Στο προηγούμενο άρθρο μου («Βήμα της Κυριακής», 28.10.2001) υποστήριξα πως η διαμάχη Λαλιώτη / Μητσοτάκη φέρνει ξανά στην επικαιρότητα δύο δομικές αδυναμίες της κοινωνίας μας, αδυναμίες μας που υποσκάπτουν και τη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος και το κύρος των πολιτικών. Οι δύο αυτές αδυναμίες έχουν να κάνουν με τον τρόπο χρηματοδότησης των κομμάτων και τον τρόπο ελέγχου των μεγάλων έργων. Την περασμένη εβδομάδα ασχολήθηκα με το πρώτο πρόβλημα και σήμερα θα ασχοληθώ με το δεύτερο.


Με πρόσκληση της κυβέρνησης, η έγκυρη και παγκοσμίου φήμης εταιρεία ορκωτών λογιστών Ernst Young έκανε σχετική έρευνα και συμπέρανε πως η σύμβαση που έγινε για το αεροδρόμιο των Σπάτων επί κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν υπερτιμημένη κατά εκατό εκατομμύρια δολάρια. Δεν θα ασχοληθώ με τους λόγους που ώθησαν την κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες της Ernst Young, ούτε με το ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο σε αυτή τη διαμάχη. Αλλά θέλω να θέσω τα εξής ερωτήματα: Γιατί τέτοιου είδους έρευνες γίνονται μόνο σπάνια και επιλεκτικά; Γιατί να μη γίνονται κατά συστηματικό τρόπο για την αρχική εκτίμηση, τη συνεχή επιτήρηση και τελική αξιολόγηση όλων των σημαντικών έργων που το Δημόσιο αναθέτει σε ιδιωτικές εταιρείες; Δεδομένου ότι μέσω των υπογείων αλλά και πασίγνωστων κυκλωμάτων, η πιθανότητα υπερτιμολόγησης και γενικής κατασπατάλησης του δημοσίου χρήματος είναι υψηλή, γιατί δεν χρησιμοποιούμε πιο συστηματικά / εντατικά ­ τουλάχιστον για τα μεγάλα έργα, όπως αυτά των Ολυμπιακών Αγώνων ­ τις υπηρεσίες διεθνών επιχειρήσεων λογιστικού ελέγχου; Γιατί επαναπαυόμαστε μόνο σε εσωτερικούς / κρατικούς μηχανισμούς ελέγχου που εκ των πραγμάτων είναι διαβλητοί;


Οπως υποστήριξα σε παλαιότερο άρθρο μου («Βήμα της Κυριακής», 22.11.1998) είναι γεγονός πως ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην οικονομική ανάπτυξη και στον δημοκρατικό εκσυγχρονισμό της Ελλάδας είναι τα περίφημα «διαπλεκόμενα» συμφέροντα: οι πολύπλοκες, υπόγειες, ημιπαράνομες διασυνδέσεις κομματικοκρατικών λειτουργών με μεγάλα (ή και μικρά) οικονομικά συμφέροντα. Αυτές οι διασυνδέσεις έχουν ως αποτέλεσμα, στον χώρο όπου το κράτος συναλλάσσεται με ιδιωτικές επιχειρήσεις, την αδιαφάνεια, τη δημιουργία μονοπωλιακών καταστάσεων και τον παράνομο πλουτισμό αυτών που ανήκουν στα κατάλληλα κυκλώματα. Από αυτή τη σκοπιά, οι περίφημες «μίζες» από τη μια μεριά και τα αστρονομικά κέρδη εις βάρος του Δημοσίου από την άλλη είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Είναι το αποτέλεσμα ενός συστήματος που συνδυάζει τη λογική του ληστρικού καπιταλισμού με αυτήν του ανεξέλεγκτου / σουλτανικού κρατισμού εις βάρος του άμοιρου έλληνα φορολογούμενου.


Διερωτώμαι: Μπορεί να αλλάξει ή τουλάχιστον να αμβλυνθεί αυτό το αδιαφανές σύστημα; Η απαισιόδοξη απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι πως το κλεπτοκρατικό αυτό σύστημα δεν αλλάζει με τίποτε. Και αυτό γιατί η εκάστοτε κυβέρνηση είναι δέσμια ισχυρών ιδιωτικών συμφερόντων από τη μια μεριά και παρασιτικά επωφελούμενων κομματικοκρατικών συμφερόντων από την άλλη. Οσο για τη λύση τής εκ των κάτω κινητοποίησης πολιτών, αυτό είναι δύσκολο ­ αν όχι αδύνατον ­ σε μια χώρα όπου η καχεκτικότητα της κοινωνίας των πολιτών σημαίνει ότι τα τελικά θύματα της άγριας αυτής εκμετάλλευσης (δηλαδή οι εκτός «δικτύων» φορολογούμενοι Ελληνες) έχουν ελάχιστες πιθανότητες συλλογικής οργάνωσης και άμυνας.


Αφού όμως το σύστημα δεν φαίνεται να μπορεί να αλλάξει ούτε από «μέσα» ούτε από «κάτω», μήπως μια μερική τουλάχιστον λύση μπορεί να έρθει από τα «έξω»; Νομίζω πως μια στρατηγική ελέγχου που θα χρησιμοποιούσε συστηματικά τις ειδικευμένες υπηρεσίες πολυεθνικών εταιρειών μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα. Νομίζω επίσης πως η κυβέρνηση Σημίτη πρέπει εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων να ασχοληθεί σοβαρά με αυτό το πρόβλημα.


Βέβαια με μια τέτοια καινοτόμο πολιτική, η κυβέρνηση θα έχει να αντιμετωπίσει τις αντιδράσεις όλων αυτών που θα χάσουν τις μίζες και τα παράνομα κέρδη. Θα έχει επίσης να αντιμετωπίσει τις διαμαρτυρίες των «υπερπατριωτών» που θα καταδικάσουν την παρέμβαση των «ξένων» στα εσωτερικά μας θέματα. Για τους τελευταίους η χρήση ξένων μηχανισμών ελέγχου σημαίνει πως παραδεχόμαστε την ανικανότητά μας να νοικοκυρέψουμε το ίδιο μας το σπίτι. Αυτό, κατ’ αυτούς, είναι και εξευτελιστικό και αντιπατριωτικό.


Εχουν δίκιο; Νομίζω πως όχι. Αν πατριωτικό είναι καθετί που τονώνει τον εθνοκεντρικό ναρκισσισμό μας, τότε η ιδέα ελέγχων από πολυεθνικές εταιρείες είναι σίγουρα βαθιά αντεθνική. Αν από την άλλη μεριά θεωρήσουμε πατριωτική κάθε προσπάθεια που οδηγεί στην προκοπή αυτού του τόπου, τότε η συστηματική και ευρεία χρήση των ξένων ανεξάρτητων από την κρατική γραφειοκρατία των ελεγκτών των δημοσίων έργων είναι ίσως το πιο σημαντικό μέτρο που η κυβέρνηση μπορεί να πάρει σε αυτή την κρίσιμη καμπή της ιστορίας μας. Αυτό το μέτρο όχι μόνο θα βοηθήσει τον εκσυγχρονισμό της χώρας μας αλλά και θα ανυψώσει το κύρος των κομμάτων και των πολιτικών που, ως γνωστό, αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής στη London School of Economics.