«Καλή η υπόθεση της τρομοκρατίας αλλά δεν αρκεί». Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει πλέον το κυβερνητικό επιτελείο μετά και τα πρώτα στοιχεία από έρευνες της κοινής γνώμης που περιέρχονται στα χέρια του.


Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις κορυφαίων κυβερνητικών και κομματικών στελεχών, η εξάρθρωση της 17Ν έχει βελτιώσει σημαντικά την εικόνα της κυβέρνησης, έχει αποφορτίσει το αντικυβερνητικό κλίμα αλλά αυτό δεν μεταφράζεται (προς το παρόν) σε σοβαρή μεταβολή των πολιτικών συσχετισμών.


Είναι αλήθεια ότι ο πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης ήταν εξαρχής εξαιρετικά επιφυλακτικός ως προς τις πολιτικές επιπτώσεις που θα είχε η υπόθεση της τρομοκρατίας. Αναγνώριζε ότι οι επιτυχίες των διωκτικών αρχών επιδρούν θετικά στο καθημερινό κλίμα αλλά δεν μίλησε σε καμία περίπτωση για «ανατροπή του πολιτικού σκηνικού».


Με αυτή τη λογική, ο κ. Σημίτης επέμενε, κυρίως, στην «παιδαγωγική διάσταση» που είχε η υπόθεση της τρομοκρατίας, δηλαδή στην εμπέδωση μιας γενικότερης εντύπωσης ότι «η κυβέρνηση δουλεύει σοβαρά, μεθοδικά και έχει αποτελέσματα».


Ακόμη και αυτή όμως η εντύπωση δεν μπορεί να συντηρηθεί μόνο από την τρομοκρατία. «Χρειαζόμαστε ανάλογες επιτυχίες και σε άλλους τομείς, διαφορετικά η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας θα περάσει στην κοινή γνώμη σαν μια ευτυχής εξαίρεση» φέρεται να παραδέχεται ο Πρωθυπουργός σε συνομιλητές του.


Προς το παρόν αυτές οι «ανάλογες επιτυχίες» μάλλον καθυστερούν. Και άλλωστε τα περιθώρια δεν είναι μεγάλα. Πολλά κυβερνητικά στελέχη παραδέχονται ότι «η οικονομία βαδίζει σε τεντωμένο σκοινί» και ότι «αν μας ξεφύγει η οικονομία, δεν σωζόμαστε ακόμη κι αν πιάσει ο Χρυσοχοΐδης τον Μπιν Λάντεν».


Την εκτίμηση αυτή φαίνεται ότι τη συμμερίζεται απολύτως και ο ίδιος ο κ. Σημίτης. Είναι χαρακτηριστικό ότι το σύνολο σχεδόν των επισημάνσεων του Πρωθυπουργού προς τους υπουργούς στην τελευταία συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου αφορούσε την ανάγκη οικονομικής σταθερότητας και αυτοσυγκράτησης.


Ακόμη και οι οδηγίες του για συμπαγές και ενιαίο κυβερνητικό μέτωπο απέναντι στις διάφορες κλαδικές διεκδικήσεις απορρέουν από την εκτίμηση ότι «η κυβέρνηση δεν έχει κανένα περιθώριο να παίξει την κολοκυθιά των παροχών».


Είναι άλλωστε κοινό μυστικό στην κυβέρνηση ότι «το κοινωνικό πακέτο της ΔΕΘ» (το οποίο θα εξαγγελθεί από τον Πρωθυπουργό πριν από τη ΔΕΘ) θα είναι λιγότερο γενναιόδωρο από αυτό που είχε αρχικά προβλεφθεί. Και ότι η γραμμή του κ. Ν. Χριστοδουλάκη θα είναι ιδιαίτερα σφιχτή και αυτόν τον χειμώνα.


Ολα αυτά (και οι διεκδικήσεις αλλά και οι κυβερνητικές εξαγγελίες) αποκτούν ιδιαίτερη σημασία επειδή ζούμε ουσιαστικά σε προεκλογική περίοδο. Και επειδή η κυβερνητική παράταξη (όσο κι αν δεν το παραδεχόταν) αντιμετώπιζε μέχρι προσφάτως το φάσμα μιας πολιτικής αποσταθεροποίησης από το εκλογικό αποτέλεσμα των δημοτικών εκλογών της 13ης και της 20ής Οκτωβρίου.


Σήμερα δεν υπάρχει αμφιβολία ότι «ο φόβος της πανωλεθρίας» στις δημοτικές εκλογές και η συνακόλουθη ηττοπάθεια δείχνουν να έχουν εγκαταλείψει την κυβερνητική παράταξη.


Οι ψυχραιμότεροι και εμπειρότεροι στα εκλογικά πράγματα θεωρούν πλέον ότι «οι υποψήφιοι της αντιπολίτευσης εξακολουθούν γενικά να έχουν ένα προβάδισμα» αλλά ότι «το παιχνίδι θα κριθεί οριακά». «Ολες οι εκλογές θα παιχτούν σε μια-δυο μονάδες» εκτιμά ο Γραμματέας της ΚΕ κ. Κ. Λαλιώτης και γι’ αυτό κι επιχειρεί από τώρα να ξεδιπλώσει «μια στρατηγική δεύτερου γύρου».


Από την άλλη πλευρά, το βέβαιο είναι ότι οι υπουργοί και υφυπουργοί επέστρεψαν μάλλον νωχελικοί από τις διακοπές, αφού δείχνουν να απουσιάζουν παντελώς από τον εκλογικό στίβο, ακόμη και των ιδιαίτερων εκλογικών περιφερειών τους.


Χαρακτηριστικό είναι ότι «στην πόλη των υπουργών», τη Θεσσαλονίκη, ο κ. Σπ. Βούγιας έχει αφεθεί σχεδόν μόνος του και οι υπουργοί της πόλης είτε απλώς παρακολουθούν είτε του τραβούν και το χαλί κάτω από τα πόδια. Στην Αθήνα, ο τοπικός βουλευτής και αρμόδιος υπουργός κ. Κ. Σκανδαλίδης εμφανίστηκε στις τηλεοράσεις να δέχεται στο υπουργείο του την κυρία Ντόρα Μπακογιάννη περίπου σε εγκάρδια ατμόσφαιρα.


Παρά ταύτα, η Χαριλάου Τρικούπη έχει αρχίσει να τρίβει τα χέρια της θεωρώντας ότι το περίφημο «αριστερό άνοιγμα» του κ. Κ. Καραμανλή με αφορμή τις δημοτικές εκλογές «εξελίσσεται σε φιάσκο». Αν επιβεβαιωθεί αυτή η εκτίμηση και στις κάλπες, τότε τα κέρδη της κυβερνητικής παράταξης από τις δημοτικές εκλογές δεν θα μετρηθούν μόνο σε δημάρχους και νομάρχες.


«Η υπόθεση της τρομοκρατίας ενεργοποιεί παραταξιακά ανακλαστικά στην Αριστερά» υποστηρίζουν στο ΠαΣοΚ ενώ ο κ. Λαλιώτης (ο οποίος αυτές τις μέρες περιοδεύει σε νομούς όπου οι υποψήφιοι είναι κοινοί με τον Συνασπισμό) υποσχέθηκε ότι δεν πρόκειται να ασχοληθεί ξανά με τον κ. Ι. Τζαννετάκο εκτιμώντας ότι «αυτόν θα τον περιλάβουν οι δικοί του».


Στη Χαριλάου Τρικούπη δεν κρύβουν άλλωστε πως, για τη μάχη των εκλογικών εντυπώσεων, ποντάρουν πολύ σε μια επικράτηση της κυρίας Φώφης Γεννηματά στην υπερνομαρχία Αθηνών-Πειραιώς.


Η (έστω συγκρατημένη) αισιοδοξία τους αντισταθμίζεται από την εκτίμηση ότι οι υποψήφιοι του ΠαΣοΚ στους τρεις μεγάλους δήμους «πάνε ο ένας χειρότερα από τον άλλο» και ότι η Νομαρχία Θεσσαλονίκης είναι χαμένη «ίσως και από τον πρώτο γύρο».


Ούτως ή άλλως πάντως και χάρη στην εξάρθρωση της «17 Νοέμβρη» στο ΠαΣοΚ ομολογούν ότι προετοιμάζονται για τις δημοτικές εκλογές σε συνθήκες τις οποίες πριν από το καλοκαίρι θεωρούσαν περίπου ανέλπιστες.


«Από εκεί που μετρούσαμε να δούμε αν θα βγάλουμε διψήφιο αριθμό νομαρχιών, τώρα κουβεντιάζουμε μήπως κερδίσουμε την Αθήνα και τον Πειραιά» έλεγε στέλεχος του ΠαΣοΚ που δραστηριοποιείται στον χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης.


«Πέσαμε από την Ακρόπολη και σίγουρα δεν σκοτωθήκαμε» προσθέτει ένας υπουργός που εκλέγεται στο Λεκανοπέδιο. «Τώρα θα δούμε αν θα σταθούμε όρθιοι και μήπως βρούμε και κανένα πορτοφόλι».