Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 χαιρετίστηκαν εξαρχής, και δικαίως, ως η μεγάλη ευκαιρία της Αθήνας και, γενικότερα, της Αττικής να αποκτήσουν πιο ανθρώπινο πρόσωπο μέσω της κατασκευής μεγάλων έργων υποδομής και σύγχρονων παρεμβάσεων στην εικόνα χωροταξικού κυκεώνα που παρουσιάζουν σήμερα. Ακόμη και οι Κασσάνδρες του 2004 αναγνώριζαν σιωπηρά ότι η Ολυμπιάδα δημιουργεί για πρώτη ίσως φορά τις τελευταίες δεκαετίες σημαντικές δυνατότητες αναμόρφωσης στην πρωτεύουσα ­ και όχι μόνο.


Είμαστε όμως τελικά σε θέση να αξιοποιήσουμε την ευκαιρία; ‘Η μήπως η κρατική χωροταξική αντίληψη έχει διαβρωθεί κατά τρόπο δύσκολα αναστρέψιμο; Η χωρίς δεύτερη σκέψη επέκταση των ολυμπιακών εγκαταστάσεων στην περιοχή του Μαραθώνα – Σχινιά για την κατασκευή του κωπηλατοδρομίου αντανακλά μια βαθιά αδυναμία της πολιτείας και των αρχών διοργάνωσης να αποσυνδέσουν τον όρο «ανάπτυξη» από την εν πολλοίς ισοπεδωτική ριζική αναδιαμόρφωση του αττικού τοπίου. Δηλώνει όμως και μια έντονη αδιαφορία, που είναι αδυναμία βαθύτερη: τον διαχωρισμό της φυσικής και ιστορικής χωροταξίας από «σύγχρονα αναπτυξιακά σχέδια» κατά τρόπο που αποκόπτει το σήμερα από το χθες. Αλλά η χωροταξία χωρίς μνήμη ­ σε κάθε λαό ­ ενέχει, χωρίς αμφιβολία, και ένα έλλειμμα ταυτότητας και πολιτισμού.


Η ελληνική πρωτοτυπία


Η βιασύνη που έχει καταλάβει τους αρμοδίους να προχωρήσουν στην κατασκευή του ολυμπιακού κωπηλατοδρομίου στον Μαραθώνα και των εγκαταστάσεων κανό κωπηλασίας – σλάλομ στον Σχινιά περιφρονεί το ιστορικό επιχείρημα ότι οι επίμαχοι ολυμπιακοί χώροι βρίσκονται στην καρδιά της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της περιοχής. Το ότι το επιχείρημα υποβαθμίζεται δεν σημαίνει βέβαια ότι είναι αμελητέο. Κάθε άλλο μάλιστα, εφόσον αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία να διαχωρίζονται τα ιστορικά τοπία σε περισσότερο και λιγότερο «ευαίσθητα» οικοδομικά τετράγωνα ανάλογα με τη σχετική απόσταση που τα χωρίζει από την εστία ενός ιστορικού γεγονότος. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζουν όσοι θεωρούν τα 6,5 χλμ. που χωρίζουν το κωπηλατοδρόμιο από τον Τύμβο του Μαραθώνα και τα 3,5 χλμ. που μεσολαβούν ανάμεσα σε αυτό και την περιοχή της Μεσοσπορίτισσας (τα δύο σημεία ορίζουν το πεδίο της ομώνυμης μάχης στην αρχαιότητα) επαρκές άλλοθι.


Οι έντονες ενστάσεις που διατύπωσαν ως προς τα σχεδιαζόμενα έργα υψηλού κύρους ελληνικοί και ξένοι φορείς, όπως η Ακαδημία Αθηνών, η Αρχαιολογική Υπηρεσία, η WWF Ελλάς, η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, η Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Φύσης και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, η Διεθνής Ομοσπονδία Αρχιτεκτόνων Τοπίου – IFLA και πολλοί άλλοι, ελάχιστα δείχνουν να συγκινούν την κυβέρνηση. Ως αντεπιχείρημα προβάλλεται μάλιστα η χρόνια υποβάθμιση της περιοχής που τροφοδοτεί ­ ερήμην της πολιτείας; ­ την αυθαίρετη δόμηση και την καταστροφή της πάλαι ποτέ μοναδικής τοπικής χλωροπανίδας (δάσος κουκουναριάς, καλαμιώνες, υγροβιότοποι).


Δύο κρίσιμα θέματα


Η δημόσια συζήτηση μπορεί να διαρκέσει χρόνια με εγκλήσεις και αντεγκλήσεις ένθεν κακείθεν των διαφωνούντων μερών. Οπου το ενδιαφέρον για την ιστορική και οικολογική εικόνα του Μαραθώνα και του Σχινιά θα συγκρούεται με την κυβερνητική απαίτηση για ταχείες απαλλοτριώσεις προκειμένου να ολοκληρωθούν εγκαίρως ­ την τελευταία πάλι στιγμή ­ τα ολυμπιακά έργα. Ενώ παράλληλα θα τίθεται συνεχώς ζήτημα επιλογής ανάμεσα στην προσεκτική μελέτη των παραμέτρων της Ολυμπιάδας και στον εθνικό διασυρμό. Τέτοιου είδους διλήμματα όμως θολώνουν την πραγματικότητα και, στην καλύτερη περίπτωση, απλώς αναβάλλουν το πρόβλημα για μετά το 2004.


Προς το παρόν προκύπτουν δύο κρίσιμα θέματα. Πρώτον, η αβεβαιότητα των εγγυήσεων που λαμβάνουμε αναφορικά με την μεταολυμπιακή χρήση των έργων, όπως υπογράμμισε άλλωστε και η αντιπροσωπεία της ΔΟΕ που επισκέφθηκε τον Μαραθώνα και τον Σχινιά τον περασμένο Μάρτιο. Δεύτερον, η άρνηση των αρμοδίων να αναζητήσουν εναλλακτικές λύσεις, άρνηση σύμφυτη με την απουσία ουσιαστικού διαλόγου για πολλά καίρια θέματα της Ολυμπιάδας.


Η απροθυμία της ελληνικής πλευράς να δεσμευθεί ρητά ως προς τις μελλοντικές χρήσεις δημιουργεί εύλογη ανησυχία, όταν μάλιστα η ΔΟΕ τονίζει ότι η περιοχή πρέπει να μην υποστεί καμία περαιτέρω «αναπτυξιακή» παρέμβαση μετά το πέρας των Αγώνων. Νεόκοπες υποσχέσεις περί μελλοντικής ανάπλασης του ιστορικού και περιβαλλοντικού τοπίου ελάχιστα πείθουν, εφόσον μετά το 2004, χωρίς το δέλεαρ των Ολυμπιακών Αγώνων, η περιβόητη «ισόρροπη» ανάπτυξη όλης της Αττικής, για την οποία κόπτεται σήμερα η κυβέρνηση, θα βασίζεται πιθανότατα σε λιγότερους πόρους. Ας μη λησμονούμε άλλωστε το πρόσφατο κακό προηγούμενο του ελέω κυβέρνησης αποκλεισμού της περιοχής από τον εθνικό κατάλογο Natura, με το σαθρό επιχείρημα ότι η μετατροπή ή μάλλον η μετονομασία της σε ενιαίο Εθνικό Πάρκο υπό κρατικό έλεγχο θα παράσχει αποτελεσματικότερη προστασία από το ευρύτερο και πληρέστερα ελεγχόμενο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Ας μη λησμονούμε επίσης ότι για τη διαμόρφωση του Τύμβου των Μαραθωνομάχων διετέθη για τα έτη 1997 και 1998 το… ιλιγγιώδες ποσό των 35 εκατ. δρχ. (30 εκατ. για το 1997 και 5 εκατ. για το 1998).


Η εκ νέου ανακάλυψη του Μαραθώνα και του Σχινιά με αφορμή το κωπηλατοδρόμιο έδωσε πάντως στην πολιτεία την ευκαιρία να θυμηθεί ότι η περιοχή υποφέρει από ιστορική και περιβαλλοντική παρακμή. Η ευρεία δημοσιοποίηση του προβλήματος είναι ίσως το μεγαλύτερο όφελος που αποκομίζουν σήμερα οι τοπικοί φορείς, οι οποίοι εύλογα σπεύδουν να αξιοποιήσουν το όψιμο κρατικό ενδιαφέρον, ενίοτε και χωρίς όρους.


Υπάρχει εναλλακτική λύση; Η απάντηση είναι θετική, εκτός αν θέλουμε να συμβιβαστούμε με τη λογική ότι, εφόσον όλα τα έργα έχουν καθυστερήσει, πρέπει να πληρώσουμε και σ’ αυτή την περίπτωση κόστος πολλαπλάσιο του πραγματικού, σήμερα σε πόρους και αύριο σε ποιότητα ζωής και πολιτισμού.


Η λύση της Υλίκης, η οποία έχει υποστηριχθεί από επιστήμονες και πολιτικές προσωπικότητες, αξίζει μια σοβαρή επανεξέταση. Πρόκειται για μια λύση «φυσική», δεδομένου ότι, πρώτον, το αναζητούμενο λιμναίο τοπίο προϋπάρχει και είναι σήμερα αναξιοποίητο εφόσον χρησιμεύει μόνον ως επικουρική υδάτινη δεξαμενή για την ύδρευση της Αθήνας και, δεύτερον, μπορεί να ενισχύσει την ελκυστικότητα μιας σημαντικής περιοχής στις παρυφές της διευρυμένης πρωτεύουσας. Στην περίπτωση της Υλίκης εκλείπουν οι ιστορικές διαστάσεις του Μαραθώνα και του Σχινιά, ενώ είναι δυνατή και η μείωση του συνολικού κόστους του έργου. Σαφώς, παραμένουν οι τεχνικές και οικολογικές αντιρρήσεις, οι οποίες όμως πρέπει επίσης να διασαφηνιστούν επισήμως, π.χ. αν και κατά πόσον μπορεί η λίμνη να ανταποκριθεί στις προδιαγραφές ενός ολυμπιακού κωπηλατοδρομίου αποφεύγοντας παράλληλα την τσιμεντοποίηση (π.χ. στον πυθμένα, όπου υπάρχουν φυσικές καταβόθρες).


Οι ρεαλιστικές επιλογές δεν εξαντλούνται ωστόσο στην Υλίκη. Η ίδια η πόλη της Αθήνας προσφέρει εναλλακτικές χωροθετήσεις. Πολύ πρόσφατα στην πρωτεύουσα απελευθερώθηκε πολύτιμος χώρος που συνδυάζει πολλά θετικά στοιχεία των ως τώρα προτεινόμενων λύσεων. Δηλαδή δυνατότητες αρχιτεκτονικών παρεμβάσεων ­ χωρίς να επαπειλούνται η ιστορική μας κληρονομιά και το ήδη βεβαρημένο περιβάλλον ­, εγγύτητα σε μεγάλους όγκους νερού, που στην περίπτωση Μαραθώνα – Σχινιά θα εξασφαλιστεί με συνδυασμένη άντληση νερού από την Μακαρία πηγή, τη Λίμνη του Μαραθώνα και, ίσως, και τη θάλασσα, και, τέλος, αξιοποίηση εγκαταλελειμμένων πια εγκαταστάσεων που κινδυνεύουν να υποστούν παρακμή και τσιμεντοποίηση. Ο λόγος βέβαια για το αεροδρόμιο του Ελληνικού, για το οποίο ακόμη δεν έχει προσδιοριστεί η «επόμενη μέρα».


Η ανάπτυξη της περιοχής


Το αεροδρόμιο αποτελεί ιδανική λύση, υλοποιήσιμη σε λογικό κόστος, εναρμονισμένη θεματολογικά και με τις ολυμπιακές εγκαταστάσεις της ευρύτερης παραλιακής ζώνης. Χωροταξικά και τεχνικά πληροί όλες τις προϋποθέσεις που ικανοποιεί η περιοχή Μαραθώνα – Σχινιά και δεν παρουσιάζει τα προβλήματα ανακατασκευής που ενδεχομένως καθιστούν ασύμφορη την Υλίκη. Η άντληση νερού μπορεί να επιτευχθεί εύκολα με διαδικασίες αφαλάτωσης, χωρίς κατασπατάληση δυσεύρετων υδάτινων πόρων. Το κυριότερο, η μεγάλη έκταση που απελευθέρωσε η μετεγκατάσταση του αεροδρομίου και είναι σήμερα εκτεθειμένη σε ένα άδηλο μέλλον, θα λειτουργήσει ως πυρήνας για την ορθολογική αξιοποίηση ολόκληρης της περιοχής μετά το 2004. Με άλλα λόγια, η κατασκευή των εν λόγω ολυμπιακών εγκαταστάσεων στο παλαιό αεροδρόμιο είναι μια ευκαιρία να σωθεί η αχανής αυτή έκταση χωρίς τη δαπανηρή λύση της κατασκευής «πάρκου» που προτείνεται αόριστα και, κυρίως, προτού παραδοθεί σε εφήμερα εργολαβικά συμφέροντα. Το κωπηλατοδρόμιο και τα λοιπά σχετικά έργα μπορούν να λειτουργήσουν ως πυρήνας για τη δημιουργία ενός πρότυπου κέντρου αθλητισμού και ενός σημαντικού αναπτυξιακού κεφαλαίου για τη χώρα. Είναι επίσης σημαντικό ότι τα έργα αυτά θα παραμείνουν και μετά την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων και δεν θα καταστραφούν όπως θα συμβεί στον Μαραθώνα.


Αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι η περιοχή του Μαραθώνα και του Σχινιά θα πρέπει να αποκλειστεί από τους Ολυμπιακούς ή να βυθιστεί πάλι στη δημόσια λήθη. Αντιθέτως, η αποκτηθείσα το τελευταίο διάστημα γνώση διανοίγει δυνατότητες για την προστασία και την ανάπτυξη της περιοχής σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητές της, που δυνητικά την καθιστούν ιστορικό, τουριστικό και περιβαλλοντικό πόλο έλξης σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτές τις δυνατότητες οφείλουμε να τις αξιοποιήσουμε με κάθε τρόπο. Οχι μόνο για την Ολυμπιάδα και, προπάντων, όχι στο όνομα μιας ανάπτυξης χωρίς βιωσιμότητα. Η ανάπτυξη, η ιστορία και το περιβάλλον δεν είναι όροι αντιθετικοί, όπως αρέσκονται να τους εμφανίζουν ορισμένοι για λόγους δυσδιάκριτους, αλλά ευνόητους. Αποτελούν οργανικά και αλληλοσυμπληρούμενα τμήματα του συνόλου που συνιστά την εθνική μας περιουσία. Και η εθνική περιουσία δεν είναι μόνον υλική.


Ο κ. Ι. Μ. Βαρβιτσιώτης είναι βουλευτής της ΝΔ.