«Είμαστε όλοι Αμερικανοί» έγραφε στις 12 Σεπτεμβρίου 2001 στη «Le Monde» o Κολομπανί. Ενα χρόνο μετά πρόσθεσε και ένα ερωτηματικό αναγνωρίζοντας ότι οι εν βρασμώ ψυχής αφορισμοί είναι προβληματικοί. Το πόσο εύκολοι, ισχυροί αλλά ταυτοχρόνως πλάνοι είναι αυτοί οι αφορισμοί αποδεικνύεται από όλη τη μεταπολεμική ιστορία. Με την εκτέλεση των Ρόζενμπεργκ και του Μπελογιάννη, τον μακαρθισμό, τις μπανανίες της Λατινικής Αμερικής, τον Φράνκο, τον Σαλαζάρ και τη χούντα των συνταγματαρχών στη Λατινική Ευρώπη, την ανατροπή του Αλιέντε και τον πόλεμο στο Βιετνάμ γίναμε όλοι αντιαμερικανοί. Ταυτοχρόνως το μεγαλύτερο μέρος της μαχόμενης Αριστεράς θεωρούσε ότι τον αγώνα τον καλό τον διεξήγε το αντίβαρο, η Σοβιετική Ενωση. Σήμερα ξέρουμε ότι, χωρίς να αλλάξει ένα γιώτα στην αξιολόγηση των παραπάνω γεγονότων, μια σφαιρική θεώρηση των εξελίξεων αποδεικνύει ότι οι ελευθερίες δεν έπαψαν να διευρύνονται στη Δύση – που εκούσα άκουσα είχε επικεφαλής τις ΗΠΑ – και να συρρικνώνονται στη Ανατολή. Οτι στο Τείχος είχε δίκιο ο Κένεντι με το «είμαι ένας Βερολινέζος», ότι στον πόλεμο της Κορέας τον ασκό του Αιόλου άνοιξε η πυρηνοκίνητη πλην λιμοκτονούσα σήμερα Βόρεια Κορέα. Με την Ουγγαρία και πιο καθαρά με την Τσεχοσλοβακία η αμφισβήτηση κορυφώθηκε και στο εσωτερικό της Αριστεράς σπάζοντας τη μονολιθικότητα.


Μετά το 1989 η μοναδική πλέον υπερδύναμη είχε μπροστά της δύο δρόμους. Επρεπε ή να επανασυνδεθεί με τις αξίες που ενσάρκωσε η φιλελεύθερη-αριστερή Αμερική του Ρούζβελτ, του New Deal και του αντιφασισμού ή να βλέπει υπεροπτικά τον κόσμο από τη γέφυρα των 13 πυρηνοκίνητων αεροπλανοφόρων εφαρμόζοντας παράλληλα στο εσωτερικό της ένα υπερσυντηρητικό πρόγραμμα με άξονα την απορρύθμιση, την εξάλειψη του κράτους και την ποινή του θανάτου. Η οκταετία Κλίντον ήταν μια πάλη ανάμεσα στις δύο γραμμές, μια ευκαιρία που χάθηκε χωρίς να αποσαφηνιστεί το τοπίο.


Με την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και την απειλή για τη δημοκρατία, την πολυπολιτισμικότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα που σήμανε η βαρβαρότητα της τρομοκρατίας, το δίλημμα επανήλθε στην Αμερική με νέα ένταση. Το αίτημα για διεθνή συνεργασία, όχι μόνο για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας αλλά και για την αντιμετώπιση της πείνας, της φτώχειας, την εξάλειψη των εστιών έντασης, την αναβάθμιση των διεθνών οργανισμών, μπήκε στην ημερήσια διάταξη.


Η Αμερική του Μπους όμως βυθίζεται όλο και περισσότερο στη μοναξιά της ισχύος της, χωρίς να φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι προσελκύει ένα μίσος που όχι μόνο δεν μετριάζεται αλλά ανατροφοδοτείται από τη βία και την υπεροψία της. Δεν υπογράφει τη Σύμβαση του Κιότο για το περιβάλλον, προσπαθεί να εξαιρεθεί από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, αρνείται μαζί με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, την Κούβα και το Βιετνάμ να επικυρώσει το πρωτόκολλο κατά των βασανιστηρίων. Στο εσωτερικό μέτωπο η κυβέρνηση Μπους υπονομεύει την αμερικανική φιλελεύθερη παράδοση καταπατώντας στοιχειώδη δικαιώματα των κρατουμένων, περιορίζει την ελευθερία του Τύπου, ενθαρρύνει την οπλοχρησία, ενισχύει τη θρησκοληψία.


Τέλος, στο Ιράκ προαναγγέλλει προληπτικό πόλεμο με το έτσι θέλω και είναι έτοιμη να παρακάμψει το Συμβούλιο Ασφαλείας, τη μοναδική πηγή νομιμότητας για τέτοιας σημασίας ενέργειες. Περιφρονεί την αντίδραση των ευρωπαίων συμμάχων της, ερωτοτροπεί στην πράξη με τη «σύγκρουση των πολιτισμών». Η κυβέρνηση Μπους μάς σπρώχνει να ξαναγίνουμε αντιαμερικανοί παλαιάς κοπής. Την ίδια ώρα ευτυχώς η Αμερική δείχνει το άλλο της πρόσωπο, αποδεικνύει ότι οι δημοκρατικές κατακτήσεις μπορούν να υπερβούν την έπαρση της υπερδύναμης. Το αντιπολεμικό κίνημα αναπτύσσεται, ένα τμήμα του Δημοκρατικού Κόμματος και των συνδικάτων αφυπνίζεται, ο Ρεπουμπλικανός κυβερνήτης του Ιλινόι στρέφεται εμπράκτως κατά της θανατικής ποινής.


Εχοντας επίγνωση ότι ο τυφλός αντιαμερικανισμός δεν είναι καλός οδηγός, έχουμε υποχρέωση να αντιταχθούμε χωρίς περιστροφές στην πολιτική της κυβέρνησης Μπους για το Ιράκ. Η Ευρωπαϊκή Ενωση και οι κυβερνήσεις των χωρών της Ευρώπης με σταθερότητα στα θεσμικά όργανα, οι πολίτες με αγωνιστικότητα στους δρόμους. Αυτή θα είναι μια προσφορά μας στην Αμερική των δημοκρατικών παραδόσεων που δύο φορές τον προηγούμενο αιώνα την καλέσαμε στην ήπειρό μας για να αντιμετωπίσουμε από κοινού τη βαρβαρότητα.


Ο κ. Νίκος Μπίστης είναι επικεφαλής της Ανανεωτικής Εκσυγχρονιστικής Κίνησης της Αριστεράς.