H υπόθεση της ονομασίας της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας φαίνεται ότι όχι μόνο δεν «ξεχάστηκε» – όπως είχε προβλέψει, τον Απρίλιο του 1993, ο σημερινός επίτιμος πρόεδρος της ΝΔ κ. K. Μητσοτάκης – αλλά εξακολουθεί να προβληματίζει, να συσπειρώνει ή και να εξοργίζει την κοινή γνώμη, όταν έρχεται στο προσκήνιο με αφορμή την πρόσφατη, αψυχολόγητη και καταφανώς προκλητική έναντι της χώρας μας κίνηση των Αμερικανών: την αναγνώριση της FYROM με την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και – το χειρότερο – την ενημέρωση των ελληνικών αρχών… κατόπιν εορτής και πάντως αφού είχε προηγηθεί η ενημέρωση της κυβέρνησης των Σκοπίων! H άκρη του νήματος της υπόθεσης αυτής – η οποία «ταλάνισε» την Ελλάδα επί σειρά ετών, με δυσβάστακτο διπλωματικό (και όχι μόνο) κόστος – βρίσκεται πίσω, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, και συνδέεται βεβαίως με τις κοσμογονικές αλλαγές που συντελέστηκαν τότε, με την κατάρρευση του λεγόμενου ανατολικού μπλοκ.


H τότε ομόσπονδη Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία, της οποίας ηγείτο ο… φίλος της Ελλάδας κ. Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, ήταν από τις τελευταίες χώρες που εισήλθαν σε τροχιά διάλυσης.


Τον Δεκέμβριο του 1991, επί γερμανικής προεδρίας, η διάλυση αυτή «επισημοποιείται» με την αναγνώριση της διάλυσης της Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας από το Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών της τότε ΕΟΚ, με τη σύμφωνη γνώμη του έλληνα υπουργού Εξωτερικών της εποχής εκείνης κ. A. Σαμαρά.


Σε εκείνο το Συμβούλιο – του οποίου προήδρευε ο κ. Χανς Ντίτριχ Γκένσερ -, οι «12» υιοθέτησαν κείμενο στο οποίο αναφέρονταν οι όροι και οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση των κρατών που προήλθαν από τη διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας: να μην έχουν εδαφικές διεκδικήσεις κατά κρατών-μελών της ΕΟΚ, να μην προβαίνουν σε εχθρική προπαγάνδα εναντίον τους και να μη χρησιμοποιούν ονομασία η οποία συνεπάγεται εδαφικές διεκδικήσεις.


Τις περαιτέρω λεπτομέρειες για τις πολιτικές και νομικές πτυχές της αναγνώρισης των νέων χωρών – και βεβαίως για τη διευθέτηση των μεταξύ τους διαφορών και εν γένει σχέσεων – ανέλαβε να μελετήσει μια «Επιτροπή Διαιτησίας», υπό την προεδρία του Ρομπέρ Μπατεντέρ, προέδρου τότε του Συνταγματικού Συμβουλίου της Γαλλίας και στενού συνεργάτη του Φρανσουά Μιτεράν.


Το 1992 αποτελεί χρονιά-ορόσημο για την εξέλιξη του λεγόμενου Σκοπιανού. Σε όλη τη χώρα – αλλά και στο εξωτερικό – πραγματοποιούνται μαζικά συλλαλητήρια για την «ελληνικότητα» του ονόματος της Μακεδονίας. Τον Φεβρουάριο συγκαλείται το πρώτο συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών – χωρίς ωστόσο να καταλήξει σε αποφάσεις -, ενώ λίγο αργότερα ο τότε πρόεδρος του νεοσύστατου κράτους κ. Κίρο Γκλιγκόροφ κλιμακώνει με τη σειρά του την ένταση, προχωρώντας στην κατάρτιση Συντάγματος με αλυτρωτικές αναφορές. H Επιτροπή Μπατεντέρ υποβάλλει την έκθεσή της – στην οποία αναφέρεται ότι όλα τα κράτη της πρώην Γιουγκοσλαβίας πληρούν τους όρους για την αναγνώριση της ανεξαρτησίας τους – προκαλώντας στην Ελλάδα αντιδράσεις, επηρεάζοντας ακόμη και το παραδοσιακά άριστο κλίμα των ελληνογαλλικών σχέσεων.


H Πορτογαλία, η χώρα που ασκεί την προεδρία της ΕΟΚ το πρώτο εξάμηνο του 1992, αναλαμβάνει πρωτοβουλία για την εξομάλυνση της κατάστασης, η οποία καταλήγει στο γνωστό «πακέτο Πινέιρο», το οποίο τελικώς απορρίπτεται από την Ελλάδα. H υπόθεση αυτή έφερε ωστόσο στο προσκήνιο την κρίση που σοβούσε στις σχέσεις Μητσοτάκη – Σαμαρά, η οποία είναι απολύτως εμφανής στη δεύτερη συνεδρίαση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών, τον Απρίλιο του 1992, όπου και αποφασίστηκε ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να αναγνωρίσει κράτος στην ονομασία του οποίου θα υπάρχει ο όρος ή παράγωγο του όρου «Μακεδονία». Αμέσως μετά, ο κ. Αντ. Σαμαράς αποπέμπεται και ο τότε πρωθυπουργός κ. K. Μητσοτάκης αναλαμβάνει και τα καθήκοντα του υπουργού Εξωτερικών.


Στο εξωτερικό – και κυρίως μεταξύ των ευρωπαίων εταίρων -, το κλίμα αρχίζει εμφανώς να αλλάζει, πράγμα που αντικατοπτρίζεται και στην απόφαση του Συμβουλίου Κορυφής της Λισαβόνας, τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς. Εκεί οι «12» αποφασίζουν να επαναβεβαιώσουν τους όρους του Δεκεμβρίου του 1991 και να ζητήσουν, στο θέμα της ονομασίας, την ανεύρεση μιας κοινά αποδεκτής λύσης, χωρίς τη χρήση του όρου «Μακεδονία», προσφέροντας μεγάλη «ανάσα» και ικανοποίηση στην ελληνική πλευρά.


Λίγο αργότερα, όμως, στις 4 Αυγούστου 1992, η Αθήνα δέχεται ισχυρό διπλωματικό ράπισμα με την απόφαση της Ρωσίας να αναγνωρίσει το Σκόπια ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας».


Στα τέλη της χρονιάς, αρχίζει σταδιακά να δραστηριοποιείται και ο ΟΗΕ στην προσπάθεια επίλυσης του θέματος της ονομασίας των Σκοπίων. Οι δύο μεσολαβητές του τότε ΓΓ του ΟΗΕ, για τα θέματα της πρώην Γιουγκοσλαβίας, λόρδος Οουεν και Σάιρους Βανς, υποβάλλουν τον Απρίλιο του 1993 την έκθεσή τους, προτείνοντας την αναγνώριση του νέου κράτους με την ονομασία «Nova Makedonja», η οποία ωστόσο απορρίπτεται και πάλι από την ελληνική πλευρά.


Την ίδια περίοδο, χάρη και στην παρέμβαση ενός Ελληνα, του κ. Σωτ. Μουσούρη, που υπηρετούσε σε θέση-κλειδί στη Γενική Γραμματεία του ΟΗΕ, αποτρέπεται η «διολίσθηση» του Οργανισμού στην αποδοχή της συνταγματικής ονομασίας των Σκοπίων και υιοθετείται ο όρος «πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» (FYROM) με τον οποίον γίνεται δεκτό το νεοσύστατο κράτος στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ.


Στις αρχές του 1994 – και ενώ έχει ήδη επαναβεβαιώσει την προσήλωσή του στην απόφαση του Απριλίου 1992 του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών -, ο A. Παπανδρέου, θέλοντας «να απαντήσει στη συνεχιζόμενη αδιαλλαξία των Σκοπίων για το θέμα της ονομασίας», αποφασίζει την επιβολή εμπορικού εμπάργκο στη γειτονική χώρα. Τον Μάρτιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παραπέμπει τη χώρα μας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο ωστόσο δικαιώνει μερικώς την Ελλάδα, καθώς δεν αναγνωρίζει ότι το εμπάργκο συνιστά παραβίαση των Συνθηκών. Την επόμενη χρονιά, έπειτα από έντονο διπλωματικό παρασκήνιο με τις ΗΠΑ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, το εμπάργκο αίρεται και οι δύο χώρες υπογράφουν τη λεγόμενη «Ενδιάμεση Συμφωνία» (Interim Agreement) με την οποία αποκαθίστανται οι μεταξύ τους σχέσεις.


Το 1997, η κρίση στο Κοσσυφοπέδιο «παγώνει» τον διάλογο για την ονομασία, ο οποίος, έτσι κι αλλιώς, δεν κατέληξε σε αποτέλεσμα, ενώ οι οικονομικές και πολιτικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών συνεχίζουν να αναπτύσσονται, με την Ελλάδα να προωθεί, στο πλαίσιο της βαλκανικής πολιτικής της, τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό (και) των Σκοπίων. Το 2001, η πΓΔΜ υπογράφει με την EE τη Συμφωνία Σύνδεσης και Σταθεροποίησης ενώ, παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες οι διαπραγματεύσεις για την ονομασία ατονούν πλήρως.


Δημοψήφισμα-σταθμός για το μέλλον της χώρας


Το δημοψήφισμα που πραγματοποιείται σήμερα στην πΓΔΜ είναι πολύ κρίσιμο για το μέλλον της χώρας, διότι, όποια κι αν είναι η έκβασή του, μπορεί να οδηγήσει σε συγκρούσεις και διάσπαση. Διοργανώνεται κατόπιν απαιτήσεως της εθνικιστικής αντιπολίτευσης και αποσκοπεί στο να μπλοκάρει την εφαρμογή ενός νόμου που επανασχεδιάζει τον διοικητικό χάρτη της χώρας, μειώνοντας τους δήμους από 123 που είναι σήμερα σε 84. H κυβέρνηση των Σκοπίων, τα αλβανικά κόμματα και η διεθνής κοινότητα καλούν τους Σκοπιανούς να μποϊκοτάρουν το δημοψήφισμα, διότι αν η συμμετοχή είναι μικρότερη του 50% θεωρείται αυτομάτως άκυρο – συνεπώς θα ισχύσει ο νέος νόμος ο οποίος δίνει περισσότερα δικαιώματα στους Αλβανούς που αποτελούν το ένα τέταρτο του πληθυσμού της πΓΔΜ.


Ο νόμος αυτός είναι το τελευταίο στοιχείο που απομένει να εφαρμοστεί από τη Συμφωνία της Αχρίδας, η οποία υπογράφηκε το 2001 για να τερματιστούν έξι μήνες βίαιων συγκρούσεων μεταξύ Σλαβομακεδόνων και Αλβανών. Δίνει στους Αλβανούς τον έλεγχο της παιδείας, της υγείας και της τοπικής οικονομίας σε 16 δήμους, ενώ στους υπόλοιπους, αν οι Αλβανοί φθάνουν το 20% (όπως στα Σκόπια), η γλώσσα τους θα ανακηρυχθεί επίσημη δίπλα στα σλαβομακεδονικά.


Οι πολέμιοι του νόμου, οι οποίοι θα ψηφίσουν υπέρ του να μπλοκαριστεί στο σημερινό δημοψήφισμα, πιστεύουν ότι η εφαρμογή του αποτελεί το πρώτο βήμα προς τη διάσπαση της χώρας σε αλβανικό και σλαβομακεδονικό τομέα. Αλλά ακόμη και αν ο νόμος περάσει (είτε επειδή αυτό θα προκύψει από το δημοψήφισμα είτε επειδή η προσέλευση στις κάλπες θα είναι μικρότερη του 50%), αναμένονται ταραχές, λόγω του ότι η αντιπολίτευση προειδοποιεί πως θα κατεβεί στους δρόμους.