Στην κοινή συνείδηση των ελλήνων πολιτών ο Αριστόβουλος Μάνεσης είχε καθιερωθεί ήδη πριν από τη δικτατορία ως μία εμβληματική μορφή ταυτισμένη με το συνταγματικό δίκαιο ως «τεχνική της πολιτικής ελευθερίας». Η αντιφατική και κολοβή συνταγματική «νομιμότητα» του μετεμφυλιακού κράτους τον έφερε από νωρίς επιστημονικά αντιμέτωπο με οριακά προβλήματα του συνταγματικού δικαίου όπως το δίκαιο της ανάγκης ή τα δικαιώματα των εκτοπισμένων. Η διατριβή του δε επί υφηγεσία («Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος Ι ­ Εισαγωγή») συγκροτεί ουσιαστικά το επιστημονικό μανιφέστο του νομικού θετικισμού στο πεδίο του συνταγματικού δικαίου. Κορυφαία όμως στιγμή της προδικτατορικής του παρουσίας ήταν τα γεγονότα του 1965 και η δοκιμασία της αρχής της δεδηλωμένης μέσα από το πρίσμα της οποίας προσδιορίζεται η συνταγματικοπολιτική θέση του πρωθυπουργού.


*Το νήμα της αντίστασης


Διαμορφώθηκε έτσι το νήμα που με σταθερότητα διαπερνά το επιστημονικό έργο και την πολιτική στάση του Α. Μάνεση τα τελευταία πενήντα χρόνια. Πρόκειται για την αίσθηση της αντίστασης απέναντι στην εξουσία. Κάποτε η φύση και ο φορέας της εξουσίας αυτής ήταν προφανής: Ο βασιλιάς που συγκρούεται με τον νόμιμο πρωθυπουργό το 1965 και, κυρίως, η δικτατορική εξουσία που καταπνίγει τη λαϊκή κυριαρχία το 1967.


Η απόλυσή του από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, η εκτόπισή του, η εξορία στη Γαλλία καθιστούν την τήβεννο του Μάνεση φυλακτήριο της πολιτικής ελευθερίας των Ελλήνων. Αυτόν άλλωστε τον συμβολισμό είχε διαλέξει ο ίδιος μιλώντας προς τους φοιτητές του της Θεσσαλονίκης στο μνημειώδες «τελευταίο μάθημα» επί δικτατορίας, στο οποίο είχε επαναλάβει τα λόγια του Ν. Ι. Σαριπόλου για την τήβεννο του καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου.


*Η εποχή των αποχρώσεων


Η πτώση της δικτατορίας και η μεταπολίτευση ήταν ταυτοχρόνως το τέλος της περιόδου των αδρών μετώπων και η είσοδος στην εποχή των δημοκρατικών αντιθέσεων και αποχρώσεων. Τώρα πια οι πόλοι κάθε συνταγματικοπολιτικής σύγκρουσης πρέπει να διαγνωσθούν κυρίως μέσα από τη λογική των θεσμικών αντιβάρων. Το κριτήριο όμως είναι για τον Μάνεση πάντοτε σαφές: Το Σύνταγμα ως εγγύηση του κράτους δικαίου, ως θώρακας προστασίας του πολίτη, ως μηχανισμός οργάνωσης της λαϊκής κυριαρχίας και διασφάλισης της γνησιότητας των εκφράσεών της.


Στο πλαίσιο αυτό ο Μάνεσης τάσσεται υπέρ της οριοθέτησης του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, υπέρ του περιορισμού των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας και υπέρ της ανάγκης να είναι σαφής και μονοσήμαντη η νομικοπολιτική του θέση, υπέρ της ανάγκης να υπάρξουν αντίβαρα στον θεσμικό ρόλο του πρωθυπουργού και στις δυνατότητες της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.


*Ο Σβώλος και ο «εκλεκτικός θετικισμός»


Ο Αρ. Μάνεσης θεμελίωσε προδικτατορικά την κυρίαρχη θέση του νομικού θετικισμού στο πεδίο του συνταγματικού δικαίου, διακηρυγμένο όμως επιστημονικό του πρότυπο είναι ο Αλέξανδρος Σβώλος ­ άρα ένας επιστήμονας με ενεργό πολιτική δράση και δεδηλωμένη ιδεολογική ταυτότητα ­ που ο Μάνεσης τον χαρακτηρίζει «ρεαλιστή» και «εκλεκτικό θετικιστή».


Αυτονόητη επιστημολογική και θεωρητική προϋπόθεση γι’ αυτή την εκδοχή του θετικισμού που αποδέχεται ο Μάνεσης είναι η απόρριψη κάθε ιδεολογήματος σχετικά με την «καθαρότητα» ή την «ουδετερότητα» της νομικής επιστήμης. Κατά τον Μάνεση «η πολιτική διάσταση του δικαίου είναι τόσο αναμφισβήτητη όσο και η νομική διάσταση της πολιτικής». Το δίκαιο και η πολιτική, κατά τον Μάνεση, δεν «συμπίπτουν» αλλά «συνυφαίνονται».


Κατά τον Μάνεση, η ερμηνεία του Συντάγματος δεν μπορεί να αρκεστεί ούτε στα απλοϊκά αυτονόητα της γραμματικής ερμηνείας ούτε στην εννοιοκρατική ή τυπολογική θεώρηση του δικαίου. Η προσέγγιση αυτή ­ κατά τον Μάνεση ­ «απομονώνοντας το νόημα των κλασικών εννοιών από το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, οδηγείται σε συμπεράσματα λογικώς άψογα καθαυτά, τα οποία όμως συνάγονται ερήμην της κοινωνικής πραγματικότητας». Και συνεχίζει ο Μάνεσης: «Αν ο δογματισμός στην πολιτική ισοδυναμεί με έγκλημα, στην επιστήμη, η οποία εξ ορισμού αναζητεί την αλήθεια, είναι λάθος».


Κατά τον τρόπο αυτό, ο μεταδικτατορικός Μάνεσης συνθέτει τελικώς επιστημολογικά τον νομικό και τον κοινωνιολογικό θετικισμό, ιδίως στη θεωρητική του ανάλυση για την έννοια του δικαίου αλλά και του Συντάγματος. Διαμορφώνει έτσι το πλαίσιο αναφοράς όλης της επιστημονικής συζήτησης από τη μεταπολίτευση ως σήμερα.


*Οι διαφωνίες μας στην ερμηνεία του Συντάγματος


Ανήκω στους μαθητές του Αριστόβουλου Μάνεση με τη στενή, τυπική αλλά και με την ουσιαστική έννοια του όρου ως προς τις βασικές μεθοδολογικές και επιστημολογικές παραδοχές. Ολα όμως αυτά δοκιμάζονται επί του πεδίου της συγκεκριμένης ερμηνείας. Είχα έτσι μετά τη μοναδική εμπειρία τής από καθέδρας διδασκαλίας του Μάνεση και μετά την εξαιρετικά «φιλελεύθερη» για την εποχή της εμπειρία του ελεύθερου και ανοικτού σεμιναριακού διαλόγου του Μάνεση με τους φοιτητές του, την εμπειρία της διαφωνίας με τον Αριστόβουλο Μάνεση. Και μάλιστα διαφωνίας ενίοτε έντονης και «σκληρής»: Η ψήφος Αλευρά το 1985, η αναθεώρηση του 1985/86 και ο περιορισμός των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, η παραγραφή ως θεσμός του ουσιαστικού ποινικού δικαίου στο πλαίσιο του άρθρου 86 του Συντάγματος και του νόμου περί ευθύνης υπουργών το 1989, η αντισυνταγματικότητα της νομοθεσίας για την απαγόρευση της δημοσίευσης των προκηρύξεων των τρομοκρατικών οργανώσεων το 1992, είναι μερικά από τα πεδία των διαφωνιών αυτών.


Ο Μάνεσης ως ακαδημαϊκός δάσκαλος και ως πολιτικά και επιστημονικά φιλελεύθερος άνθρωπος γνώριζε, καλύτερα και βαθύτερα από οποιονδήποτε άλλον, ότι η διαφωνία είναι αυτή που γονιμοποιεί τον επιστημονικό διάλογο και εμπνέει τον επιστημονικό λόγο. Ο Μάνεσης είχε κύρος υψηλότατο, ήξερε όμως πολύ καλά ότι δεν πρέπει να μετατρέπει το κύρος σε επιχείρημα. Η ωριμότητα και το κύρος μπορούν να οδηγήσουν άλλωστε είτε στην αυταρέσκεια είτε στην αυτογνωσία. Και σε αυτό το υπαρξιακό δίλημμα ο Μάνεσης έδωσε με το καθαρά θεωρητικό του έργο την απάντηση της επιστημονικής αυτογνωσίας που είναι προϋπόθεση της επιστημονικής εντιμότητας και του ακαδημαϊκού φιλελευθερισμού, δηλαδή της ικανότητας να ανέχεσαι ­ αν δεν τη δέχεσαι ­ τη διαφορετική γνώμη.


*Δεν υπάρχει τελευταία σελίδα


Ο Αριστόβουλος Μάνεσης σφράγισε με τον λόγο του, αλλά και με το παράστημά του, με το πνευματικό κάλλος της μορφής του, την επιστήμη του συνταγματικού δικαίου και τον θεσμικό της διάλογο με την πολιτική πραγματικότητα (άλλοτε περιπετειώδη και άλλοτε ομαλή), το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Η ίδια η επιστημολογική και πολιτική υπόσταση του κλάδου τού οφείλει πάρα πολλά. Κυρίως, όμως, του οφείλει τη μόνιμη επωδό του που είναι και επωδός όλου του συνταγματικού δικαίου: Ο Μάνεσης επαναλάμβανε πάντοτε τα λόγια του αβά Sieyes: Το Σύνταγμα είναι ένα σύστημα υποχρεωτικών κανόνων δικαίου, αλλιώς δεν είναι τίποτε. Αυτή η εξαγγελία επιστημονικής «πίστης» διαπερνά το έργο του Μάνεση από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Το πλεονέκτημα όμως του επιστήμονα και ιδίως του δάσκαλου είναι ότι η τελευταία σελίδα στο έργο του δεν γράφεται ποτέ γιατί ο διάλογος μαζί του μένει πάντοτε ανοικτός.


Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, βουλευτής Θεσσαλονίκης και μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου του ΠαΣοΚ.