμετοχή στον απελευθερωτικό αγώνα κατά μιας δικτατορίας, την πρωθυπουργία, τη δυνατότητα να ζήσουμε στην πιο όμορφη χώρα του κόσμου, καλές και κακές στιγμές… Σε γενικές γραμμές, μια φανταστική εμπειρία».


– Συζητούσατε για την ελληνική πολιτική σκηνή εκείνη την εποχή; Σας είχε μιλήσει ο Ανδρέας Παπανδρέου για τη σχέση του με τον πατέρα του και το ενδεχόμενο επιστροφής του στην Ελλάδα;


«Κατά την πρώτη μας συνάντηση ο καθένας μίλησε για τον εαυτό του, όπως συχνά συμβαίνει στα πρώτα στάδια μιας σχέσης. Αυτό που μου περιέγραψε ήταν ένα μάθημα στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας που ξεκίνησε με την αντίσταση στη δικτατορία του Μεταξά. Το πρωί της 4ης Αυγούστου 1936 πήγε στην πλατεία του Ψυχικού για να αγοράσει εφημερίδα. Εκεί είδε μια ομάδα ανθρώπων να διαβάζει μια τοιχοκολλημένη προκήρυξη που ανακοίνωνε το πραξικόπημα. Αυθόρμητα την έσκισε, την έκανε κομματάκια. Μετά από λίγο τον είχαν συλλάβει. Μόλις έφυγε από το αστυνομικό τμήμα που τον είχαν πάει, ορκίστηκε να αντισταθεί πάση θυσία κατά του καθεστώτος.


Κατάφερε για τρία χρόνια, πρώτα ως μαθητής λυκείου και ύστερα όταν ήταν στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου, να ηγηθεί μιας μικρής αντιστασιακής οργάνωσης με κύριο έργο την εκτύπωση και διανομή παράνομων εφημερίδων και φυλλαδίων, κάτι ιδιαίτερα δύσκολο καθώς τον είχαν για ύποπτο επειδή ο πατέρας του βρισκόταν σε εξορία στην Ανδρο. Οταν ήταν μικρότερος και φοιτούσε στο Κολλέγιο Αθηνών είχε γράψει ένα ριζοσπαστικό αριστερίστικο άρθρο στη σχολική εφημερίδα, μπαίνοντας σε έναν πολιτικό χώρο που αποτελούσε ανάθεμα για τη δικτατορία.


Προσχώρησε σε μια ομάδα τροτσκιστών επειδή του άρεσαν οι ιδέες· δεν δεχόταν το δόγμα, τον «-ισμό». Τελικά μια νύχτα, τον Μάιο του 1939, τον έπιασαν στο σπίτι του στο Ψυχικό, τον πήγαν στη φυλακή όπου τον έδειραν και του έσπασαν το σαγόνι. Οταν τον άφησαν να φύγει είχε μόνο μία σκέψη στο μυαλό του: να φύγει από αυτή τη χώρα όπου η ελευθερία είχε εξανεμιστεί και, όπως φαινόταν, δεν θα επέστρεφε ποτέ.


Βρήκε τρόπο να μεταβεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου έγινε δεκτός στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ. Ηταν εκεί όταν ο Μουσολίνι επιτέθηκε στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1940. Συζητήσαμε κάποια από τα μεταγενέστερα συμβάντα στην Ελλάδα – αρκετά εκ των οποίων είχα παρακολουθήσει από τις εφημερίδες -, αλλά όχι λεπτομερώς.


H προσωπική ιστορία μου φάνταζε ανιαρή μπροστά στη δική του. Ακουγε με μεγάλο ενδιαφέρον, ένα γνώρισμα που τον συνόδευε για όλη του τη ζωή: πάντοτε άκουγε με προσοχή τον συνομιλητή του. Του είπα πώς είχα μεγαλώσει σε ένα μικρό προάστιο του Σικάγου, η μεγαλύτερη από πέντε κόρες μιας φτωχής οικογένειας, πώς αγωνίστηκα για να μπω στη Σχολή Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Μινεσότα κάνοντας κάθε είδους δουλειά – σερβιτόρα, μπέιμπι σίτερ, ταμίας, βιβλιοθηκάριος, εργάτρια σε εργοστάσιο κατασκευής κυλίνδρων και στην Douglas Aircrafts, βοηθός νοσοκόμας κτλ.


Ο Ανδρέας μού είπε ότι ένιωθε νοσταλγία για την Ελλάδα, αλλά ότι δεν ήθελε να γυρίσει πίσω. Καταφέραμε στις ώρες που ήμαστε μαζί να συζητήσουμε γενικά για την πολιτική. Τα ενδιαφέροντά μας και ο προσανατολισμός μας βρίσκονταν σε απόλυτη αρμονία, το ίδιο και η σοσιαλιστική ιδεολογία μας. Ενθουσιάστηκε όταν του είπα ότι η πρώτη μου πολιτική εμπειρία ήταν όταν ήμουν 12 χρόνων και βοήθησα τον παππού μου κατά την εκστρατεία του με τους σοσιαλιστές για μια θέση στο νομοθετικό σώμα του Ιλινόι. Αυτό στερέωσε ακόμη περισσότερο τη σχέση μας».


– Τι σας έκανε να αποφασίσετε να έλθετε στην Ελλάδα για πρώτη φορά; Εσείς ήσασταν που πείσατε τον Ανδρέα να το κάνει;


«Ηταν λίγο καιρό αφότου είχαμε παντρευτεί. Ο Γιώργος ήταν εννέα μηνών όταν ο Ανδρέας αποφάσισε ότι ήθελε να με γνωρίσει στον πατέρα του και να μου δείξει τη χώρα του. Για μένα ήταν ένα από τα όνειρά μου να δω την Ελλάδα και τον παρότρυνα να κάνει τα απαραίτητα βήματα για να την επισκεφθούμε. Πήγαμε το μωρό μας και τη μητέρα του Ανδρέα, τη Σοφία, η οποία έμενε μαζί μας, στο σπίτι της μητέρας μου στο Ιλινόι, όπου θα φρόντιζαν τον Γιώργο για τις πέντε εβδομάδες που θα μέναμε στην Ελλάδα».


– Ποιες ήταν οι εντυπώσεις σας από την πρώτη διαμονή σας στην Ελλάδα;


«Εντυπωσιάστηκα πάρα πολύ από τον «Γέρο της Δημοκρατίας», τον πατέρα του Ανδρέα. Δεν μιλούσα ελληνικά, αλλά παρατηρώντας και βλέποντας πώς του φέρονταν οι άλλοι άνθρωποι κατάλαβα ότι ήταν μια εξέχουσα προσωπικότητα. Ταξιδέψαμε στην Αίγινα και στις Σπέτσες και, στην ηπειρωτική Ελλάδα, στην Πάτρα, στο Καλέντζι και στους Δελφούς. Στις Σπέτσες είχα μια εξωπραγματική εμπειρία, κάτι περίεργο για έναν Αμερικανό από τις μεσοδυτικές ΗΠΑ, έναν άνθρωπο με προσωπικότητα πρακτική και προσγειωμένη. Ημουνα ξαπλωμένη στην παραλία όταν απαλά και ήρεμα έγινα μέρος της φύσης, μέρος της θάλασσας, των βράχων, του ουρανού και μπορούσα να δω από κάποια απόσταση ψηλά το σώμα μου με τα μακριά πόδια του να είναι ξαπλωμένο στην άμμο. Εκείνη τη στιγμή ήμουνα βέβαιη ότι ήμουν κομμάτι της Ελλάδας στο παρελθόν, ότι αυτή η εμπειρία με συνέδεε με μια πρότερη ζωή. H Ελλάδα, με όλη τη δόξα της, ήταν κατά κάποιον τρόπο το «σπίτι» μου».


– Πώς σας συμπεριφέρονταν οι έλληνες πολιτικοί; Ησασταν το «αμερικανάκι»;


«Κατά την πρώτη επίσκεψη ήμουν απλώς η αμερικανίδα σύζυγος του Ανδρέα, μια ξένη, και όλοι ήταν πολύ ευγενικοί απέναντί μου. Θα σας πω μια ιστορία που άρεσε στον πεθερό μου να λέει συνεχώς. Ο Γεώργιος Παπανδρέου ήθελε να γνωρίσω την Πάτρα, όπου εξελέγη, και το σχολείο στο οποίο πήγε όσο ζούσε στο Καλέντζι. Ηθελε επίσης να μου δείξει το γραφείο του και να μου γνωρίσει τους «καπετάνιους» του, τους συνεργάτες του στην Αχαΐα. Αυτό ήταν κοντά στο τέλος των πέντε εβδομάδων της επίσκεψής μας. Εκείνη την εποχή μπορούσα να καταλάβω ότι αρκετοί άνθρωποι όταν με γνώριζαν με ρωτούσαν αν μιλώ ελληνικά. H απάντησή μου ήταν να κουνάω το κεφάλι μου ή να λέω «όχι» – μια λέξη που ήξερα. Νιώθοντας την ανάγκη να πω κάποιες νέες λέξεις, ρώτησα τον Ανδρέα αν υπήρχε και κάτι άλλο που θα μπορούσα να λέω όταν με ρωτούσαν αν μιλώ ελληνικά εκτός από ένα απλό «όχι». Μου πρότεινε τις λέξεις «πολύ λίγο»· μια υπερβολή καθώς δεν ήξερα σχεδόν καθόλου τη γλώσσα. Στο γραφείο του πεθερού μου στην Πάτρα μάς περίμεναν περίπου 20 συνεργάτες του – όλοι άνδρες φυσικά, δεδομένου ότι ήταν το 1953 και μολονότι οι γυναίκες είχαν συμμετάσχει στην αντίσταση κατά των Γερμανών στον B´ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν είχαν κάποιο πολιτικό ρόλο στη μεταπολεμική περίοδο.


Καθώς μπήκα στο γραφείο με τον Ανδρέα και τον πατέρα του και μας σύστησαν με τους συνεργάτες, άκουσα κάποιον να με ρωτάει και νόμισα ότι είπε: «Μιλάτε ελληνικά;». Αυτή ήταν η πολύτιμη ευκαιρία μου να κάνω επίδειξη των δύο νέων λέξεών μου. Απάντησα καθαρά και δυνατά: «Πολύ λίγο». Μια βαριά σιωπή έπεσε στο δωμάτιο. Ο πεθερός μου χαμογέλασε και μου χτύπησε την πλάτη. «Μαργαρίτα» μου είπε, «σε ρώτησαν αν σου αρέσει η Ελλάδα». Ετσι τα πρώτα λόγια μου στον πολιτικό κόσμο της Ελλάδας ήταν ένα λάθος, αλλά γέννησαν γέλιο και, αφού πιστεύω ότι το γέλιο είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής μας – όπως επίσης και της πολιτικής -, ίσως δεν έκανα τελικά μια τόσο άσχημη αρχή».


– Ποιες ήταν οι εντυπώσεις σας από τον νεαρό διάδοχο Κωνσταντίνο; Από τον Μητσοτάκη; Τον Καραμανλή;


«Την περίοδο 1959-60 ο Ανδρέας ήρθε στην Ελλάδα για έναν χρόνο με υποτροφία από το Ιδρυμα Φούλμπραϊτ κατά την άδεια που είχε από το Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ στην Καλιφόρνια. Αυτή τη φορά πήραμε μαζί μας όλη την οικογένεια – τέσσερα μικρά παιδιά και την κυρία Σοφία. Ζούσαμε σε ένα νοικιασμένο σπίτι στην Εκάλη, κοντά στη βίλα Γαλήνη, όπου έμενε ο πατέρας του Ανδρέα. H νέα μας επίσκεψη είχε και συνέχεια: φύγαμε το φθινόπωρο του 1960 και επιστρέψαμε στην Καλιφόρνια, αλλά γυρίσαμε τον Ιανουάριο του 1961 για να δημιουργήσουμε το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών.


Από τα τρία πρόσωπα που αναφέρατε, ήξερα τον Μητσοτάκη αρκετά καλά, επειδή είχαμε κοινωνικές επαφές μαζί του και με τη γυναίκα του. Μας είχαν πει ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου εκτιμούσε πάρα πολύ τον Μητσοτάκη, ο οποίος θεωρούνταν ο πιο πιθανός διάδοχος για την ηγεσία της Ενωσης Κέντρου μόλις ο γηραιός Παπανδρέου αποσυρόταν από την πολιτική ζωή. Μου φάνηκε δυναμικός και σθεναρός, αλλά δεν μιλούσαμε την ίδια γλώσσα και άρα δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε άμεσα. Είναι αδύνατο να έχεις μια πλήρη εικόνα του άλλου αν δεν καταλαβαίνεις τις λέξεις που βγαίνουν από το στόμα του.


Τους άλλους δύο τούς γνώρισα ελάχιστα κατά τα πρώτα μας χρόνια εδώ».


– Μπορείτε να μας πείτε την ιστορία για το τηλεφώνημα του Κωνσταντίνου στον Ανδρέα όταν δειπνούσατε στο σπίτι του Μητσοτάκη;


«Αυτό έγινε το 1961 πριν από τις βουλευτικές εκλογές. Μας είχαν καλέσει για δείπνο στο σπίτι του Μητσοτάκη. Το πρωί μάθαμε ότι η Μαρίκα είχε πόνους γέννας και υποθέσαμε ότι το δείπνο θα ακυρωνόταν. Ο Κώστας μάς είπε ότι ήθελε να συναντηθούμε για δείπνο και ότι η γέννηση ενός παιδιού δεν το επηρέαζε αυτό. Δεδομένης της σημασίας που πάντα έδινε ο Ανδρέας στη γέννηση των παιδιών μας, μένοντας πάντοτε δίπλα μου, αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Οταν δεν καταλάβαινα όμως τέτοια πράγματα, υπέθετα ότι ήταν θέματα κουλτούρας και παράδοσης και άρα δεν έδινα μεγάλη προσοχή. Οταν φτάσαμε στην οικία του Μητσοτάκη, ο ίδιος ήταν στο νοσοκομείο. Αν θυμάμαι καλά, ήμαστε πέντε ζευγάρια. Λίγο αργότερα έφτασε και ο Κώστας, ο οποίος φαινόταν λυπημένος. Περίμενα ότι θα έλαμπε από χαρά και περηφάνια. Οταν κάναμε χειραψία το χέρι του ήταν κρύο και ιδρωμένο και όταν του είπα «συγχαρητήρια» απλώς με κοίταξε και δεν είπε τίποτα. Σύντομα είχα την ευκαιρία να ρωτήσω τον Ανδρέα ψιθυριστά: «Συνέβη κάτι κακό;». «Οχι» μου απάντησε, «είναι κορίτσι». Ισως θα πρέπει να αναφέρω ότι ήταν το τρίτο κορίτσι του Κώστα.


Την ώρα που τελειώναμε το ποτό μας και ετοιμαζόμασταν να καθήσουμε στο τραπέζι, μια γραμματέας του Μητσοτάκη ήρθε, έσκυψε στο αφτί του Ανδρέα και του είπε: «Σας θέλουν στο τηλέφωνο». Σύντομα ο Ανδρέας επέστρεψε, ζήτησε συγγνώμη και είπε ότι κάτι είχε προκύψει και θα έπρεπε να φύγει για λίγο. Ηθελε εμείς να συνεχίσουμε το δείπνο μας και θα ερχόταν αργότερα. Πήγα μαζί του ως την πόρτα και μου είπε ιδιαιτέρως ότι του είχε τηλεφωνήσει ο διάδοχος και ότι ήθελε να τον δει. Ο Ανδρέας κατ’ ουσίαν ήταν ακόμη ένας αμερικανός καθηγητής που δημιουργούσε ένα κέντρο ερευνών και ήταν δύσκολο να σκεφτούμε ότι τον ήθελε για κάποιο πολιτικό θέμα. Από την άλλη, ήταν ο γιος μιας ενεργής πολιτικής φιγούρας και τελικά τον είχαν καλέσει με αυτή του την ιδιότητα.


H ιστορία, όπως μου την είπε ο Ανδρέας αργότερα, ήταν η εξής: Εφτασε στο παλάτι κατά τις 10.30 μ.μ. και τον συνόδευσαν σε έναν τεράστιο και κρύο προθάλαμο όπου περίμενε ο γραμματέας του βασιλιά. Λίγο αργότερα έκανε την εμφάνισή του ο διάδοχος, μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο με τη χάρη ενός αθλητή και μοιάζοντας πάρα πολύ με φοιτητή πανεπιστημίου σε αμερικανικό κολέγιο. Φορούσε ένα σκούρο μπλε κασμιρένιο γιλέκο κάτω από το σακάκι του. Τα ρούχα του, το στυλ του και ο τρόπος του ήταν ανεπίσημα και συνδυασμένα με μια αυτοπεποίθηση που άγγιζε την αλαζονεία.


H συζήτηση σύντομα έφθασε στο «ψητό»: το εκλογικό σύστημα. Ζήτησε τη γνώμη του Ανδρέα. Ο Ανδρέας τού είπε ότι ήταν λίγο καιρό στην Ελλάδα και αρκετά απασχολημένος με τη δημιουργία του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών για να σκεφθεί πάνω σε πολιτικά ζητήματα. H απάντηση του Κωνσταντίνου ήταν ότι, καθώς ο ίδιος ήταν ο γιος του βασιλιά και ο Ανδρέας ο γιος ενός ηγέτη κόμματος, θα μπορούσαν και οι δύο να συναντήσουν τον Γεώργιο Παπανδρέου και να συνομιλήσουν. Ηθελε η συνάντηση να οριστεί για εκείνο το βράδυ. Ο Ανδρέας συμφώνησε και έφυγαν μαζί για αυτή τη «μυστική» αποστολή, τρέχοντας με ένα καμπριολέ αυτοκίνητο στη λεωφ. Κηφισιάς (τότε λεγόταν Βασ. Φρειδερίκης). Σύντομα οι δυο τους βρίσκονταν μπροστά στο τζάκι στο γραφείο του προέδρου σε μια συζήτηση που δεν κατέληξε πουθενά. Ούτε αυτός ούτε ο Ανδρέας υποστήριζαν το εκλογικό σύστημα των «συγγενών κομμάτων», που ήταν σχέδιο του Καραμανλή, των Αμερικανών και του Παλατιού για να χωριστούν τα κόμματα σε «εθνικά» και «μη εθνικά». Οσοι συγκαταλέγονταν στην κατηγορία των «εθνικών» ήταν «αδελφές ψυχές» και θα είχαν συγκριτικό πλεονέκτημα στον καταμερισμό των θέσεων της Βουλής μετά τις εκλογές. Ο στόχος του ήταν απλώς να κρατήσει την Αριστερά μακριά από την εξουσία και τη Δεξιά στην ηγεσία. Κάτι τέτοιο θα σφράγιζε τη μοίρα της Ενωσης Κέντρου ως δεύτερου κόμματος, χωρίς καμία ελπίδα να κατακτήσει την εξουσία. H σθεναρή αντίσταση του Παπανδρέου βοήθησε να τεθεί τέλος σε αυτή την ιδέα».


– Φαίνεται ότι ο σταθμάρχης της CIA Λοκ Κάμπελ ζήτησε από τον Ανδρέα να μεσολαβήσει στον πατέρα του και να τον πείσει να δεχθεί έναν άλλο εκλογικό νόμο. Σας αναστάτωσε αυτό; Αν ναι, γιατί; Παραπονεθήκατε εσείς και ο Ανδρέας μέσω ακαδημαϊκών καναλιών στον Λευκό Οίκο του Κένεντι για τη συμπεριφορά του Κάμπελ;


«Λίγο μετά αυτή τη «μεσονύκτια διαδρομή του Πολ Ρεβερέ» (σ.σ.: γαλλοαμερικανός αγγελιοφόρος κατά τη διάρκεια του αμερικανικού πολέμου για την ανεξαρτησία), όπως μου αρέσει να την αποκαλώ, ο Ανδρέας δέχθηκε τηλεφώνημα από τον Λόκλαντ Κάμπελ, τον σταθμάρχη της CIA. Τον είχαμε γνωρίσει νωρίτερα κατά τη διάρκεια μιας κοινωνικής εκδήλωσης. Πρέπει να θυμάστε ότι εκείνη την εποχή ο Ανδρέας ακόμη θεωρούνταν ένας αμερικανός καθηγητής που κάνει επαγγελματική οικονομική ανάλυση και κάποιος που ενδεχομένως θα διέκειτο φιλικά προς τις αμερικανικές ιδέες. Ο Κάμπελ πρότεινε μια συνάντηση σε ένα ουδέτερο σπίτι στην Κηφισιά. H συνάντηση ήταν μικρής διάρκειας και σίγουρα όχι ευχάριστη. Του ζήτησε να κανονίσει μια συνάντηση με τον πατέρα του, όπως έγινε και με την περίπτωση του βασιλιά. Οταν ο Ανδρέας ρώτησε τον Κάμπελ ποιο θα ήταν το αντικείμενο της συνάντησης, ο Κάμπελ έθεσε το θέμα του εκλογικού συστήματος των συγγενών κομμάτων. Ο Ανδρέας τού είπε απλώς ότι ο πατέρας του εναντιωνόταν στο εν λόγω σύστημα, και για πολύ καλούς λόγους. Ηταν ένας αντιδημοκρατικός νόμος. Καθώς μιλούσε, το πρόσωπο του Κάμπελ άρχισε να κοκκινίζει. Ξαφνικά φώναξε: «Πες στον πατέρα σου ότι αυτό που θέλουμε το παίρνουμε!». Ο Ανδρέας απάντησε: «Ετσι να του το πω; Εντάξει, θα του το πω». Και σηκώθηκε κι έφυγε.


Ρωτάτε αν υπήρξαν παράπονα. Ο Ανδρέας είχε πολύ καλές σχέσεις με την κυβέρνηση Κένεντι. Ηταν μία από τις καλύτερες Δημοκρατικές κυβερνήσεις μετά τον Θίοντορ Ρούζβελτ και ο Ανδρέας ένιωθε ότι ήταν κοινό συμφέρον της Ελλάδας και των Ηνωμένων Πολιτειών η νέα κυβέρνηση να επανεξετάσει τον ρόλο της CIA στις χώρες του εξωτερικού. Είμαι σίγουρη ότι έκανε αυτή την απαράδεκτη συμπεριφορά του Κάμπελ γνωστή στον Λευκό Οίκο».