«Η ελληνική κοινωνία ευρίσκεται εις την μεταμορφωτικήν περίοδον της χρυσαλλίδος, η οποία έπαυσε πλέον να είναι κάμπη και δεν έγινεν ακόμη ψυχή, όπως αυτή έπαυσε πλέον να είναι ελληνική και δεν έγινε εισέτι ευρωπαϊκή». Με αυτό τον γλαφυρό τρόπο ο Ασμοδαίος περιγράφει τις αντιφάσεις της πρώτης μεγάλης προσπάθειας για εκσυγχρονισμό και εξευρωπαϊσμό της χώρας στο τέλος του 19ου αιώνα. Εκτοτε, και ιδιαίτερα μετά τη βενιζελική παρένθεση, το ζήτημα του εκσυγχρονισμού της χώρας, το ξεπέρασμα της ιστορικής της καθυστέρησης σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, έμενε μετέωρο και αναπάντητο, θυσία στον βωμό ενός ατελέσφορου πολιτικού συστήματος.


Στις εξωτερικές σχέσεις της χώρας επικράτησαν η εσωστρέφεια και ο απομονωτισμός, γαρνιρισμένα με μπόλικη «συνωμοσιολογία» κάθε φορά που η άσκηση της εξωτερικής πολιτικής αποκλειστικά προς εσωτερική κατανάλωση και όχι με βάση την ορθολογική εκτίμηση των δυνατοτήτων του τόπου ή του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων οδηγούσε σε τραγικά λάθη. Στο εσωτερικό μέσα από πλήθος πελατειακών δικτύων ανδρώθηκε μια νέου τύπου φεουδαρχία που προχώρησε στο ξεζούμισμα του εθνικού πλούτου, μοιράζοντας προνόμια και εξουσίες σε κάθε συντεχνία ή ομάδα συμφερόντων που αποκτούσε τη σωστή πρόσβαση.


Σίγουρα πολλοί θα σπεύσουν στο σημείο αυτό να σημειώσουν τις ιστορικές προσωπικότητες και τα γεγονότα εκείνα που φωτίζουν τη σύγχρονη ιστορία της χώρας. Ενα όμως είναι σίγουρο: παρά τις εξαιρέσεις αυτές, η χώρα μας δεν μπόρεσε να κάνει το καθοριστικό άλμα.


Σήμερα η αυγή του 21ου αιώνα βρίσκει την Ελλάδα σε μια ιστορική στιγμή στην οποία συμπυκνώνονται όλες οι ατελέσφορες προσπάθειες και τα αναπάντητα ερωτήματα της ως σήμερα ιστορικής πορείας της.


Η για όλους βέβαιη είσοδος της χώρας στο κλειστό κλαμπ της ΟΝΕ σηματοδοτεί την ισότιμη ένταξή μας για πρώτη φορά με τρόπο οριστικό και αμετάκλητο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Και για άλλη μία φορά οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν στην πορεία πηγάζουν από την έλλειψη ωρίμανσης της Δημοκρατίας μας και των πάγιων πολιτικών συμπεριφορών.


Και τούτο γιατί στην εποχή μας είναι άλλο πράγμα η πολιτική επιτυχία και άλλο η πολιτική ποιότητα. Η «πολιτική επιτυχία» μπορεί να μετριέται συχνά με την πρωτιά των δημοσκοπήσεων και το μέτρο των εκλογικών ποσοστών. Η πραγματική της αξία όμως μειώνεται για κάθε δόση πολιτικής πονηρίας και καιροσκοπισμού, τεχνασμάτων και τακτικισμών που είναι αναγκαίοι για τη διασφάλισή της. Και το κόστος αυτής έρχεται αργότερα και δυστυχώς όχι για τους πονηρούς αλλά για τη χώρα.


Ενώ, αντίθετα, η «πολιτική ποιότητα» αυτοκαθορίζεται και αυτοπροσδιορίζεται ως η πολιτική συμπεριφορά και πράξη εκείνη που έχει αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον της χώρας και της ουσιαστικής Δημοκρατίας, με βάση αρχές και αξίες που υπακούουν και καθοδηγούν συγκεκριμένους εθνικούς στόχους. Σε αυτή την περίπτωση το αποτέλεσμα του πολιτικού αγώνα είναι προϊόν της αναγνώρισης αυτής της επιτυχούς προσπάθειας και της εντεύθεν εμπιστοσύνης του εκλογικού σώματος και όχι ο αυτοσκοπός της εξουσίας παντί τρόπω.


Είναι κρίμα αυτή την τεράστιας σημασίας κατάκτηση του πολιτικού μας πολιτισμού τα τελευταία χρόνια να την απεμπολήσουμε αναμεμνησκόμενοι και επαναφέροντες αντιλήψεις του πρόσφατου παρελθόντος.


Γι’ αυτό στη σημερινή πολιτική συγκυρία ο πειρασμός μπορεί να είναι μεγάλος να υποκύψει κάποιος στην πολιτική πονηρία που είναι η προκήρυξη πρόωρων εκλογών χωρίς επαρκή αιτιολόγηση και ουσιαστικό πολιτικό λόγο.


Οπως η κοινή γνώμη δεν άφησε την αξιωματική αντιπολίτευση να παίξει με τους θεσμούς και την ουσία της Δημοκρατίας μας, έτσι και δεν θα συγχωρήσει την κυβέρνηση αν υποπέσει στον ίδιο πειρασμό και προσπαθήσει να υφαρπάξει τη λαϊκή εντολή με τερτίπια και τεχνάσματα. Γιατί τότε θα συμβεί ένα εκ των δύο: ή το τέχνασμα θα πετύχει αλλά από την επόμενη κιόλας ημέρα η κυβέρνηση θα κινηθεί με αμβλυμένο το κριτήριο της εμπιστοσύνης, με συνέπεια την αδυναμία ουσιαστικής διακυβέρνησης της χώρας όταν όλα τρέχουν δίπλα μας· ή το τέχνασμα θα αποτύχει και τότε ας μην ψάχνει κανείς κατόπιν εορτής να βρει τι και ποιος φταίει.


Τέλος και παρεμπιπτόντως το επιχείρημα ότι μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδος δεν ωφελεί τη χώρα είναι αβάσιμο αφού η ύπαρξη ενός τέτοιου κλίματος εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από την κυβέρνηση.


Ο κ. Αλέκος Παπαδόπουλος είναι βουλευτής του ΠαΣοΚ, πρώην υπουργός.