Ο θεμελιωτής


Η δημοκρατία μπορεί να γεννήθηκε στην Αθήνα ­ και κατά προέκταση στην Ελλάδα ­ αλλά, ως πρόσφατα, ποτέ δεν έμεινε εδώ πολλά χρόνια. Η Ελληνική Δημοκρατία, που ανακηρύχθηκε πανηγυρικά στις 25 Μαρτίου 1924 ύστερα από μια επαναστατική έξαρση, δεν έζησε πάνω από έντεκα χρόνια, ίσως γιατί η καταγωγή της ήταν ευκαιριακή ­ συνεπεία της Μικρασιατικής καταστροφής. Ούτε και ήταν γνήσια εκείνη η δημοκρατία: τέσσερα αποτυχημένα πραξικοπήματα, θεσμοθετημένοι περιορισμοί στην ελευθερία έκφρασης, ψευδεπίγραφη ­ και αυτή όταν υπήρχε ­ η πολιτική των κυβερνήσεων και των κομμάτων που τις συντηρούσαν, δύσκολα καταχώριζαν την Ελλάδα στις χώρες της δημοκρατίας. Χαιρόμαστε σήμερα 25 χρόνια αδιατάρακτης δημοκρατίας στην Ελλάδα. Μιας δημοκρατίας που και αυτή ανέτειλε την επαύριον μιας καταστροφής αλλά που μπόρεσε να σταθεί, να εδραιωθεί και να καταξιωθεί. Ασφαλώς την εδραίωσαν οι πολιτικοί άνδρες που, με λαϊκή εντολή, την διακυβέρνησαν. Ασφαλώς ο λαός ήταν πιο δυνατός για να την προστατεύσει από κακόβουλους «πατριώτες», πιο έμπειρος για να κάνει, ανάλογα με τις συγκυρίες, τις σωστές πολιτικές επιλογές του και πιο ώριμος για να αποδεχθεί αλλαγές και μετασχηματισμούς όχι πάντοτε προς το άμεσο συμφέρον του αλλά που επέβαλλαν οι διεθνείς εξελίξεις στις οποίες η χώρα ήταν υποχρεωμένη να ανταποκρίνεται θετικά. «Το Βήμα», συνδεδεμένο από την πρώτη ημέρα της έκδοσής του, το 1922, με το όραμα της δημοκρατικής Ελλάδας, αφιερώνει σήμερα, στην επέτειο των 25 χρόνων δημοκρατίας στην Ελλάδα, σελίδες για τους πολιτικούς που συνέδεσαν το όνομά τους με αυτό το τέταρτο του αιώνα και για τις θεσμικές και άλλες αλλαγές που συντελέστηκαν αυτό το διάστημα



Η σκηνή στο Προεδρικό Μέγαρο, στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος παραθέτει δεξίωση προς τιμήν του Προέδρου της Γαλλίας Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν που επισκέπτεται επισήμως την Ελλάδα.


Σε ένα σημείο της μεγάλης αίθουσας του Προεδρικού Μεγάρου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συνομιλεί με τον τότε πολιτικό συντάκτη του «Βήματος». Τα γέλια προδίδουν το ευχάριστο της συζητήσεως. Την ατμόσφαιρα την «συλλαμβάνει» αμέσως στον αέρα ο (τότε) πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, που πλησιάζει περιστοιχιζόμενος από δημοσιογράφους, βουλευτές και υπουργούς που θέλουν καταφανώς να βρίσκονται στον περίγυρο. Ανάμεσα στους τελευταίους ο Παναγής Παπαληγούρας και o Ευάγγελος Αβέρωφ (που δεν ζουν πια) καθώς και ο Γεώργιος Ράλλης.


Ο Καραμανλής στρέφεται στον Κ. Τσάτσο και (με αυστηρό ύφος!) δείχνοντας τον δημοσιογράφο ρωτά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας:


­ Τι σου λέει αυτός και γελάτε;


­ Τίποτε… τίποτε, Πρόεδρε…


­ Εσύ τι λες; ρωτάει τον δημοσιογράφο.


­ Ενα ανέκδοτο, κύριε Πρόεδρε. Αλλά καλύτερα να μην το ακούσετε!


­ Σόχω πει, δεν μ’ αρέσουν τ’ ανέκδοτα. Λοιπόν, τι του ‘λεγες;


­ Θα το πω, αλλά θα στενοχωρηθείτε…


­ Λέγε, να δω τι αηδίες λες!


­ Του έλεγα το εξής. Ερώτηση: Ποία σχέση υπάρχει μεταξύ Δημοκρατίας και Νέας Δημοκρατίας; Απάντηση: Οία μεταξύ Ελβετίας και Νέας Ελβετίας!..


Η ομήγυρις επάγωσε, όλοι κοίταζαν αλλού και ο Καραμανλής εξερράγη:


­ Τη δική μου δημοκρατία, ρε, θα την θυμάστε για πάντα!


Πάγωσε η ατμόσφαιρα. Και ο Καραμανλής (που ποτέ δεν έχανε την ψυχραιμία του, παρίστανε απλώς τον έξω φρενών…) συνέχισε μιλώντας στον δημοσιογράφο:


­ Και άμα γίνεις άνθρωπος, θα σε βάλω στο ψηφοδέλτιο της Επικρατείας!


­ Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε, αλλά δεν θέλω!


­ Γιατί;! ύψωσε πάλι τον τόνο της φωνής του ο Καραμανλής έτοιμος για νέα έκρηξη, καθώς υποψιαζόταν πολιτική απάντηση…


­ Διότι, κύριε Πρόεδρε, δεν επιθυμώ ποτέ να γίνω τέως!..


­ Αντε να χαθείς από μπροστά μου! απάντησε ο Καραμανλής και γυρνώντας επιδεικτικά την πλάτη του έφυγε προς άλλο σημείο της αίθουσας.


­ Δεν σου έχω πει να μην του μπαίνεις; είπε ο Κ. Τσάτσος στον δημοσιογράφο, ενώ το πηγαδάκι διαλυόταν.


Αυτή ήταν η νοοτροπία του Κ. Τσάτσου και όλων σχεδόν των συνεργατών του Καραμανλή, του πολιτικού που σφράγισε όσο ελάχιστοι άλλοι τη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ελλάδας. Τον έτρεμαν… Είναι χαρακτηριστικό εκείνων των καιρών ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνούσε ο Κ. Τσάτσος, ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με τον Καραμανλή, ως πρωθυπουργό.


Καλούσε (ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας) στο περίφημο πορτοκαλί τηλέφωνο όχι τον (πρωθυπουργό) Καραμανλή αλλά τον (Γενικό Διευθυντή του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού) πρέσβη Πέτρο Μολυβιάτη και…


­ Πέτρο, δε μου λες πώς είναι τα κέφια του; Να του τηλεφωνήσω;


Αν ο πρέσβης έδινε το πράσινο φως, καλώς ­ ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλούσε στο πορτοκαλί τηλέφωνο τον πρωθυπουργό, διαφορετικά η τηλεφωνική επικοινωνία ανεβάλλετο…


…Και όμως, ο άνθρωπος αυτός δύο φορές βρήκε το κουράγιο να αντιταχθεί αποφασιστικά στον Καραμανλή. Και τις δύο φορές ο Καραμανλής ήταν έτοιμος να προχωρήσει σε εντελώς ριζοσπαστικά μέτρα.


Την πρώτη φορά η κρίση ξέσπασε σε μια συνάντηση του Καραμανλή με τον Κ. Τσάτσο (προτού γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήταν υπουργός Πολιτισμού) και τον αείμνηστο Ευάγγελο Παπανούτσο. Τους είχε καλέσει ο τότε πρωθυπουργός στο γραφείο του για να συζητήσουν θέματα της Παιδείας. Σε μια στιγμή ο Καραμανλής τους είπε ότι θα έπρεπε κάποια στιγμή να σκεφθούν το ενδεχόμενο να συνδυασθεί το ελληνικό αλφάβητο με το λατινικό, να εξετασθεί ακόμη και το θέμα της φωνητικής γραφής.


Σαν ελατήρια πετάχτηκαν επάνω οι δύο συνομιλητές του Καραμανλή. «Δεν πίστευα στα αφτιά μου!» θα αφηγηθεί αρκετά χρόνια αργότερα ο Κ. Τσάτσος… Οπωσδήποτε οι δύο συνομιλητές του τότε πρωθυπουργού δήλωσαν ότι παραιτούνται κλπ., κλπ. και ο Καραμανλής απέσυρε το θέμα.


Λίγα χρόνια αργότερα ο Καραμανλής έδωσε το πράσινο φως για την κατάργηση των τόνων και των πνευμάτων (κάτι που τελικώς υλοποίησε αρκετά αργότερα η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου). Ο τότε αρμόδιος υπουργός Παιδείας, συντηρητικός και κατά τινας άτομο οπισθοδρομικό, δεν τολμούσε να διαφωνήσει ανοιχτά με τον Καραμανλή, φοβούμενος την απόλυσή του από την κυβέρνηση. Για τον λόγο αυτό, όπως ο ίδιος ο Καραμανλής έχει αφηγηθεί, ο οπισθοδρομικός αυτός υπουργός ειδοποίησε τον Κ. Τσάτσο, που είχε ήδη γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο Κ. Τσάτσος έσπευσε να τηλεφωνήσει στον Π. Μολυβιάτη, ζητώντας του να πει στον πρωθυπουργό ότι ήταν έτοιμος να υποβάλει την… παραίτησή του αν η Κυβέρνηση Καραμανλή προχωρούσε στην κατάργηση των τόνων…


Ηταν η δεύτερη φορά που διαφώνησε ο Κ. Τσάτσος. Τι σημασία είχε; Προφανώς καμία. Ο,τι παρεμπόδισαν ο οπισθοδρομικός υπουργός και ο Κ. Τσάτσος το επέβαλε αργότερα η ίδια η κοινωνία και η ζωή ­ μόλις το ΠαΣοΚ πήρε την εξουσία.


Αν τα επεισόδια αυτά αξίζει να αναφέρονται είναι για να καταφανεί ότι ο Καραμανλής, ηγέτης ασφαλώς της ελληνικής Δεξιάς, είχε και τις προοδευτικές εκλάμψεις του. Και πολλές φορές δεν μπόρεσε προφανώς να επιβάλει μέτρα προοδευτικά σκοντάφτοντας στις απηρχαιωμένες απόψεις ακροδεξιών στη νοοτροπία υπουργών και άλλων συνεργατών του.


Τώρα, καθώς συμπληρώνονται 25 χρόνια από την κατάρρευση της χούντας και την ανατολή της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, είναι ίσως η ώρα να θυμηθούμε ότι ο Καραμανλής κατ’ αρχήν και ο Ανδρέας Παπανδρέου εν συνεχεία θεμελίωσαν σύγχρονη Δημοκρατία στη χώρα μας και στερέωσαν τη θέση της στην Ενωμένη Ευρώπη.


Ο Καραμανλής πιστώνεται με τη θεμελίωση ενός δημοκρατικού πολιτεύματος· απήλλαξε τη χώρα από το καρκίνωμα της μοναρχίας· και έθεσε τις βάσεις για τη δημοκρατική διαδικασία, διευκολύνοντας την επιβολή ενός συστήματος που στηρίζεται στην εναλλαγή των δύο μεγάλων κομμάτων (και άρα των δύο μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας) στη διακυβέρνηση του τόπου. Ακόμη ο Καραμανλής έβαλε την Ελλάδα στην Ενωμένη Ευρώπη.


Επί αυτών των θεμελίων οικοδόμησε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Με την πολιτική του ως πρωθυπουργού στερέωσε το δημοκρατικό πολίτευμα ­ έφθασε ακόμη και στο σημείο να δεχθεί, για να λειτουργήσει το πολίτευμα, να στηρίξει κυβέρνηση από κοινού με εκείνον που ο ίδιος είχε καταγγείλει ως Εφιάλτη του δημοσίου βίου. Και, ακόμη, με την πολιτική του, και στη δεκαετία του ’80 αλλά και μετά τη μεγάλη νίκη του το 1993, σχεδίασε και έθεσε σε εφαρμογή τη συνεχιζόμενη και σήμερα πολιτική πλήρους εντάξεως στην Ευρώπη.


Η Ιστορία δεν γράφεται με ένα σύντομο δημοσιογραφικό κείμενο. Αλλά μερικά πράγματα είναι χρήσιμο να καταγράφονται ως υλικό για τον ιστορικό του μέλλοντος.